Μακροοικονομικά, η Ελλάδα βρίσκεται σε στασιμότητα εδώ και τρία χρόνια. Από μια οπτική γωνία, σχετικά αισιόδοξη, η ύφεση έχει πλέον έρθει σε ένα τέλος. Από μια άλλη, περισσότερο απαισιόδοξη, η οικονομία είναι σε τέλμα και χωρίς αναπτυξιακή δυναμική. Το κύριο και απολύτως επείγον ζητούμενο είναι, λοιπόν, η έλευση της ανάπτυξης και μάλιστα όχι ως πρόσκαιρη ανάκαμψη αλλά με μεσοπρόθεσμα βιώσιμα χαρακτηριστικά.

Oι αντικειμενικές συνθήκες για να επιτευχθεί αυτό υπάρχουν όμως, όσο απολύτως αναγκαία και να είναι η αναπτυξιακή στροφή, δεν είναι αυτονόητο ότι θα συμβεί. Υπάρχει ο κίνδυνος, μετά από μια τόσο μακρόχρονη και βαθιά περίοδο ύφεσης, η ελληνική οικονομία να παραμείνει ουσιαστικά στάσιμη για ένα πολύ μεγάλο διάστημα, χωρίς να διαμορφώνεται το πλαίσιο για νέα παραγωγή και αναπτυξιακή δυναμική. Παρά το γεγονός ότι στο κέντρο της συζήτησης κυριαρχεί το θέμα του δημόσιου χρέους, η κρίση προέκυψε ως αποτέλεσμα βαθιών δομικών ανισορροπιών και στρεβλώσεων. Ειδικότερα, η παραγωγή στη χώρα ήταν σε υπερβολικό βαθμό προσανατολισμένη στην εσωτερική ζήτηση και εξαρτώμενη από τη λειτουργία του κράτους και του δημόσιου τομέα ευρύτερα. Μια τέτοια κρίση, λοιπόν, δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με (υπερ)φορολόγηση ούτε με πολιτικές προσωρινής στήριξης της εσωτερικής ζήτησης, αλλά με σταδιακή αναδιάταξη των οικονομικών κινήτρων.

Το ουσιώδες ερώτημα, συνεπώς, είναι αν κατά τη διάρκεια της κρίσης δρομολογείται, έστω και με αργό ρυθμό, μια στροφή της παραγωγής προς την κατεύθυνση που θα κάνει την κρίση παρελθόν επί της ουσίας. Σχετικά, υπάρχουν δυο λόγοι ανησυχίας καθώς η ελληνική οικονομία γίνεται σταδιακά περισσότερο κλειστή στο εξωτερικό της και ταυτόχρονα εξαρτώμενη από τον δημόσιο τομέα. Συγκεκριμένα, αν μετρηθεί ο βαθμός που η οικονομία είναι ανοικτή στο διεθνές εμπόριο, το άθροισμα με άλλα λόγια των εισαγωγών και εξαγωγών σε σχέση με το εθνικό προϊόν, προκύπτει ότι αυτός βαίνει μειούμενος και κυμαίνεται σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα από ότι σε ανταγωνιστικές ευρωπαϊκές οικονομίες. Ταυτόχρονα, η συνεχής και ενίοτε ακραία, αύξηση των φορολογικών και ασφαλιστικών συντελεστών μεταφέρει πόρους από τον ιδιωτικό τομέα στον δημόσιο. Έτσι το κράτος δημιουργεί τις συνθήκες στο επόμενο διάστημα να έχει έναν ακόμη πιο κρίσιμο άμεσο ρόλο, όσον αφορά σε αποφάσεις επενδύσεων κεφαλαίου όσο και στη δημιουργία θέσεων εργασίας, από ότι είχε και πριν την κρίση.

Κρίσιμες μεταβλητές οι εξαγωγές και οι επενδύσεις
Συνυπολογίζοντας όλα τα παραπάνω, η ελληνική οικονομία βρίσκεται μπροστά σε κρίσιμες αποφάσεις. Οι κύριες μεταβλητές είναι δύο, το επίπεδο εξαγωγών και των επενδύσεων. Όταν, και μόνο όταν, υπάρξει σε αυτές ισχυρή δυναμική, θα μπορεί κανείς να γίνει πολύ αισιόδοξος για τα επόμενα χρόνια στην οικονομία μας. Οι βάσεις για βελτίωση στο άμεσο προσεχές διάστημα ασφαλώς υπάρχουν, όπως καταδεικνύεται από επιμέρους δείκτες, όπως της βιομηχανικής παραγωγής, εξαγωγών κάποιων κατηγοριών αγαθών και κατηγοριών επενδύσεων. Η οικονομία έχει περάσει από ιδιαίτερα δύσκολα μονοπάτια, όμως ακόμα έχει σφυγμό. Αλλά προς το παρόν η δυναμική είναι πολύ ασθενής.

Είναι σημαντικό να τονιστεί πως δεν κινούνται όλες οι επιχειρήσεις ή κλάδοι με την ίδια ταχύτητα και στην ίδια κατεύθυνση. Χαρακτηριστικά, η μηνιαία έκθεση συγκυρίας του ΙΟΒΕ, που καταγράφει για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τον δείκτη οικονομικού κλίματος, δείχνει ισχυρή συσχέτιση ανάμεσα στην προοπτική ανάπτυξης της κάθε επιχείρησης και τον προσανατολισμό της στις εξαγωγές.

