Τι είναι αυτό που το λέµε DRS –Deposit Refund System ή Deposit Return Scheme ή Σύστηµα Επιστροφής Εγγυοδοσίας– και γιατί έχει εξελιχθεί σε πονοκέφαλο για όλους τους εµπλεκόµενους µη εξαιρουµένης της πολιτείας, που οφείλει να το εφαρµόσει άµεσα; Οι επαγγελµατίες της βιοµηχανίας εµφιαλωµένων ποτών, αναψυκτικών και µεταλλικού νερού, οι εκπρόσωποι του οργανωµένου λιανεµπορίου και φυσικά οι αναγνώστες του «σελφ σέρβις» είναι εξοικειωµένοι µε τα αρχικά DRS. Εξάλλου, υπάρχει συστηµατική αρθρογραφία στο περιοδικό µας για το θέµα ήδη από την ψήφιση του νόµου 4736/2020 για την «Μείωση των επιπτώσεων ορισµένων πλαστικών προϊόντων στο περιβάλλον», ο οποίος αποτελεί ενσωµάτωση ευρωπαϊκής Οδηγίας. Aν ρωτήσεις, όµως, κάποιον που αγοράζει µια φιάλη µπίρας, ένα κουτάκι αναψυκτικού ή ένα πλαστικό µπουκαλάκι νερό «τι σηµαίνει Επιστροφή Εγγυοδοσίας;», το πιθανότερο είναι να σε κοιτάξει αµήχανα.
Σύµφωνα µε το αρχικό χρονοδιάγραµµα, από τις αρχές του 2023 η χώρα υποχρεούτο να σχεδιάσει και να θέσει σε λειτουργία ένα Σύστηµα Συλλογικής Εναλλακτικής Διαχείρισης (ΣΣΕΔ) πανελλαδικής εµβέλειας, που θα αφορούσε αρχικά την επιστροφή της εγγύησης για πλαστικές συσκευασίες µιας χρήσης. Ο νόµος ορίζει ότι ο καταναλωτής κατά την αγορά ενός προϊόντος οφείλει να καταβάλλει ως εγγυοδοτικό αντίτιµο ένα επιπλέον ποσό για τη συσκευασία του, το οποίο θα του αποδίδεται, εφόσον αντί να την απορρίψει θα την επιστρέφει, µε σκοπό τη συλλογή χωριστά των συσκευασιών για ανακύκλωση.
Κατόπιν ο νόµος 4819/2021 («Πλαίσιο για την Ολοκληρωµένη Διαχείριση Αποβλήτων») επέκτεινε την υποχρέωση εφαρµογής του Συστήµατος Εγγυοδοσίας στις αλουµινένιες και τις γυάλινες συσκευασίες µιας χρήσης. Έπρεπε όµως να φτάσουµε στα µέσα του 2022, για να υπογραφεί η Κοινή Υπουργική Απόφαση (ΚΥΑ) των υπουργών Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος, που εξειδίκευσε για πρώτη φορά τις αρµοδιότητες των εµπλεκόµενων µερών. Ωστόσο, δεν διευκρίνισε ποια νοµική µορφή θα λάβει ο υπό σύσταση φορέας ΣΣΕΔ, που θα λογοδοτεί στον Εθνικό Οργανισµό Ανακύκλωσης (ΕΟΑΝ), ενώ υπόχρεοι για την οργάνωση και λειτουργία του είναι οι παραγωγοί προϊόντων µε τέτοιες συσκευασίες.
Η σχετική ΚΥΑ ορίζει το ύψος του αντιτίµου εγγυοδοσίας στα 0,10 ευρώ για συσκευασίες ως 0,5 λίτρα και στα 0,15 ευρώ για συσκευασίες ενός λίτρου και άνω. Έκτοτε η ηµεροµηνία της έναρξης εφαρµογής του συστήµατος παίρνει τη µια παράταση µετά την άλλη. Από τις αρχές του Ιανουαρίου φέτος µετατέθηκε για τις αρχές Ιουλίου, στη συνέχεια για τον Σεπτέµβριο, ενώ βέβαιη θεωρείται µια νέα παράταση πιθανώς εντός του 2024.
