Η πληρωμή των δημοτικών τελών για κατάληψη κοινοχρήστου χώρου είναι η κύρια υποχρέωση των περιπτερούχων προς το Δήμο. Ο κ. Ιωάννης Πετρόγλου, δικηγόρος-διδάκτωρ Νομικής, μιλάει για το νομικό πλαίσιο που διέπει τα δημοτικά τέλη, τα οποία σε αρκετές περιπτώσεις είναι υπέρογκα, ενώ προσδιορίζονται από το δημοτικό συμβούλιο κατά παράβαση της αρχής της ισότητας και θέτουν ορισμένες φορές ζήτημα ανταγωνισμού μεταξύ των περιπτερούχων, ακόμη και εκείνων που βρίσκονται στον ίδιο δρόμο… αλλά με διαφορά αριθμού.

Η πληρωμή των δημοτικών τελών για κατάληψη κοινοχρήστου χώρου είναι η κύρια υποχρέωση των περιπτερούχων προς το Δήμο. Ο κ. Ιωάννης Πετρόγλου, δικηγόρος-διδάκτωρ Νομικής, μιλάει για το νομικό πλαίσιο που διέπει τα δημοτικά τέλη, τα οποία σε αρκετές περιπτώσεις είναι υπέρογκα, ενώ προσδιορίζονται από το δημοτικό συμβούλιο κατά παράβαση της αρχής της ισότητας και θέτουν ορισμένες φορές ζήτημα ανταγωνισμού μεταξύ των περιπτερούχων, ακόμη και εκείνων που βρίσκονται στον ίδιο δρόμο… αλλά με διαφορά αριθμού.

Το νομικό πλαίσιο της επιβολής δημοτικών τελώνΈνα πολύ σοβαρό θέμα που απασχολεί όλους τους περιπτερούχους είναι η πληρωμή των δημοτικών τελών που κάθε χρόνο τους επιβάλλει ο Δήμος για κατάληψη του κοινοχρήστου χώρου του πεζοδρομίου με βάση τα τετραγωνικά μέτρα που καταλαμβάνουν τα ρολά, τα σταντ για τις εφημερίδες και τα περιοδικά, τυχόν αποθήκες γύρω από το περίπτερο και γενικά για οτιδήποτε άλλο με το οποίο ο περιπτερούχος καταλαμβάνει χώρο κοινόχρηστο από το πεζοδρόμιο.

“Τα δημοτικά τέλη προβλέπονται από το νόμο 1080/ 1980, όπως τροποποιήθηκε από το νόμο 1828/ 1989, με τον οποίο ορίστηκε η διαδικασία γενικώς για επιβολή τέλους σε περίπτωση κατάληψης κοινόχρηστων χώρων, όχι μόνο από τα περίπτερα, αλλά και από οποιοδήποτε άλλο κατάστημα, που επίσης καταλαμβάνει κοινόχρηστο χώρο με τραπεζοκαθίσματα ή άλλα εμπορεύματα. Την ίδια υποχρέωση έχουν εξάλλου απέναντι στο Δήμο και άλλες κατηγορίες επαγγελματιών, όπως για παράδειγμα οι κουλουρτζήδες, οι καστανάδες και οι εφημεριδοπώλες για το τμήμα του κοινόχρηστου χώρου που καταλαμβάνουν”, λέει ο κ. Ιωάννης Πετρόγλου, δικηγόρος-διδάκτωρ Νομικής.

Η άδεια, το τέλος και το υπερβολικό πρόστιμο

Συνήθως στις αρχές κάθε έτους ο ενδιαφερόμενος – περιπτερούχος μπορεί να υποβάλει στο δήμο αίτηση, με την οποία ζητεί να του χορηγηθεί το δικαίωμα να καταλάβει νομίμως τον κοινόχρηστο χώρο, οπότε και πληρώνει το τέλος αυτό.

“Αν όμως η άδεια αυτή δεν χορηγηθεί, τότε υπάρχει αυθαίρετη κατάληψη του κοινοχρήστου χώρου, με αποτέλεσμα εκτός από το τέλος, που προβλέπεται από το νόμο και προσδιορίζεται σε ποσό από το δημοτικό συμβούλιο του κάθε δήμου, να επιβάλλεται και πρόστιμο της τάξεως του 200%, ποσό το οποίο είναι υπερβολικό”, τονίζει ο κ. Πετρόγλου .

