Στα τέλη του 2004 τα δάνεια ιδιωτών και επιχειρήσεων αντιστοιχούσαν στο 71,3% του ΑΕΠ της χώρας, ενώ σε καθυστέρηση ήδη βρίσκεται το 9%-10% των καταναλωτικών δανείων, τα οποία το 2004 αυξήθηκαν κατά 37,4%. Η αύξηση των δανείων που έφτασε στο "κόκκινο", ανάγκασε τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, κ. Ν. Γκαργκάνα, να λάβει μέτρα περιορισμού τους. Οι ταχύτατοι ρυθμοί αύξησης των καταναλωτικών δανείων ιδιαίτερα την τελευταία διετία μετά την απελευθέρωση των ορίων στην καταναλωτική πίστη, προκαλούν αύξηση των "κακών δανείων". Το 9% των δανείων της καταναλωτικής πίστης βρίσκεται σε καθυστέρηση ή δεν εξυπηρετείται εδώ και καιρό.
Στα τέλη του 2004 τα δάνεια ιδιωτών και επιχειρήσεων αντιστοιχούσαν στο 71,3% του ΑΕΠ της χώρας, ενώ σε καθυστέρηση ήδη βρίσκεται το 9%-10% των καταναλωτικών δανείων, τα οποία το 2004 αυξήθηκαν κατά 37,4%. Η αύξηση των δανείων που έφτασε στο "κόκκινο", ανάγκασε τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, κ. Ν. Γκαργκάνα, να λάβει μέτρα περιορισμού τους.
Πριν από λίγα χρόνια η Ελλάδα ήταν ο ουραγός της Ευρώπης στο πλαστικό χρήμα και γενικότερα στην κίνηση της αγοράς -και της οικονομίας γενικότερα- με δανεικά. Μετά ήρθε η απελευθέρωση της καταναλωτικής πίστης και η μείωση των επιτοκίων, που δημιούργησε πολλές ψευδαισθήσεις στους "άπειρους" περί τα τραπεζικά καταναλωτές, οπότε ο δανεισμός από εξαίρεση έγινε ο κανόνας. Με όλα τα αρνητικά επακόλουθα, βεβαίως. Στα τέλη του 2004 τα δάνεια ιδιωτών και επιχειρήσεων ξεπέρασαν τα 117 δισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 71,3% του ΑΕΠ της χώρας.
Το ποσό είναι ιλιγγιώδες και κυριολεκτικά αποτελεί βραδυφλεγή βόμβα στα θεμέλια της οικονομίας. Το πρόβλημα είναι ιδιαίτερα οξύ με τα καταναλωτικά δάνεια, τα οποία το 2004 αυξήθηκαν κατά 37,4%, ενώ το 9%-10% αυτών βρίσκεται ήδη σε καθυστέρηση.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, τα υπόλοιπα της καταναλωτικής πίστης στα τέλη του 2004 ανήλθαν σε 17,05 δισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 10,4% του ΑΕΠ. Το ποσοστό αυτό είναι το υψηλότερο στην Ευρωζώνη, όπως επίσης και ο ρυθμός αύξησής τους. Στην ΕΕ των 12 τα καταναλωτικά δάνεια το 2004 αυξήθηκαν κατά μέσο όρο 5,7%.
Ενδεικτικό του πυρετού που έχει καταλάβει τους καταναλωτές, αλλά σε μεγάλο βαθμό και της οικονομικής δυσπραγίας όλο και περισσότερων νοικοκυριών, είναι και το γεγονός ότι την περίοδο των Χριστουγέννων τα υπόλοιπα των καταναλωτικών δανείων -δηλαδή τα λεγόμενα "εορτοδάνεια"- αυξήθηκαν κατά 473,5 εκατ. ευρώ. Αυτό δείχνει ότι τα νοικοκυριά την περίοδο αυτή κατέφευγαν μαζικά στις τράπεζες για να καλύψουν συνηθισμένες ανάγκες -ή και παλαιότερα χρέη τους- εκμεταλλευόμενα τα χαμηλότερα επιτόκια του συγκεκριμένου είδους δανείων.