Οι εµπλεκόµενοι φορείς της βιοµηχανίας τροφίµων-ποτών, ήτοι η Ελληνική Ένωση Ζυθοποιών (ΕΕΖ), ο Σύνδεσµος Ελληνικών Βιοµηχανιών Αναψυκτικών (ΣΕΒΑ), ο Σύνδεσµος Ελληνικών Φυσικών Μεταλλικών Νερών (ΣΕΦΥΜΕΝ), καθώς και οι φορείς του οργανωµένου λιανεµπορίου είναι ένθερµοι υποστηρικτές του DRS, οµονοώντας ότι πρέπει να εφαρµοστεί ορθά, ώστε να είναι αποτελεσµατικό και βιώσιµο. Μάλιστα η ΕΕΖ και ο ΣΕΒΑ έχουν επεξεργαστεί κοινή µελέτη για το DRS, µε επιστηµονικό συνεργάτη το ΙΕΛΚΑ, καταθέτοντας τις προτάσεις τους στην πολιτεία.
ΑΝΕΦΙΚΤΗ Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΝ 1Η ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ
«Η προθεσµία της 1ης Σεπτεµβρίου για την εφαρµογή του DRS είναι ανέφικτη» είναι η κοινή θέση των φορέων, την οποία διατύπωσε ρητά ο πρόεδρος του ΣΕΒΤ, κ. Ιωάννης Γιώτης, µιλώντας στο πλαίσιο της ετήσιας συνέλευσης του συνδέσµου. Απαιτούνται τουλάχιστον 18 µήνες από την έγκριση της σύστασης του φορέα για την εφαρµογή του DRS, µέχρι το σύστηµα να τεθεί σε πλήρη λειτουργία µε πανελλαδική εµβέλεια και επαρκή γεωγραφική κάλυψη, υποστηρίζουν οι εµπλεκόµενοι φορείς. Όπως τονίζουν, το DRS δεν θα αντικαταστήσει τα άλλα συστήµατα ανακύκλωσης, όπως τους µπλε κάδους, αλλά θα λειτουργεί παράλληλα και συµπληρωµατικά µε αυτά, µε διακριτό ρόλο, αφού αφορά αποκλειστικά την επιστροφή εγγύησης για συσκευασίες µιας χρήσης µπίρας, κρασιού, νερού και αναψυκτικών. Στη σχετική ΚΥΑ υπάρχει, βέβαια, πρόβλεψη για τις συσκευασίες του γάλατος, των χυµών και των ενεργειακών ποτών, αλλά ακόµα δεν έχουν γίνει εξειδικευµένες µελέτες γι’ αυτές.
ΟΙ ΑΡΧΕΣ ΕΝΟΣ ΒΙΩΣΙΜΟΥ DRS
Οι ποσοτικοί στόχοι για την ανάκτηση και ανακύκλωση των συσκευασιών, που θέτει στη χώρα µας η ΕΕ και έχουν ενσωµατωθεί στην ελληνική νοµοθεσία, είναι σαφείς και φιλόδοξοι: Ως το 2025 οφείλουµε να ανακυκλώνουµε αποκλειστικά µέσω του συστήµατος Επιστροφής Εγγύησης Συσκευασιών τουλάχιστον το 77% του πλαστικού, το 50% του αλουµινίου και το 70% του γυαλιού που διατίθενται στην κατανάλωση ως συσκευασίες προϊόντων. Το αργότερο ως το τέλος του 2029 οι ποσότητες των ανακυκλούµενων υλικών συσκευασιών, οι οποίες θα υπολογίζονται κατά το βάρος τους, πρέπει κατ’ ελάχιστον να αναλογούν στο 90% της συνολικής εισαγωγής στην εγχώρια ζήτηση του πλαστικού και αντίστοιχα στο 60% του αλουµινίου και στο 75% του γυαλιού.
Για να επιτευχθούν οι στόχοι αυτοί, υποστηρίζει η κοινή πρόταση της οµάδας εργασίας για το DRS εκ µέρους της ΕΕΖ, του ΣΕΒΑ και του ΙΕΛΚΑ, το σύστηµα πρέπει να είναι ενιαίο, µε υποχρεωτική συµµετοχή τόσο των παραγωγών που χρησιµοποιούν τις εν λόγω συσκευασίες στα προϊόντα τους όσο και των λιανεµπόρων που τα πωλούν. Προϋπόθεση είναι το σύστηµα να είναι εθνικής κάλυψης και ευρείας βάσης, µε σαφώς καθορισµένες κατηγορίες, τύπους και µεγέθη συσκευασίας προς αποφυγή συγχύσεων των καταναλωτών. Πόσοι γνωρίζουν λ.χ. ότι οι επιστρεφόµενες και επαναχρησιµοποιούµενες φιάλες µπίρας εξαιρούνται από το σύστηµα DRS; Η επιστροφή εγγυοδοσίας αφορά µόνο µια µειονότητα γυάλινων συσκευασιών µιας χρήσης, κυρίως εισαγόµενων µαρκών µπίρας ή ορισµένων ετικετών µικρών ζυθοποιών.