Το καταβλητέο τέλος επιβάλλεται για όλο το χρόνο έστω κι αν ο περιπτερούχος κάνει χρήση του χώρου μόνο για μια μέρα εντός του έτους.

“Αν δηλαδή για παράδειγμα η μίσθωση ενός περιπτέρου λήξει στις αρχές Ιανουαρίου και ο περιπτερούχος έχει ήδη πληρώσει το τέλος για ολόκληρο το χρόνο, δεν μπορεί να ζητήσει την επιστροφή του για τους υπόλοιπους έντεκα μήνες από το Δήμο. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να βρει τα πρόσωπα που θα κάνουν χρήση του κοινοχρήστου χώρου μετά από αυτόν, για να έρθει σε διακανονισμό μαζί τους και να πάρει την αναλογία από το τέλος που έχει ήδη καταβάλλει στο Δήμο. Αλλά αυτό στην πράξη είναι πολύ δύσκολο”, εξηγεί ο κ. Πετρόγλου.

Όσο για την άδεια, αυτή μπορεί να εκδοθεί από το Δήμο και το μήνα Ιούνιο ή Ιούλιο, ενώ έχει τύχει να εκδοθούν αποφάσεις και μετά το καλοκαίρι, ή ακόμη και στα τέλη του έτους, έστω κι αν η αίτηση του περιπτερούχου κατατέθηκε εμπρόθεσμα στις αρχές του! Έτσι αν στο μεταξύ ο Δήμος κάνει έλεγχο, διαπιστώσει “παράνομη και αυθαίρετη” κατάληψη του κοινόχρηστου χώρου, θα επιβάλλει και το πρόστιμο του 200%!

Υπέρογκα τέλη σε αντίθεση με την αρχή της ισότητας

Τα τέλη καθορίζονται από το δημοτικό συμβούλιο του κάθε δήμου στο τέλος συνήθως του προηγούμενου χρόνου ανά περιοχή και ανά δρόμο, ενώ σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις και οι δρόμοι χωρίζονται σε ζώνες ανάλογα με τον αριθμό τους.

“Αυτό που διαπιστώνει κανείς είναι ότι σε περιοχές, όπως π.χ η πλατεία Συντάγματος, το τέλος που καλούνται να πληρώσουν οι περιπτερούχοι είναι υπερβολικό. Για το έτος 1999 έφτανε σε 366.000 δρχ/m2 στην πλατεία Συντάγματος, σε 171.000 δρχ/m2 στην πλατεία Ομονοίας, σε 102.000 δρχ/m2 στην πλατεία Κάνιγγος, στις 117.000 δρχ/ m2 στη Ρηγίλλης, στις 212.000 δρχ/m2 στη Βαλαωρίτου, σε 191.000 δρχ/m2 στη Δραγατσανίου και στις 366.000 δρχ/m2 στη Μητροπόλεως. Για την τελευταία μάλιστα οδό, (αν και το ίδιο συμβαίνει και σε πολλές άλλες περιοχές και οδούς), οι περιπτερούχοι των οποίων το περίπτερο βρίσκεται από τον αριθμό 1 έως την οδό Βουλής πληρώνουν τέλος 366.000 δρχ/m2,, ενώ όσοι έχουν περίπτερο από τη Βουλής και κάτω μόνο 95.000 δρχ/m2”, επισημαίνει ο δικηγόρος κ. Ι. Πετρόγλου.

“Αυτή η έντονη διαφοροποίηση στην επιβολή του τέλους έχει αντικοινωνικό χαρακτήρα, θέτει και ζητήματα ανταγωνισμού πλέον μεταξύ των γειτόνων επαγγελματιών, ενώ γίνεται και κατά παράβαση των αρχών της ισότητας και της αναλογικότητας που πρέπει να υπάρχει μεταξύ των περιπτερούχων”, τονίζει ο κ. Πετρόγλου, θέτοντας μια εύλογη απορία για το σκεπτικό του Δήμου, βάσει του οποίου ο ένας περιπτερούχος που βρίσκεται στη μια γωνία της οδού Βουλής πληρώνει τέλος 366.000 δρχ/m2, ενώ ο άλλος που έχει περίπτερο στην αμέσως επόμενη γωνία πληρώνει μόλις 95.000 δρχ/m2!

