«Η χώρα έχει ανάγκη από παραγωγικές επενδύσεις που θα κατευθύνονται στους εμπορεύσιμους τομείς της οικονομίας, ώστε να δημιουργηθούν αντιστοίχως ποιοτικές θέσεις εργασίας». Αυτό δηλώνει μεταξύ άλλων ο Αναπληρωτής Υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης, Στέργιος Πιτσιόρλας, σε συνέντευξη που παραχώρησε στο πλαίσιο του αφιερώματος, για να προσθέσει ότι τα νέα επενδυτικά κεφάλαια θα πρέπει να κατευθυνθούν κυρίως προς τη βιομηχανία και τη μεταποίηση που παρουσιάζουν άνοδο, καθώς και στην ενέργεια, τις μεταφορές και τα logistics.

Αναφερόμενος στο θέμα της γραφειοκρατίας, που αποτελεί ανάχωμα στις επενδύσεις, δηλώνει ότι η αντιμετώπισή της απαιτεί βαθιά αλλαγή των δομών του κράτους, αλλά και αλλαγή κουλτούρας, ενώ για την υψηλή φορολόγηση επισημαίνει ότι οι επενδυτές με τους οποίους έρχεται καθημερινά σε επαφή, ως προτεραιότητα θέτουν κυρίως τη σταθερότητα του φορολογικού συστήματος.

    σελφ σέρβις: Πόσο ευνοϊκό θα χαρακτηρίζατε το ευρύτερο οικονομικό περιβάλλον της χώρας για την προσέλκυση νέων ξένων επενδύσεων;

Στ. Πιτσιόρλας: Όπως φαίνεται από τις επιδόσεις στον τομέα των Άμεσων Ξένων Επενδύσεων (ΑΞΕ), τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα έχει καταφέρει να ενισχύσει σημαντικά τις εισροές της σε έναν τομέα που ήταν προβληματικός, ακόμα και στη φάση της υπερθέρμανσης της οικονομίας. Η Ελλάδα σημείωνε διαχρονικά επιδόσεις της τάξης του 1% του ΑΕΠ στις ΑΞΕ, ενώ τα τελευταία 3 χρόνια υπάρχει μια έντονα ανοδική τάση που οδηγεί κοντά στο 2% του ΑΕΠ, με τις καθαρές εισροές ΑΞΕ να σημειώνουν ρεκόρ 12ετίας, ενώ το ισχυρό επενδυτικό ενδιαφέρον αναμένεται να ενισχύσει και στο μέλλον αυτή την τάση. Οι επενδυτές κατανοούν πλέον πως η Ελλάδα είναι μια ασφαλής ευρωπαϊκή χώρα και μια σταθερή οικονομία με ισχυρά συγκριτικά πλεονεκτήματα, που προσφέρει σημαντικές επενδυτικές ευκαιρίες.

    σ.σ.: Μέχρι σήμερα έχουν διατυπωθεί διάφορες εκτιμήσεις σχετικά με το ύψος των επενδύσεων που χρειάζεται η Ελλάδα ώστε να κερδίσει το διπλό στοίχημα της πραγματικής ανάπτυξης και της ουσιαστικότερης μείωσης της ανεργίας. Ποια είναι η δική σας εκτίμηση;

