Οι επιχειρήσεις τροφίμων με την έκρηξη του πολέμου στην Ουκρανία βρίσκονται μπροστά σε μια κρίση εύρεσης πρώτων υλών, που κανείς δεν γνωρίζει πώς θα εξελιχθεί. Το σίγουρο είναι ότι η κρίση αυτή δεν έχει καμία σχέση με τις δύο προηγούμενες –την οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας και την πρόσφατη υγειονομική. Όπως εξελίσσονται τα πράγματα σήμερα με τον πόλεμο στην Ουκρανία, δεν θα αργήσει να φανεί ότι η σημερινή κρίση μετατρέπεται σε επισιτιστική.

Στο πλαίσιο αυτό, οι επιχειρήσεις τροφίμων πρέπει να διαχειριστούν την επάρκεια των πρώτων υλών, δηλαδή των αγροτικών προϊόντων, για να μπορέσουν να εξασφαλίσουν τη λειτουργία τους και να ανταποκριθούν στις ανάγκες των ενδιάμεσων και των τελικών πελατών τους.

Οι κρίσεις που έχουμε γνωρίσει μέχρι τώρα δεν έχουν καμία σχέση με την εξελισσόμενη σήμερα, στην οποία συνδυάζονται η ενεργειακή και η πολεμική κρίση. Το 2008 η κρίση στα τρόφιμα οφειλόταν κυρίως στην αύξηση των τιμών σε τρόφιμα ευαίσθητα στον ανταγωνισμό των βιοκαυσίμων, όπως το σιτάρι, το καλαμπόκι και το ζαχαροκάλαμο, αλλά και στις μαζικές αγορές αγροτικών προϊόντων από την Κίνα και την Ινδία. Εκείνη η κρίση, που προκάλεσε την εξέγερση των λαών της Βόρειας Αφρικής –την «Αραβική άνοιξη»– λόγω των ανατιμήσεων του αλευριού, της ζάχαρης και του ρυζιού, σε ένα-δυο χρόνια αποκλιμακώθηκε, καθώς δεν είχε πληγεί η παραγωγή. Η οικονομική κρίση του 2010-2015 έπληξε και πάλι το εισόδημα των παραγωγών, αλλά η παγκόσμια παραγωγή τροφίμων έμεινε μάλλον ανεπηρέαστη ή επηρεάστηκε κυρίως από την μείωση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών. Ωστόσο, η ευρωπαϊκή και η παγκόσμια ζήτηση τροφίμων γρήγορα ανέκαμψε, οπότε οι επιχειρήσεις τροφίμων κατέγραψαν θετικά αποτελέσματα. Ειδικότερα στην Ελλάδα η παραγωγή αγροτικών προϊόντων έδειξε αντοχή, στηρίζοντας μάλιστα την αύξηση των εξαγωγών μας, που ξεπέρασαν τα 6 δισ. ευρώ. Επετεύχθη έτσι η βελτίωση του εμπορικού μας ισοζυγίου αγροτικών προϊόντων παρά το εμπάργκο τότε στη Ρωσία.

Τότε οι επιχειρήσεις τροφίμων που είχαν ανάγκη την εισαγωγή αγροτικών προϊόντων, όπως η αλευροβιομηχανία, δεν αντιμετώπισαν πρόβλημα τροφοδοσίας. Τα συμβόλαια εκτελούνταν χωρίς προβλήματα, ενώ αναζητήθηκαν και εναλλακτικοί τρόποι και αγορές κάλυψης των αναγκών τους, αφού η χρηματοδότηση, αν και με δυσκολίες, δεν ήταν τελικά ο καθοριστικός περιοριστικός παράγοντας. Η πανδημία ήταν αυτή που επηρέασε για πρώτη φορά τις προμήθειες (supply) των επιχειρήσεων τροφίμων με δύο τρόπους: Πρώτον και κυρίως με τη μετ’ εμποδίων λειτουργία της εφοδιαστικής αλυσίδας στον τομέα των μεταφορών, κυρίως λόγω του μπλοκαρίσματος των φορτίων στα λιμάνια και της διακοπής της λειτουργίας των εγκαταστάσεων μεταφόρτωσης (εν γένει των logistics) εξαιτίας των ασθενειών του προσωπικού και της εφαρμογής του lockdown γενικότερα.