Η σχέση κόστους/οφέλους από την ανακύκλωση του γυαλιού, µέσω του DRS, είναι ένας επιπλέον παράγοντας περιπλοκότητας που πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν, υποστηρίζουν οι εκπρόσωποι των ζυθοποιών. Γι’ αυτό έχει τεθεί επί τάπητος το αίτηµα να µην ενταχθεί το γυαλί στο DRS στην αρχική φάση της εφαρµογής του. Εξάλλου, εξακολουθεί να ισχύει ως έχει το σύστηµα της επιστροφής της φιάλης, µε αντίτιµο 0,11-0,14 ευρώ, µια µορφή κυκλικής οικονοµίας που εφαρµόζεται µε επιτυχία και αφορά έως και το 90% των γυάλινων συσκευασιών, τουλάχιστον των µεγαλύτερων επιχειρήσεων του κλάδου.
ΟΙ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΜΕ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΤΩΝ ΑΡΙΘΜΩΝ
Η διαφάνεια του συστήµατος DRS, η σωστή διαχείριση των εσόδων του, ο έλεγχος του κόστους και κυρίως το πόσο φιλικό είναι στον καταναλωτή-χρήστη του είναι πρωταρχικές παράµετροι για την επιτυχία του συστήµατος, τονίζουν οι εµπλεκόµενοι φορείς. Μόνο από τα ποσοτικά στοιχεία που παρουσιάζουν, γίνεται εµφανές το µέγεθος των προκλήσεων για το ελληνικό DRS. Αφορά περισσότερες από 3,6 δισεκατοµµύρια συσκευασίες προς επιστροφή και περισσότερα από 400 εκατ. ευρώ εγγυήσεων ανά έτος. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στο 5% του εθνικού κύκλου εργασιών του λιανεµπορίου και στο 22% αντίστοιχα των προϊόντων που αφορά. Σε περίπτωση µη επιστροφής των συσκευασιών στο σύστηµα υπάρχει κίνδυνος επιβάρυνσης του πληθωρισµού, ανάλογα µε το κόστος των «διαφυγόντων» υλικών. Για να τεθεί σε λειτουργία το DRS απαιτούνται αρχικές επενδύσεις ύψους άνω των 160 εκατ. ευρώ, ενώ ο ετήσιος κύκλος εργασιών του φορέα συλλογής υπερβαίνει τα 120 εκατ. ευρώ. Εκτιµάται δε ότι χρειάζεται να δηµιουργηθούν τουλάχιστον 14.000 σηµεία συλλογής συσκευασιών, εκ των οποίων τουλάχιστον τα 4.500 πρέπει να είναι εξοπλισµένα µε µηχανήµατα αντίστροφης πώλησης (Reverse Vending Machines). Επίσης, τα εµπλεκόµενα σηµεία πώλησης υπολογίζεται ότι αγγίζουν τα 120.000 (αθροιστικά καταστήµατα λιανικής και επιχειρήσεις Ηο.Re.Ca.).
ΤΙ ΠΙΣΤΕΥΟΥΝ ΟΙ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΕΣ
Κρίσιµος παράγοντας είναι η ενηµέρωση και ευαισθητοποίηση των καταναλωτών, οι οποίοι είναι µεν θετικοί στην προοπτική εφαρµογής του DRS, όπως έχουν αποδείξει σχετικές έρευνες, αλλά πιστεύουν ότι «η δοµή του ισχύοντος συστήµατος δεν βοηθά». Σύµφωνα µε έρευνα που πραγµατοποιήθηκε για λογαριασµό της Συντονιστικής Επιτροπής Παραγωγών και Σούπερ Μάρκετ για το DRS, σε συνεργασία µε την εταιρεία συµβούλων Νetrino και την Εrnst & Young Ελλάδος, κατά το 70% οι καταναλωτές διατίθενται να επιστρέφουν τις συσκευασίες και να εισπράττουν το εγγυοδοτικό αντίτιµο, ενώ κατά το 21% απαντούν ότι το ενδιαφέρον τους συναρτάται µε το ύψος του επιστρεφόµενου ποσού. Αντίστοιχα στην πλειονότητά τους (68%) θεωρούν ως βολικότερο σηµείο επιστροφής των συσκευασιών τα σούπερ µάρκετ, κατά το 20% σχετικά προτιµούν τους δηµόσιους χώρους, τις πλατείες και τα πάρκα και κατά το 7% τα περίπτερα και τα µίνι-µάρκετ.