Η διατήρηση της υψηλής ζήτησης των προϊόντων καθημερινής ανάγκης είναι αυτή που κρατά σταθερά σε υψηλά επίπεδα τις τιμές παραγωγού και τις τιμές λιανικής σε αυτά, επισήμαναν ανώτατα στελέχη του κλάδου, στο περιθώριο πρόσφατης συνέντευξης Τύπου της Ένωσης Σούπερ-μάρκετ Ελλάδος. Όπως εξήγησαν, οι τιμές δεν πρόκειται να μειωθούν. Μόνη περίπτωση μείωσής της θα ήταν μια ενδεχόμενη έντονη κρίση της οικονομίας, που θα επηρέαζε πτωτικά τη ζήτηση.
Στο μεταξύ, κάθε νέα μικρή ή μεγάλη ανατίμηση θα προστίθεται σε όλες τις προηγούμενες, καθιστώντας τις καθημερινές αγορές των καταναλωτών ακόμη πιο ακριβές. Βέβαια, εφόσον διαπιστώνονται διεθνώς στην αγορά μεγάλες τιμολογιακές αυξομειώσεις –λ.χ. οι τιμές του ελαιόλαδου εμφανίζουν σήμερα αξιοσημείωτη αποκλιμάκωση– αυτές ασφαλώς θα περνούν στην κατανάλωση.
Μάλιστα, αξίζει να σημειωθεί ότι στα τρόφιμα, τουλάχιστον σε κάποιες κατηγορίες, οι ανατιμήσεις επιμένουν, αν και με σαφώς μικρότερη ένταση, εντείνοντας τη δυσφορία του καταναλωτικού κοινού, το οποίο εδώ και μεγάλο διάστημα έχει στραμμένη την προσοχή του σε οικονομικότερες λύσεις, κυρίως στα private label προϊόντα, η ζήτηση των οποίων, όπως τονίστηκε, έχει πλέον φθάσει στο ανώτατο δυνατό όριο, οπότε η αγορά αναμένει μια κάποια «διόρθωση προς τα κάτω» του μεριδίου συμμετοχής τους στο σύνολο των πωλήσεων του κλάδου.
Από την πλευρά του ο πρόεδρος της ΕΣΕ, κ. Αριστοτέλης Παντελιάδης, μιλώντας στους δημοσιογράφους μετά το τέλος της ετήσιας τακτικής γενικής συνέλευσης του φορέα, ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι η μοναδική λύση στο ζήτημα της ακρίβειας είναι η αύξηση των μισθών και μάλιστα με ρυθμό υψηλότερο του πληθωρισμού, όπως και η τόνωση της παραγωγικότητας.
Οι οκτώ μεγάλες προκλήσεις
Ως βασικότερες προκλήσεις, οι οποίες στην πλειονότητά τους επιδρούν και στην αύξηση των τιμών, ο κ. Αριστοτέλης Παντελιάδης επεσήμανε:
● Την κλιματική αλλαγή, η οποία όλο και συχνότερα προκαλεί τεράστιες καταστροφές σε παγκοσμίως στον πρωτογενή τομέα (σε καλλιέργειες και υποδομές), αυξάνοντας το κόστος παραγωγής και εντείνοντας, ταυτόχρονα, τις δυσλειτουργίες συνολικά της αγοράς (στον πρωτογενή και τον δευτερογενή τομέα, όπως και στο εμπόριο).
● Τη γραφειοκρατία του Δημοσίου που πλήττει την επιχειρηματικότητα και ανεβάζει το λειτουργικό κόστος των εταιρειών.
● Την εφαρμογή του συστήματος DRS για την ανακύκλωση των πλαστικών συσκευασιών μιας χρήσης στα τρόφιμα-ποτά.
● Την επιτάχυνση των πληρωμών στις Β2Β συναλλαγές στις τριάντα και τις εξήντα ημέρες το πολύ, ανάλογα με την κατηγορία των προμηθευτριών εταιρειών με τις οποίες συναλλάσσονται οι λιανέμποροι και τα προϊόντα τα οποία εμπεριέχουν πρώτες ύλες, προερχόμενες από τον αγροτικό τομέα.
● Την εφαρμογή του Κανονισμού για την αποψίλωση των δασών.
● Την εφαρμογή του Κανονισμού για τις καλές πρακτικές στις προσφορές και τις εκπτώσεις, βάσει των τιμών αναφοράς.
● Την έλλειψη εργατικών χεριών, που υποχρεώνει τις επιχειρήσεις του κλάδου να αναπροσαρμόζουν τους μισθούς, αντιμετωπίζοντας την αύξηση του σχετικού κόστους.
● Τη στελέχωση των καταστημάτων στις τουριστικές περιοχές, όπου το μισθολογικό κόστος είναι υψηλότερο, όπως και γενικότερα το λειτουργικό κόστος.
Συνεχής ο εξορθολογισμός των δικτύων καταστημάτων
Ιδιαίτερη ήταν η αναφορά του κ. Παντελιάδη στα δίκτυα πωλήσεων του κλάδου που, όπως είπε, σήμερα παρουσιάζουν μεγάλη πυκνότητα, τόσο ώστε επιδιώκεται ο εξορθολογισμός τους με το κλείσιμο των αντιπαραγωγικών ή ζημιογόνων καταστημάτων. Ωστόσο, όπως τόνισε, το υψηλό επίπεδο οργάνωσης και λειτουργίας των σούπερ μάρκετ στην Ελλάδα σε συνδυασμό με τη χαμηλή δαπάνη ανά κάτοικο για αγορές προϊόντων καθημερινής ανάγκης, εξ αντικειμένου περιορίζει σε μεγάλο βαθμό τα περιθώρια κέρδους του κλάδου. Επίσης, πρόσθεσε ότι απαιτείται μεγαλύτερη συγκέντρωση της αγοράς επ’ ωφελεία της οικονομικής υγείας του κλάδου, εκτίμησε ότι οι αυξήσεις μισθών θα συνεχιστούν και τόνισε την ανάγκη ενίσχυσης των επενδύσεων των επιχειρήσεων του κλάδου για την τόνωση της ανταγωνιστικότητάς τους.