Γενικότερα, εμφανίζονται πολύ σημαντικές περιπτώσεις δημιουργίας αξίας σε διάφορους κλάδους προϊόντων και υπηρεσιών. Αν και βρίσκονται σε πολύ διαφορετικούς κλάδους μεταξύ τους (από τα τρόφιμα στα φάρμακα και από τα ορυκτά στην πληροφορική) και φαινομενικά έχουν ελάχιστα κοινά χαρακτηριστικά, τους συνδέει η δυνατότητα προσαρμογής στους νέους περιορισμούς και η αναζήτηση νέας ζήτησης, είτε μέσα από την τεχνολογική καινοτομία είτε από την καλύτερη κατανόηση της αγοράς.

Τέτοιες ανταγωνιστικές επιχειρήσεις μπορεί να βρει κανείς, αν κοιτάξει προσεκτικά στους περισσότερους κλάδους. Είναι κυρίως επιχειρήσεις ανοικτών οριζόντων που, ακόμη και αν η παραγωγή και οι πωλήσεις τους είναι κυρίως στη χώρα μας, συνδέονται στενά με τη διεθνή τεχνολογία και αγορά, έχουν καλή κερδοφορία ή αύξηση πωλήσεων και δημιουργούν θέσεις εργασίας. Πέρα από τη σημασία τους για να κρατηθεί όρθια η οικονομία σήμερα, υποδεικνύουν και τις δυνατότητες μελλοντικής ανάπτυξης.

Η εικόνα είναι λοιπόν μικτή. Συνολικά οι επενδύσεις και οι εξαγωγές παρουσιάζονται συστηματικά πολύ αδύναμες τα τελευταία χρόνια. Επιμέρους, όμως, μονάδες παραγωγής έχουν προσανατολιστεί σωστά και έχουν βελτιώσει σημαντικά την ανταγωνιστικότητά τους, έχοντας έτσι κατάλληλη τοποθέτηση για την επόμενη μέρα.

Η οικονομική πολιτική πρέπει να αναγνωρίσει αυτή την πραγματικότητα και να μην αυξάνει αλόγιστα και υπέρμετρα την επίπτωση της φορολογίας και του μη μισθολογικού κόστους στις επιχειρήσεις που αναπτύσσονται. Αλλιώς η οικονομία θα επιστρέφει σε μια επώδυνη εξίσωση προς τα κάτω.

Προσαρμογές χωρίς κόστος δεν γίνονται
Οι προσαρμογές, πάντως, μεταξύ κλάδων και μέσα σε κλάδους δεν γίνονται, και δεν μπορούν να γίνονται, χωρίς κόστος ή ανώδυνα. Ας εστιάσουμε σε δύο τομείς, που μαζί με τον δημόσιο τομέα, εξέφρασαν μεγάλο τμήμα της απασχόλησης στη χώρα μας τα τελευταία πολλά χρόνια.

Ο πρώτος είναι η οικοδομή και άλλες υπηρεσίες κατοικίας. Η ζήτηση μετά την κρίση έχει υπάρξει ιδιαίτερα χαμηλή, τόσο γιατί έχει επιβληθεί μη αποτελεσματική και υπερβολική φορολόγηση, αλλά και γιατί είχε υπάρξει προηγούμενα εξαιρετικά υψηλό επίπεδο παραγωγής κατά την τελευταία εικοσαετία. Μέσα στον κλάδο θα υπάρχουν σημαντικές ευκαιρίες, αλλά μόνο για όσους διαφοροποιηθούν ως προς την παραγωγή, και στραφούν, για παράδειγμα, στην ενεργειακή και αισθητική αναβάθμιση παλαιότερων κατοικιών, στην παραθεριστική κατοικία και την υποστήριξη τουριστικών υποδομών, καθώς και σε καινοτόμες μεθόδους. Κατά μια έννοια, μεγάλο τμήμα του κλάδου οφείλει να ανακαλύψει ξανά τον εαυτό του.

Αντίστοιχες πολύ σημαντικές προκλήσεις εμφανίζονται και για το λιανεμπόριο, έναν τομέα που επίσης δημιούργησε διαχρονικά πολύ μεγάλο αριθμό θέσεων εργασίας στη χώρα. Από τη μια, υπάρχει το πρόβλημα της συνολικά χαμηλής ιδιωτικής κατανάλωσης, που πιέζει τον κύκλο εργασιών και την κερδοφορία του. Όμως υπάρχουν και πολύ σημαντικές προκλήσεις, όπως και ευκαιρίες, που σχετίζονται με τις νέες τεχνολογίες και συγκεκριμένα τη στροφή στις ψηφιακές αγορές και υπηρεσίες. Οι αλλαγές προβλέπεται ότι θα είναι ιδιαίτερα έντονες, αφού οι καταναλωτές έχουν νέους τρόπους να συγκρίνουν και να αγοράζουν εντός και εκτός των συνόρων της χώρας.

Όσες επιχειρήσεις δεν στραφούν σε ένα συνδυασμό πωλήσεων με συμπληρωματικά προϊόντα και υπηρεσίες, ισχυρή παρουσία on-line, πωλήσεις σε τουρίστες και στο εξωτερικό, απλώς θα χάσουν το μεγαλύτερο μέρος των πωλήσεων και δεν θα επιβιώσουν.

Συνολικά, και καθώς μακροοικονομικά η οικονομία είναι στάσιμη, παρατηρείται μια στροφή παραγωγικής δραστηριότητας και κερδοφορίας από λιγότερο σε περισσότερο εξωστρεφείς και καινοτόμους κλάδους και επιχειρήσεις. Το ότι η προσαρμογή είναι πολύ αργή δεν σημαίνει πως θα αντιστραφεί, καθώς αποτελεί και την προϋπόθεση ανάπτυξης της οικονομίας συνολικά. Θα γίνει είτε περισσότερο αποτελεσματικά, αν υποβοηθηθεί από την οικονομική πολιτική, αλλιώς με μεγαλύτερο κόστος και για τους εργαζόμενους και για τις επιχειρήσεις.