Η επιβάρυνση όμως των ελληνικών νοικοκυριών είναι μεγαλύτερη σε σχέση με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο, καθώς τα επιτόκια των καταναλωτικών δανείων στη χώρα μας είναι υψηλότερα κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με τα μέσα επιτόκια της ευρωζώνης (9,36% έναντι 7,36%, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα). Έτσι, ένα ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό καταναλωτικών δανείων βρίσκεται σε καθυστέρηση, γεγονός που ανάγκασε την Τράπεζα της Ελλάδος να αυξήσει τις προβλέψεις για επισφάλειες, όπως θα δούμε παρακάτω.
Ο χορός των …"ακάλυπτων"
Τα στεγαστικά δάνεια το 2004 αυξήθηκαν κατά 24,8% σε σχέση με το 2003 και ανήλθαν στα 33,1 δισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί περίπου στο 20% του ΑΕΠ. Συνολικά, τα χρέη των νοικοκυριών προς τις τράπεζες ανήλθαν σε 50 δισ. ευρώ, που αντιστοιχεί στο 30,5% του ΑΕΠ.
Βραδύτερη ήταν η πιστωτική επέκταση προς τις επιχειρήσεις. Μάλιστα στη βιομηχανία σημειώθηκε μείωση κατά 1,2% των οφειλών, γεγονός που φανερώνει το "πάγωμα" των επενδυτικών σχεδίων στον τομέα της μεταποίησης.
Αντίθετα, στον τουρισμό, λόγω των επενδύσεων για τους Ολυμπιακούς Αγώνες και την ύφεση που σημειώθηκε στον κλάδο την περυσινή χρονιά, οι υποχρεώσεις προς τις τράπεζες αυξήθηκαν 15,8%. Επίσης, σημαντική ήταν η αύξηση των χορηγήσεων και προς το εμπόριο, που έφτασε το 14%. Η κάμψη του τζίρου και η ανάγκη για ρευστότητα αύξησε τον δανεισμό των επιχειρήσεων του κλάδου, δεν μπόρεσε όμως να αποτρέψει τα "φέσια" στην αγορά, που τους τελευταίους μήνες καταρρίπτουν όλα τα ρεκόρ της εξαετίας.
Σύμφωνα με στοιχεία της Τειρεσίας ΑΕ, οι απλήρωτες υποχρεώσεις των επιχειρήσεων το 2004 (ακάλυπτες επιταγές, απλήρωτες συναλλαγματικές) άγγιξαν τα 1,2 δισ. ευρώ. Μάλιστα, το τελευταίο τετράμηνο του έτους τα "φέσια" σε μηνιαία βάση ξεπερνούσαν πάντα τα 100 εκατ. ευρώ. Κι ήρθε ο Ιανουάριος, όπου σημειώθηκε νέο άλμα: Οι ακάλυπτες επιταγές έφθασαν το ποσό των 129,6 εκατ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 81,8% σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2004. Η αξία των απλήρωτων συναλλαγματικών άγγιξε τα 19,7 εκατ. ευρώ, 31,2% υψηλότερη από τον ίδιο μήνα του 2004.
Συνολικά τα "φέσια" έφτασαν τα 149,3 εκατ. ευρώ και ήταν αυξημένα 73% σε σχέση με έναν χρόνο πριν.
Σε απόλυτους αριθμούς, τον Ιανουάριο βρέθηκαν 11.475 ακάλυπτες επιταγές, έναντι 7.204 τον Ιανουάριο του 2004, δηλαδή 59,3% περισσότερες. Το προηγούμενο ρεκόρ είχε σημειωθεί τον Νοέμβριο του 2004, όταν είχαν καταγραφεί 10.316 ακάλυπτες επιταγές.
Σε ό,τι αφορά τις απλήρωτες συναλλαγματικές, τον περασμένο Ιανουάριο ο αριθμός τους ανήλθε στις 13.023 έναντι 11.290 τον Ιανουάριο του 2004 (αύξηση 15,4%).
Ας επιχειρήσουμε έναν μικρό απολογισμό του 2004:
- οι ακάλυπτες επιταγές ήταν 94.216, συνολικής αξίας 1,024 δισ. ευρώ και
- οι απλήρωτες συναλλαγματικές ήταν 130.606, συνολικής αξίας 169,2 εκατ. ευρώ.