Για το ίδιο θέμα ο πρόεδρος της “Ενότητας” κ. Ν. Παλιογιάννης προσθέτει: “Ο Δήμος Αθηναίων το 1999 πήρε μια απόφαση με την οποία έβαλε αύξηση στα τέλη 5%, αλλά στην πραγματικότητα τα τέλη αυξήθηκαν σε πολλούς κεντρικούς δρόμους 500%. Παράλληλα, με μια άλλη απόφαση υποτίθεται ότι αυξομείωσε τα τέλη, αλλά αυτό ήταν τόσο δυσανάλογο που στην πραγματικότητα οι μειώσεις ήταν ελάχιστες, γιατί στην ουσία αυξήθηκε ο συντελεστής που θα πλήρωνε ο περιπτερούχος από ρολά, εμπορεύματα και ψυγείο, με αποτέλεσμα οι επιβαρύνσεις στο σύνολό τους να φτάνουν το 500%. Ήδη αναμένουμε την απάντηση του περιφερειάρχη και παράλληλα περιμένουμε τις δικαστικές αποφάσεις επί των προσφυγών μας, ενώ με δικαστική απόφαση κρίθηκε μεταξύ άλλων ότι δεν μπορεί ο δήμος να μας χρεώνει για το χώρο που καταλαμβάνουμε ανάλογα με το εμπόρευμα που βάζουμε”.

Έλλειψη κριτηρίων και αιτιολογίας στον προσδιορισμό των τελών

Εκτός όμως από τα παραπάνω, ένα άλλο σοβαρό ζήτημα που ανακύπτει με τα δημοτικά τέλη είναι ότι δεν προκύπτουν τα κριτήρια με βάση τα οποία προσδιορίζονται για κάθε έτος και για κάθε περιοχή και οδό.

“Ο νόμος, ως μοναδικό κριτήριο προσδιορισμού του ύψους του τέλους θέτει την περιοχή όπου βρίσκεται το περίπτερο. Από κει και πέρα το κριτήριο αυτό πρέπει να προσδιορίζεται αλλά και να αιτιολογείται συγκεκριμένα από το δημοτικό συμβούλιο. Στις περισσότερες όμως περιπτώσεις το δημοτικό συμβούλιο δεν προσδιορίζει για ποιο λόγο καθορίζονται στα συγκεκριμένα ποσά τα τέλη που πρέπει να επιβληθούν, αλλά ούτε προσδιορίζει γιατί ανά χρόνο η αύξηση θα είναι 5% ή 10 %, κλπ. Υπάρχει δηλαδή ένας αυθαίρετος υπολογισμός των ποσών που εξαναγκάζονται να πληρώνουν οι επαγγελματίες περιπτερούχοι στο Δήμο. Για παράδειγμα, για τον καθορισμό τέλους για το 1999 το δημοτικό συμβούλιο αναφέρει στην απόφασή του τα εξής: “Η παραπάνω αναπροσαρμογή κρίθηκε απαραίτητη επειδή η γιγαντιαία προσπάθεια της δημοτικής αρχής με έργα που δημιουργούν υψηλές συνθήκες αναβάθμισης της πόλης αποβαίνει σε όφελος των επαγγελματιών, ιδιαίτερα εκείνων που χρησιμοποιούν κοινόχρηστους χώρους. Κρίθηκε λοιπόν εύλογη η συμμετοχή τους στα οικονομικά βάρη”.

Ο κ. Πετρόγλου σχολιάζει την παραπάνω απόφαση λέγοντας πως “η συμμετοχή είναι εύλογη για όλους, αλλά με ποια κριτήρια έρχεται κανείς και προσδιορίζει ότι π.χ στο Σύνταγμα η ενοικίαση ουσιαστικά ενός τετραγωνικού μέτρου ανέρχεται σε 366.000 δρχ. το χρόνο; Για να υπάρχει πλήρης διαφάνεια κατά την επιβολή των τελών και των προστίμων και για να δημιουργηθεί συνείδηση συμμετοχής στα κοινά βάρη όλων των επαγγελματιών θα πρέπει ο προσδιορισμός των τελών ανά περιοχή να αιτιολογείται πλήρως από τα Δημοτικά Συμβούλια και να μην αρκούνται αυτά σε γενικόλογες αναφορές, όπως η ανωτέρω, που δημιουργούν κλίμα αντιπαλότητας μεταξύ Δήμου και δημοτών και αίσθηση αυθαιρεσίας “στην επιβολή των τελών”.