Στ. Π.: Η μεγάλης έκτασης αποεπένδυση που βίωσε η χώρα κατά τη διάρκεια της κρίσης, έχει δημιουργήσει ένα μεγάλο επενδυτικό κενό. Οι επενδύσεις είναι ζωτικής σημασίας για την εξασφάλιση ισχυρών αναπτυξιακών ρυθμών και την αποκατάσταση της κοινωνικής ευημερίας κι είναι φανερό πως τα εγχώρια κεφάλαια δεν αρκούν. Χρειαζόμαστε σημαντικές εισροές από ξένα κεφάλαια. Κρίσιμο, όμως, δεν είναι μόνο το ύψος των επενδύσεων, αλλά κυρίως τα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά. Χρειαζόμαστε παραγωγικές επενδύσεις που θα κατευθύνονται στους εμπορεύσιμους τομείς της οικονομίας, ώστε να δημιουργηθούν αντιστοίχως ποιοτικές θέσεις εργασίας με υψηλές απολαβές. Πριν από την κρίση, ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου (δηλαδή οι επενδύσεις) κινούνταν γύρω στο 25% του ΑΕΠ, που ήταν κι ο ευρωπαϊκός μέσος όρος. Όμως, η διάρθρωση αυτών των επενδύσεων ήταν εκ φύσεως προβληματική, καθώς οι μισές από αυτές χαρακτηρίζονταν ως αντιπαραγωγικές, αφού κατευθύνονταν στο τομέα της στεγαστικής πίστης.

    σ.σ.: Ποιες αγορές θα χαρακτηρίζατε ελκυστικότερες σήμερα για έναν επενδυτή;

Στ. Π.: Η Ελλάδα είναι μία χώρα που εξαιτίας της γεωγραφικής της θέσης κατέχει σημαντικά συγκριτικά πλεονεκτήματα. Η πρώτη σκέψη που κάνουμε για τα βαριά χαρτιά της ελληνικής οικονομίας είναι συνήθως ο τουρισμός. Σαφώς κι ο τουρισμός είναι ένας κλάδος που προσελκύει μεγάλο κομμάτι των επενδύσεων, αλλά η Ελλάδα διαθέτει κι άλλους τομείς που τα τελευταία χρόνια προσελκύουν σημαντικό ενδιαφέρον. Η βιομηχανία κι η μεταποίηση παρουσιάζουν άνοδο, καθώς και η ενέργεια, οι μεταφορές, τα logistics. Επίσης αξίζει να αναφερθώ στην αναβίωση της ναυπηγοεπισκευαστικής βιομηχανίας, όπου έχουμε την επαναλειτουργία των ναυπηγείων της Σύρου, ενώ έχουν ήδη δρομολογηθεί κι εξελίξεις στα ναυπηγεία Σκαραμαγκά –τα μεγαλύτερα της χώρας– και Ελευσίνας. Παράλληλα, οι ιδιωτικοποιήσεις που έγιναν τα τελευταία χρόνια κυρίως στις υποδομές –ΟΛΠ, ΟΛΘ, ΤΡΑΙΝΟΣΕ, περιφερειακά αεροδρόμια– απέδειξαν τόσο το επενδυτικό ενδιαφέρον για την Ελλάδα, όσο και την εμπιστοσύνη των επενδυτών στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.

    σ.σ.: Οι επενδυτές ζητούν από την κυβέρνηση χαμηλότερη φορολογία, ταχύτερη απόδοση της δικαιοσύνης, περιορισμό της γραφειοκρατίας. Έχουν να ελπίζουν σε άμεσες, δραστικές παρεμβάσεις σε αυτούς τους τομείς;

Στ. Π.: Στα πάνω από τρία χρόνια που πέρασαν από τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ έχει επιτελέσει ένα σημαντικό έργο. Παρά τις αντίθετες προβλέψεις, που εκφράστηκαν κατά καιρούς κυρίως από την πλευρά της αξιωματικής αντιπολίτευσης, κατάφερε και να ολοκληρώσει το πρόγραμμα, να επιτύχει θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης και να διαμορφώσει μια νέα εικόνα για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.

Μένει να γίνουν όμως αρκετά βήματα ακόμη στο επίπεδο της επίλυσης εκκρεμοτήτων δεκαετιών, τα οποία η κυβέρνηση έχει ήδη δρομολογήσει, όπως το κτηματολόγιο, οι δασικοί χάρτες, τα ζητήματα της χωροταξίας. Ως προς τη φορολογία, η σταδιακή αποκλιμάκωση των φορολογικών συντελεστών που δεν θα βάζει σε κίνδυνο τις μεγάλες θυσίες που έχει κάνει η χώρα μέχρι σήμερα, είναι το πρώτο βήμα. Αν και επιτρέψτε μου να επισημάνω ότι οι επενδυτές με τους οποίους έρχομαι καθημερινά σε επαφή, ως προτεραιότητα θέτουν κυρίως τη σταθερότητα του φορολογικού συστήματος.