Η ΤτΕ λαμβάνει μέτρα
Οι ιλιγγιώδεις ρυθμοί αύξησης των καταναλωτικών δανείων, αλλά παράλληλα και η αύξηση των δανείων στο "κόκκινο", ανάγκασε τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, κ. Ν. Γκαργκάνα, να λάβει μέτρα περιορισμού του δανεισμού. Σύμφωνα με την Πράξη του Διοικητή της ΤτΕ 2557/26.1.05, αυξάνονται από 84% στο 100% οι προβλέψεις για τα επισφαλή καταναλωτικά δάνεια (στην ουσία πρόκειται γι’ αυτά που έχουν πάψει να εξυπηρετούνται από τους δανειολήπτες) και στο 90% από 70% για όσες χορηγήσεις της κατηγορίας βρίσκονται σε προσωρινή καθυστέρηση άνω του ενός έτους ή σε οριστική καθυστέρηση. Αντίθετα, μειώνεται ο συντελεστής υπολογισμού προβλέψεων για τα στεγαστικά δάνεια στο 0,5% από 0,7%, εφόσον η αξία της συνολικής πίστης αντιστοιχεί στο 70% της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου.
Σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις, η συνολική επιβάρυνση των τραπεζών από την αύξηση των προβλέψεων στα προβληματικά καταναλωτικά δάνεια θα ανέλθει σε 150-200 εκατ. ευρώ. Στην Πράξη του Διοικητή υπογραμμίζεται ιδιαίτερα ότι "η πιθανή ζημιά από καταναλωτικά δάνεια σε καθυστέρηση άνω του ενός έτους αναμένεται να επιβαρύνουν τους ισολογισμούς και η αύξηση των προβλέψεων θα ενθαρρύνει τις τράπεζες να αντιμετωπίσουν τις επισφάλειές τους αντί να τις διατηρούν στον ισολογισμό τους".
Με βάση τα στοιχεία της ΤτΕ, οι ταχύτατοι ρυθμοί αύξησης των καταναλωτικών δανείων ιδιαίτερα την τελευταία διετία μετά την απελευθέρωση των ορίων στην καταναλωτική πίστη, προκαλούν ταυτόχρονα και αύξηση των "κακών δανείων". Σύμφωνα με εκτιμήσεις, το 9% των δανείων της καταναλωτικής πίστης παρουσιάζει πρόβλημα, δηλαδή βρίσκονται σε καθυστέρηση ή δεν εξυπηρετούνται εδώ και καιρό. Σε απόλυτους αριθμούς, το ποσό των προβληματικών καταναλωτικών δανείων ξεπερνά το ποσό του 1,6 δισ. ευρώ (προσωπικά, ανοικτά, καταναλωτικά δάνεια και πιστωτικές κάρτες).
Στο εξής, λοιπόν, μετά την Πράξη του Διοικητή της ΤτΕ, η κάθε τράπεζα υποχρεούται να δεσμεύει περισσότερα κεφάλαια για τα δάνεια της εν λόγω κατηγορίας. Για παράδειγμα, για κάθε 100 ευρώ που είναι σε καθυστέρηση άνω του ενός έτους ή οριστική καθυστέρηση, θα δεσμεύει πλέον 90 και όχι 70 ευρώ που δέσμευε έως πριν λίγες εβδομάδες. Αντίθετα, στα στεγαστικά η Πράξη απελευθερώνει έστω και οριακά ικανοποιητικό ύψος κεφαλαίων.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα από τη μεταβολή προς το αυστηρότερο των κριτηρίων χορήγησης καταναλωτικών δανείων, αναμένεται να το αντιμετωπίσουν οι μικρότερες σε μέγεθος και κεφάλαια τράπεζες, δεδομένου ότι πολλές από αυτές "ρίχνουν" ιδιαίτερα ελκυστικά πακέτα στην αγορά για να αυξήσουν την πελατεία τους (χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι τα προγράμματα μεταφοράς υπολοίπου σε κάρτες και καταναλωτικά δάνεια).
Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Διοικητή της ΤτΕ, κ. Ν. Γκαργκάνα, το κόστος που θα προκύψει δεν θα μετακυλισθεί στον απλό πελάτη των τραπεζών. Ωστόσο, η γενικότερη αίσθηση που επικρατεί στην αγορά είναι ότι εντός του 2005 θα έχουμε αύξηση επιτοκίων από την ΕΚΤ.