Δεύτερον, με τη μείωση της παραγωγής και συλλογής των αγροτικών προϊόντων, κυρίως όπου αυτή βασίζεται στην ομαδική εργασία είτε κατά τη συγκομιδή (π.χ. καφές) είτε κατά τη διαλογή και τη συσκευασία (εγκαταστάσεις τυποποίησης και συσκευασίας). Το βασικό χαρακτηριστικό αυτών των προβλημάτων ήταν η καθυστέρηση στην τροφοδοσία και την εκτέλεση των παραγγελιών στους πελάτες. Επίσης στην έναρξή της η πανδημία δημιούργησε προβλήματα στα στοκ των επιχειρήσεων τροφίμων, ενώ πολλές υπέφεραν εξαιτίας της διακοπής της λειτουργίας ή της υπολειτουργίας των αγορών ho.re.ca. στη διάρκεια των lockdowns.

Ο κλοιός της ενεργειακής και της πολεμικής κρίσης
Και πριν ομαλοποιηθεί η κατάσταση από την αναστάτωση της πανδημίας, δύο διαδοχικές και αλληλένδετες κρίσεις έρχονται να δημιουργήσουν σοβαρά προβλήματα στον εφοδιασμό των επιχειρήσεων τροφίμων: Η δραματική αύξηση της τιμής της ενέργειας και ο πόλεμος στην Ουκρανία, μετά την εισβολή της Ρωσίας. Η νέα κατάσταση αναδεικνύει τα σοβαρά προβλήματα στην παραγωγή τροφίμων, που έτσι ή αλλιώς έπρεπε να αντιμετωπιστούν, επιταχύνοντας τις σχετικές εξελίξεις. Διότι από το 2015 η αύξηση της παραγωγικότητας στον τομέα της παραγωγής τροφίμων υπολείπεται της ζήτησης, λόγω της αύξησης του πληθυσμού και της βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου στις αναπτυσσόμενες χώρες. Επομένως η ασυμμετρία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης είχε αρχίσει να επηρεάζει τις τιμές και τις διαδικασίες του εφοδιασμού των επιχειρήσεων τροφίμων. Όμως οι δύο κρίσεις, που εξελίσσονται ταυτόχρονα, επηρεάζουν συνδυαστικά τώρα τόσο την δυνατότητα παραγωγής, πράγμα που συμβαίνει για πρώτη φορά, όσο και τον εφοδιασμό της αγοράς, άρα και την κατανάλωση.

Η αύξηση του ενεργειακού κόστους επηρεάζει τον προσανατολισμό της παραγωγής, ωθώντας τους παραγωγούς των σιτηρών σε αλλαγή των καλλιεργειών τους ή τους καλλιεργητές κηπευτικών θερμοκηπίου σε μίκρυνση της περιόδου παραγωγής. Η αύξηση της τιμής της ενέργειας είχε επηρεάσει ανατιμητικά την παραγωγή λιπασμάτων στην Ευρώπη προ της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία, ειδικά της αμμωνίας που είχε μειωθεί κατά 40%. Σημειωτέον ότι τα στοιχεία για την παραγωγή και την κατανάλωση των τροφίμων δείχνουν ότι ο μισός πληθυσμός της γης καλύπτεται διατροφικά ως συνέπεια της ενίσχυσης της παραγωγικότητας των καλλιεργειών, λόγω της χρήσης λιπασμάτων. Χωρίς προγραμματισμένη μείωση της χρήσης τους –εννοείται με τη σχετική εκπαίδευση των αγροτών–, θα μειωθεί απότομα και σημαντικά η παραγωγή, ωθώντας σε μεγάλη αύξηση τις τιμές των προϊόντων.

