Η Βόρεια Ελλάδα βρέθηκε το 1999 στο επίκεντρο των μεγάλων αλλαγών που συντελέστηκαν στο χώρο του ελληνικού λιανεμπορίου. Ο λόγος όπως εκτιμούν επιχειρηματίες του κλάδου είναι το ενδιαφέρον που έδειξαν κι εξακολουθούν να επιδεικνύουν για την περιοχή οι μεγάλες πολυεθνικές εταιρίες του λιανεμπορίου λόγω της γεωπολιτικής της θέσης.
Η Βόρεια Ελλάδα βρέθηκε το 1999 στο επίκεντρο των μεγάλων αλλαγών που συντελέστηκαν στο χώρο του ελληνικού λιανεμπορίου. Ο λόγος όπως εκτιμούν επιχειρηματίες του κλάδου είναι το ενδιαφέρον που έδειξαν κι εξακολουθούν να επιδεικνύουν για την περιοχή οι μεγάλες πολυεθνικές εταιρίες του λιανεμπορίου λόγω της γεωπολιτικής της θέσης.
Πράγματι το λιανεμπόριο στην Μακεδονία και την Θράκη έχει προοπτική μέλλοντος, προέκταση και βάθος όπως άλλοι νευραλγικοί τομείς της οικονομίας και μπροστά στην παγκοσμιοποίηση της αγοράς φαντάζει ως παράδειγμα με την βαλκανική του ενδοχώρα και τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται στις παρευξείνιες χώρες. Μεγάλες εταιρίες όπως η LIDL και η CARREFOUR δεν “βλέπουν” μόνο την Θεσσαλονίκη και την υπόλοιπη Βόρεια Ελλάδα ως σημεία ανάπτυξή τους, αλλά στα τωρινά και στα μελλοντικά σχέδια τους είναι και οι γύρω χώρες.
Προς το παρόν οι αλυσίδες CARREFOUR , LIDL και DIA έχουν επιφέρει μια αναστάτωση στην αγορά τόσο σε επίπεδο τιμών όσο και σε επίπεδο προμηθευτών, ενώ αδιευκρίνιστες είναι οι κινήσεις τις οποίες θα ακολουθήσει η CARREFOUR ειδικά για την Θεσσαλονίκη στην οποία υπάρχουν δύο καταστήματα CONTINENT (είχαν γίνει πριν από την συγχώνευση με την PROMODES), το ένα μάλιστα στην ίδια περιοχή (Αεροδρομίου) με το νέο εμπορικό κέντρο “Μακεδονία” της CARREFOUR, το οποίο εγκαινιάστηκε τον Μάιο του 2000.
Κύμα εξαγορών
Η ανάπτυξη αυτών των καταστημάτων που επηρεάζει το λιανεμπόριο όλης της Βόρειας Ελλάδας, ο ανταγωνισμός που δημιουργούν και η νέα κατάσταση που διαγράφεται με το ενδιαφέρον κι άλλων πολυεθνικών εταιριών για την Θεσσαλονίκη και την ευρύτερη περιοχή, έφεραν ήδη τις πρώτες ανακατατάξεις στην αγορά.
Οχτώ εταιρίες οι οποίες διέθεταν περισσότερα από 10 σούπερ μάρκετ στην Θεσσαλονίκη και σε άλλες περιοχές, “άλλαξαν χέρια” στη διάρκεια του 1999 και του α΄εξαμήνου του 2000, δείγμα του συγκεντρωτισμού που επικρατεί στο χώρο, κι όλα δείχνουν ότι στο εγγύς μέλλον οι επωνυμίες όλο και θα λιγοστεύουν.
Όσον αφορά στις μεγάλες πόλεις το παιχνίδι διεξάγεται μεταξύ των μικρών καταστημάτων της γειτονιάς (convenience stores), και των μεγάλων σούπερ μάρκετ που επιχειρούν να σαρώσουν με τις χαμηλές τιμές, τις προσφορές, τα δικά τους προϊόντα και την πληθώρα των νέων τμημάτων προϊόντων.
Στην επαρχία όμως η μάχη ανάμεσα στις τοπικές αλυσίδες που αντιμετώπισαν με σχετική επιτυχία τα τελευταία χρόνια τις μεγάλες εγχώριες αλυσίδες, οι οποίες επεκτάθηκαν στην περιοχή τους και τα discount stores είναι αμφίρροπη. Η LIDL και η DIA με επίκεντρο την Θεσσαλονίκη επεκτάθηκαν- σε σύντομο χρονικό διάστημα όπως επιβάλλει η φιλοσοφία τους σε μικρούς χώρους και με ελάχιστο προσωπικό- σε όλη την ευρύτερη περιοχή αφήνοντας προς το παρόν έξω από την επέκταση ακριτικούς νομούς για ευνόητους οργανωτικούς λόγους. Η προσπάθεια για την δημιουργία αμιγώς discount stores δείχνει να απέτυχε καθώς τόσο τα Deal’s Discount του ομίλου ΚΑΝΤΖΑΣ στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη έσβησαν από το χάρτη του λιανεμπορίου όσο και τα ΔΙΠΛΑ της εταιρίας ΑΞΟΝΑΣ την οποία είχαν δημιουργήσει αρχικά 6 γνωστές εταιρίες λιανεμπορίου της Βόρειας Ελλάδας.
Οι "νέοι" πρωταγωνιστές
Η DIA λειτουργεί σήμερα 25 καταστήματα στην Μακεδονία και την Θράκη (14 στην Θεσσαλονίκη, 1 στο υπόλοιπο του νομού Θεσσαλονίκης, 3 στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, 6 στην Δυτική Μακεδονία και 1 στην Κεντρική). Η LIDL HELLAS επί συνόλου 42 στη χώρα λειτουργεί 17 καταστήματα στην Β. Ελλάδα (5 στο νομό Θεσσαλονίκης όπου είναι και η έδρα της, 3 στην Ανατολική Μακεδονία – Θράκη, 2 στην Κεντρική και 7 στην Δυτική Μακεδονία.
Πολλές από τις εταιρίες που παραμένουν στο χώρο δείχνουν να έχουν ενστερνιστεί την τεράστια σημασία των συστημάτων της νέας τεχνολογίας κι έχουν προχωρήσει στον εκσυγχρονισμό επενδύοντας σε scanning, logistics, EDI και σε περιορισμένες εφαρμογές του ηλεκτρονικού εμπορίου. Σε λίγες όμως εταιρίες της Θεσσαλονίκης αυξάνει το ενδιαφέρον για το σύστημα franchising.
Το μερίδιο αγοράς που κατέχουν τα προϊόντα private label παραμένει σε χαμηλά επίπεδα γύρω στο 5% επί των πωλήσεων κι η ανάπτυξή τους- στην Ε.Ε. το ποσοστό ξεπερνά το 25%- αποτελεί τον στόχο πολλών εταιριών (π.χ. ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗΣ -ΚΟΝSUM, MAΣΟΥΤΗΣ, ΑΡΒΑΝΙΤΙΔΗΣ). Ωστόσο ευχάριστη έκπληξη αποτελούν τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας που λανσάρουν στα ράφια των αλυσίδων τους ορισμένες τοπικές αλυσίδες όπως π.χ. ΚΑΝΤΖΑΣ στις Σέρρες τα οποία στην κατηγορία τους όπως τα σπορέλαια μπορεί να ξεπερνούν και το 30%.