Όσο για τη γραφειοκρατία, πρόκειται για έναν όρο που από κάτω κρύβει συμφέροντα, συντεχνίες, ιδεολογικές αγκυλώσεις, πελατειακές αντιλήψεις και σχέσεις. Η αντιμετώπισή της απαιτεί βαθιά αλλαγή των δομών του κράτους, αλλά και αλλαγή κουλτούρας. Οι νέες τεχνολογίες μας δίνουν σήμερα εξαιρετικά όπλα αντιμετώπισής της, όπως η ηλεκτρονική τιμολόγηση, η ψηφιοποίηση του ΓΕΜΗ, ο γενικότερος ψηφιακός μετασχηματισμός του Δημοσίου που ήδη δρομολογείται.

    σ.σ.: Τι απαντάτε σε όσες εταιρείες επιλέγουν να μεταφέρουν τις έδρες τους εκτός συνόρων ώστε να μειώσουν την παράμετρο του country risk και να εξασφαλίσουν φθηνότερη και ευκολότερη χρηματοδότηση;

Στ. Π.: Πρόκειται για κινήσεις μυωπικές, χωρίς μακροπρόθεσμο όφελος. Είναι γεγονός πως το τραπεζικό σύστημα δέχθηκε τρομερές πιέσεις κατά τη διάρκεια της κρίσης και τα προβλήματα ρευστότητας που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες, εξαιτίας κυρίως των μη εξυπηρετούμενων δανείων, είναι απόρροια της συρρίκνωσης των εισοδημάτων λόγω της ύφεσης. Όμως, πλέον λαμβάνονται μέτρα για τη διαχείριση αυτών των προβλημάτων, ενώ οι τράπεζες περιορίζουν διαρκώς την έκθεση τους στα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα, βάσει των στόχων που έχουν τεθεί.

Πέραν αυτού, η Ελλάδα ως χώρα έχει επιστρέψει στις αγορές, μέσα από επιτυχημένες εκδόσεις ομολόγων, ενώ και οι τράπεζες ακολουθούν σταδιακά αυτό τον δρόμο. Πολύ σύντομα και το τραπεζικό σύστημα θα επιστρέψει στην ομαλότητα και θα μπορεί να τροφοδοτεί με ρευστότητα τις επιχειρήσεις.

    σ.σ.: Η δεκαετής οικονομική κρίση την οποία βίωσε η χώρα προκάλεσε, μεταξύ άλλων, μεγάλη καθίζηση στη ζώνη των μικρών και μικρομεσαίων εταιρειών. Πόσο αναστρέψιμη είναι η αρνητική αυτή πορεία της αγοράς;

Στ. Π.: Οι ΜμΕ δέχθηκαν μεγάλο πλήγμα κατά την κρίση. Είχαν να αντιμετωπίσουν προκλήσεις ζωτικής σημασίας, εξαιτίας του κλίματος αβεβαιότητας, της αύξησης της φορολογίας, της μείωσης της ρευστότητας. Βέβαια, μέσα στην Ελλάδα της κρίσης αρκετές εταιρείες που ακολούθησαν τον δρόμο της εξωστρέφειας είδαν τον κύκλο εργασιών τους αντί να συρρικνώνεται να αυξάνεται σημαντικά και να κερδίζουν το στοίχημα της επιβίωσης. Πλέον η ελληνική οικονομία είναι σε φάση σταθεροποίησης και η μακροοικονομική εικόνα της βελτιώνεται συνεχώς. Η προσαρμογή που ακολούθησε κι ακολουθεί η χώρα αποδίδει, διαμορφώνοντας καλύτερες προοπτικές για τον επιχειρηματικό κόσμο της χώρας, συμπεριλαμβανομένων των ΜμΕ.