Η διάρθρωση των τιμών
Ενδιαφέρον είχαν τα στοιχεία που αφορούν τον τρόπο διαμόρφωσης των τιμών. Σύμφωνα με τη σχετική εισήγηση του ΙΕΛΚΑ στην ενημερωτική εκδήλωση της ΕΣΕ, το 63,4% της μέσης τιμής λιανικής των προϊόντων σχετίζεται με το κόστος κτήσης τους εκ μέρους του λιανεμπορίου, το μισθολογικό κόστος συμμετέχει με 10,1%, το κόστος ενέργειας με 2%, τα λοιπά λειτουργικά έξοδα με 8,1%, τα λοιπά έξοδα με 1,3%, η κερδοφορία προ φόρων επίσης με 1,3%, ενώ ο ΦΠΑ επιβαρύνει τις τιμές κατά 13,8%. Πρέπει να αναφερθεί ότι στα έξοδα των αλυσίδων σούπερ μάρκετ οι τόκοι για τα δάνεια που λαμβάνει ο κλάδος συμμετέχουν με περίπου 1% στη διαμόρφωση των τελικών των προϊόντων, ενώ οι αποσβέσεις των επενδύσεων συμμετέχουν κατά περίπου 2,5%. Πρόκειται για έξοδα τα οποία, βάσει του εν λόγω επιμερισμού κόστους, περιλαμβάνονται είτε στα λοιπά είτε στα λειτουργικά έξοδα των λιανεμπορικών επιχειρήσεων.
Οι τιμές «από το χωράφι στο ράφι»
Σε ό,τι αφορά την περιβόητη διαμόρφωση των τιμών «από το χωράφι στο ράφι», βάσει στοιχείων του ΙΕΛΚΑ, φαίνεται ότι η τιμή παραγωγού, μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων συντελεστών της εφοδιαστικής αλυσίδας, που συνδράττουν στη διαμόρφωση της τελικής τιμής ενός προϊόντος διατροφής, ανακλά το μεγαλύτερο κόστος. Τα logistics και το εργασιακό κόστος συνιστούν με διαφορά τα μεγαλύτερα βάρη στην αλυσίδα αξίας, που συμμετέχουν στη διαμόρφωση των τιμών, ενώ οι φόροι –όπως ο ΦΠΑ, ο φόρος εισοδήματος, οι εργοδοτικές εισφορές, οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης καυσίμων κ.ά.– αντιστοιχούν περίπου στο 25% της τελικής τιμής. Τα στελέχη της αγοράς εκτιμούν ότι τα περιθώρια μείωσης του λειτουργικού κόστους των επιχειρήσεων, προκειμένου να ελαφρυνθούν οι τιμές, είναι περιορισμένα. Ειδικότερα για τα οπωροκηπευτικά, από τα στοιχεία του ΙΕΛΚΑ προκύπτει ότι η διαμόρφωση της τελικής μέσης τιμής εξαρτάται κατά 43% από τον παραγωγό, κατά 21% από το χονδρέμπορο, κατά 24% από το λιανέμπορο, ενώ η τιμή επηρεάζεται κατά 12% από τον ΦΠΑ.
Σχετικά με τη διαμόρφωση του κόστους, το μεγαλύτερο ποσοστό (22%) αντιστοιχεί στα καύσιμα, τις μεταφορές και την αποθήκευση. Ακολουθούν το εργατικό κόστος με 18%, η ενέργεια με 14%, τα κέρδη των εμπλεκομένων με 11%, η φύρα με 9% και τα άλλα κόστη με 2,1%, ενώ ο ΦΠΑ συμμετέχει στη διαμόρφωση του κόστους με ποσοστό 12%.
Ενδιαφέρον έχουν και τα στοιχεία ανάλυσης της τελικής μέσης τιμής ανά εμπλεκόμενο. Στην αγορά του κλάδου τα μεγαλύτερα κέρδη από τη διακίνηση των οπωροκηπευτικών αποφέρουν τα ξερά κρεμμύδια με 28% και ακολουθούν οι πατάτες με 27%, τα λεμόνια με 26%, τα μήλα με 25%, τα πορτοκάλια με 22% και οι ντομάτες 21%.
Οι «διορθώσεις» στις τιμές
Σε ό,τι αφορά την εξέλιξη των τιμών στον κλάδο στη διάρκεια του 2024, διαπιστώθηκε ότι οι μεγαλύτερες διορθώσεις των τιμών λιανικής προς τα κάτω έγιναν στα γαλακτοκομικά και τους χυμούς ψυγείου, στα τυροκομικά, τα αυγά, το βούτυρο και τους ζωμούς, στα χαρτικά, τα καλλυντικά και τα είδη προσωπικής υγιεινής, στα απορρυπαντικά και τα είδη καθαρισμού. Αντίθετα, στο «κόκκινο» ήταν οι τιμές των φρέσκων ψαριών, των λαχανικών και των θαλασσινών, των ορεκτικών, των delicatessen και των χαλβάδων, των νερών, αναψυκτικών και χυμών, των ξηρών καρπών και των σνακ, των μπισκότων, της σοκολάτας, των προϊόντων που συνθέτουν το πρωινό, των ροφημάτων και των τροφίμων παντοπωλείου.