Τώρα όμως η κατάσταση περιπλέκεται, καθώς η πολεμική κρίση Ρωσίας-Ουκρανίας προσθέτει πλέον στις προηγούμενες ανατιμήσεις των λιπασμάτων και την έλλειψή τους, δεδομένου ότι οι εξαγωγές των δύο εμπολέμων μιας σειράς βασικών συστατικών για την παραγωγή της χημικής βιομηχανίας καλύπτουν το ένα τρίτο της παγκόσμιας παραγωγής γεωργικών λιπασμάτων. Λιγότερο λίπασμα σημαίνει ότι οι αγρότες των αναπτυσσόμενων χωρών θα καλλιεργήσουν λιγότερο αποτελεσματικά, άρα θα παράγουν μικρότερες ποσότητες προϊόντων. Τούτο οδηγεί σε αλλαγή ισορροπιών την παγκόσμια προσφορά τροφίμων, η οποία μάλιστα επιδεινώνεται επιπροσθέτως από το γεγονός ότι η παραγωγή σιτηρών των δύο εμπολέμων καλύπτει το 25% των παγκόσμιων αναγκών σιτηρών.
Λόγω πολέμου, λοιπόν, οι Ουκρανοί αγρότες δεν θα μπορέσουν φέτος να καλλιεργήσουν, οπότε πενήντα εκατομμύρια τόνοι σιτηρών θα λείψουν μεμιάς από την παγκόσμια αγορά, ενώ αντίστοιχα προβλήματα θα υπάρξουν και με το ηλιέλαιο. Ταυτόχρονα, χώρες με ισχυρά αποθέματα συναλλάγματος, όπως η Κίνα και η Ινδία, αγοράζουν οπουδήποτε βρίσκουν αποθέματα τέτοιων προϊόντων… Να πώς στρώνεται ο δρόμος για την επισιτιστική κρίση!

Αλλαγές βάθους στον αγροδιατροφικό εφοδιασμό
Το supply management των επιχειρήσεων τροφίμων γίνεται πλέον πολύπλοκο, συνιστώντας τώρα την πιο δύσκολη διαδικασία για τις επιχειρήσεις τροφίμων, καθώς οι συναλλαγές και οι προμήθειές τους δεν εξαρτώνται μόνο από τα συμβόλαια και τις χρηματοοικονομικές τους δυνατότητες. Η πλευρά της βιομηχανικής μεταποίησης παίζει βέβαια το βασικό ρόλο, αλλά η επιχείρηση πρέπει να λαμβάνει πλέον υπόψιν της κάποιες «λεπτομέρειες» της διαδικασίας τροφοδοσίας όπως: Το μείγμα προμήθειας από τοπικές και εισαγόμενες πρώτες ύλες διασπείρει τον κίνδυνο διακοπής ή έλλειψης της τροφοδοσίας. Η σύμβαση της επιχείρησης με παραγωγούς που χρησιμοποιούν ΑΠΕ για την κάλυψη ενός μέρους των ενεργειακών αναγκών τους, σημαίνει μια επιπλέον διασφάλισή της, καθώς αυτοί είναι πιο ανθεκτικοί στις αλλαγές των τιμών ενέργειας και πιο σταθεροί στην αγροτική τους παραγωγή. Η σύμβαση με παραγωγούς που χρησιμοποιούν γεωργία ακριβείας, με μειωμένες ποσότητες λιπασμάτων και εξοικονόμηση νερού, μικραίνει τον κίνδυνο των αστοχιών στον προγραμματισμό της τροφοδοσίας κοκ. Τα αντίστοιχα παραδείγματα είναι πολλά και οι επιχειρήσεις εμβαθύνουν στις σχετικές εμπειρίες τους, ωθημένες από προβλήματα σε πολλές περιπτώσεις πρωτόγνωρα, όπως η εν παραλλήλω ανεπάρκεια και ανατίμηση των υλικών συσκευασίας σήμερα, κυρίως των μεταλλικών.

Το σίγουρο είναι ότι αυτή η κρίση, που μετατρέπεται σε επισιτιστική, αλλάζει μπροστά μας όλο το οικοσύστημα της προμήθειας των αγροτικών προϊόντων. Αυτή είναι, λοιπόν, μια αλλαγή που θα έχει συνέχεια στο χρόνο και που γι’ αυτό οι επιχειρήσεις τροφίμων οφείλουν να ενσωματώσουν νέες μεθόδους διαχείρισης της τροφοδοσίας είτε των γραμμών παραγωγής τους είτε των ραφιών τους, αν πρόκειται για προϊόντα που φτάνουν στη λιανική χωρίς να υποστούν μεταποίηση.

*Ο κ. Μόσχος Κορασίδης, Γεωπόνος-Msc Διοίκηση Γεωργικών Επιχειρήσεων και πρώην γενικός γραμματέας ΥΠΑΑΤ, είναι μέλος της ΕΠΙ3 (Επιστημονική Επιτροπή Επιχειρηματικότητας) της Netrino.