“Εξάλλου”, συνεχίζει ο ίδιος, “μετά από προσφυγή περιπτερούχων, το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών με πρόσφατη απόφασή του έκρινε ότι ο υφιστάμενος τρόπος υπολογισμού των τελών δεν είναι νόμιμος και ότι θα πρέπει ο δήμος, κατά την επιβολή των τελών για αυθαίρετη χρήση κοινοχρήστων χώρων, να αιτιολογεί τον τρόπο με τον οποίο προσδιορίζονται τα ποσά ανά τετραγωνικό μέτρο”.

Τα τέλη πρέπει να είναι όμοια για όλους

Κι ενώ ο νόμος προβλέπει ότι τα δημοτικά τέλη θα είναι ανάλογα της έκτασης που καταλαμβάνει ο κάθε επαγγελματίας με τα εμπορεύματά του, όταν ο περιπτερούχος τοποθετεί διάφορα παιχνίδια ή ψυγεία ή σταντ έξω από το περίπτερο τότε το τέλος δεν προσδιορίζεται ανά τετραγωνικό μέτρο, αλλά ορισμένες αποφάσεις του δημοτικού συμβουλίου το καθορίζουν εφάπαξ ανά ψυγείο, παιχνίδι, κλπ. Για παράδειγμα, στο κέντρο της Αθήνας το 1999 το τέλος ήταν 180.000 δρχ. κι έτσι αν κάποιος είχε ένα ψυγείο κι ένα παιχνίδι το τέλος ήταν 180.000 Χ 2, έστω κι αν το παιχνίδι αυτό καταλάμβανε μόνο μισό τετραγωνικό και για την περιοχή στην οποία είναι το περίπτερο προβλέπεται γενικό τέλος ανά τετραγωνικό μέτρο μόλις 30.000 δρχ.!

“Αυτό είναι σαφώς παράνομο, διότι ο ίδιος ο νόμος ορίζει το τέλος να καθορίζεται ανά m2, ανεξάρτητα από το τι χρήση κάνει στο χώρο αυτό ο επαγγελματίας”, διευκρινίζει ο κ. Πετρόγλου.

Ανισότητες επιπλέον μεταξύ των επαγγελματιών δημιουργεί το γεγονός ότι ο Δήμος έχει ακολουθήσει την τακτική να προσδιορίζει διαφορετικά τα ποσά των τελών ανάλογα με τους επαγγελματίες.

“Για τα καταστήματα δηλαδή που βάζουν τραπεζοκαθίσματα και ενδέχεται να καταλαμβάνουν 40 ή 50 ή και 100 τετραγωνικά μέτρα σε πλατείες και σαφώς έχουν μεγαλύτερα έσοδα από αυτά των περιπτέρων, προβλέπεται πολύ μικρότερο τέλος χρήσης κοινοχρήστου χώρου, που μπορεί να ανέρχεται και στο 1/3 ή 1/ 4 αυτού που πληρώνουν οι περιπτερούχοι! Για το λόγο αυτό ένα αίτημα της “Ενότητας” των περιπτερούχων είναι να υπάρχει μια ισότητα που είναι επιβεβλημένη από το Σύνταγμα όσον αφορά τα τέλη, αφού είναι σίγουρα όχι μόνο άνισο αλλά και παράλογο αυτό που σήμερα συμβαίνει”, τονίζει ο κ. Πετρόγλου.

Δικαστική προστασία

Τέλος, η δικαστική προστασία των περιπτερούχων σε περίπτωση επιβολής τελών και προστίμων είναι ζήτημα ιδιαίτερα σημαντικό.

“Από την επίδοση της απόφασης του δημάρχου και της ατομικής ειδοποίησης, με τις οποίες επιβάλλονται τα τέλη και τα πρόστιμα, ξεκινάει μια προθεσμία εξήντα ημερών, μέσα στην οποία μπορεί ο περιπτερούχος να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου Διοικητικού Πρωτοδικείου, με τη διαφοροποίηση ότι η προσφυγή αυτή κατατίθεται απευθείας στο Δήμο. Οι δημοτικοί υπάλληλοι όμως στις περισσότερες περιπτώσεις παραλείπουν να ενημερώσουν τους περιπτερούχους ότι οι προσφυγές αυτές, επειδή απευθύνονται στο Διοικητικό Πρωτοδικείο, κατά κανόνα πρέπει να υπογράφονται από δικηγόρο, διαφορετικά είναι απαράδεκτες και θα απορριφθούν από το δικαστήριο. Κατ΄ εξαίρεση, όταν το τέλος είναι μικρότερο από 200.000 δρχ. τότε μπορεί να τις υπογράψει και ο ενδιαφερόμενος”, τονίζει ο κ. Πετρόγλου.