Τον δύσκολο και κοπιώδη ρόλο του συνδετικού κρίκου μεταξύ της ελληνικής παραγωγής τροφίμων-ποτών και των μεγάλων αγορών της Ευρώπης θα επιδιώξει να παίξει ο νεοσύστατος Σύλλογος Ελλήνων Εισαγωγέων Τροφίμων-Ποτών Εξωτερικού (ΣΕΛΕΤΡΟΠΕ), προσδοκώντας να διευρύνει τους ορίζοντες εξωστρέφειας των εγχώριων επιχειρήσεων και βιομηχανιών. Με άλλα λόγια, ο ΣΕΛΕΤΡΟΠΕ δημιουργήθηκε για να γεφυρώσει τις διαφορές, που συχνά παίρνουν μεγάλες διαστάσεις, και να φέρει τα δύο συμβαλλόμενα μέρη ακόμη περισσότερο στο ίδιο «τραπέζι».

Η σχέση μεταξύ της βιομηχανίας τροφίμων της χώρας μας και των Ελλήνων εισαγωγέων, που βρίσκονται μόνιμα εγκατεστημένοι σε μεγάλες ευρωπαϊκές αγορές, όπως η Γερμανία, η Αυστρία, η Ολλανδία κα, έχει υπάρξει αρκετά προβληματική, και για του λόγου το αληθές παραθέτουμε το παρακάτω συγκεκριμένο παράδειγμα.

Όταν μία βιομηχανία τροφίμων από τη χώρα μας αποφασίζει να εισέλθει στη γερμανική αγορά, τότε σε αρκετές περιπτώσεις κάνει χρήση ενός τοπικού εισαγωγέα ελληνικής καταγωγής, εφόσον υφίσταται και έχει τα εχέγγυα, για να στηρίξει με επιτυχία αυτή τη δραστηριότητα. Ο εισαγωγέας αυτός συνήθως διατηρεί επαφή με αλυσίδες εστίασης και εστιατόρια, πολλά από τα οποία είναι και ελληνικά, όπου προωθεί τα προϊόντα της βιομηχανίας προς 10 ευρώ το κομμάτι. Προϊόντος του χρόνου, η βιομηχανία, η οποία διαθέτει και τμήμα εξαγωγών, έρχεται σε επαφή με κάποια μεγάλη λιανεμπορική αλυσίδα της Γερμανίας, με εκατοντάδες καταστήματα και τεράστιο όγκο πωλήσεων.

Έτσι κλείνεται μία συμφωνία μεταξύ της βιομηχανίας και της μεγάλης αλυσίδας, η οποία εξασφαλίζει στην πρώτη πολύ με γάλα φορτία προς εξαγωγή, τα οποία αποπληρώνονται μάλιστα σε αυστηρά καθορισμένα χρονικά διαστήματα, ενώ παράλληλα οι παραδόσεις φορτίων επαναλαμβάνονται ανά τακτές χρονικές περιόδους.

Ωστόσο, επειδή ο όγκος των πωλήσεων προς τη μεγάλη αλυσίδα είναι πολύ σημαντικός, η βιομηχανία της κάνει μία καλύτερη τιμή, ήτοι 6 ευρώ το κομμάτι.

Σ’ αυτό ακριβώς το χρονικό σημείο αρχίζουν οι προστριβές μεταξύ της βιομηχανίας και του έλληνα εισαγωγέα στη Γερμανία. Οι πελάτες του εισαγωγέα, δηλαδή τα εστιατόρια, καταλαβαίνουν πως τελικά αγοράζουν ακριβά, καθώς βλέπουν το ίδιο προϊόν στα ράφια του σούπερ μάρκετ στα 6 ευρώ το κομμάτι και όχι στα 10, που εκείνες το προμηθεύονται. Έτσι εγκαλούν τον εισαγωγέα, ο οποίος με τη σειρά του στρέφεται κατά της βιομηχανίας, που με την τιμολογιακή πολιτική της, του προκαλεί αυτά τα προβλήματα.

Διαμεσολαβητικός ο ρόλος του ΣΕΛΕΤΡΟΠΕ
«Υπάρχουν τρεις κρίκοι στην αλυσίδα της παραγωγής και της διακίνησης ενός προϊόντος, ήτοι ο παραγωγός, ο ενδιάμεσος και ο τελικός καταναλωτής. Στη μεγαλύτερη αγορά τροφίμων-ποτών της Ευρώπης, τη Γερμανία, τις μεγαλύτερες ποσότητες ελληνικών τροφίμων, τις διακινεί το ελληνικό εστιατόριο. Το προϊόν πρέπει να περάσει πρώτα μέσα από το εστιατόριο για να καταλήξει και στην αλυσίδα», επισημαίνει ο πρόεδρος του ΣΕΛΕΤΡΟΠΕ, κ. Νίκος Χρυσίδης, και ιδιοκτήτης της εισαγωγικής εταιρείας ελληνικών τροφίμων-ποτών στο Βερολίνο Incort GmbH.

Ο κ. Χρυσίδης σημειώνει ένα ακόμη πολύ σημαντικό γεγονός, αυτό της ποιότητας των ελληνικών τροφίμων, τα οποία φτάνουν στις ξένες αγορές. «Υπάρχουν προϊόντα ελληνικά, όπως το ούζο και η ρετσίνα, στα οποία δεν έχουμε δείξει το καλύτερο πρόσωπό μας. Στο ούζο διακινούνται τεράστιες ποσότητες, αλλά μηδαμινής ποιότητας. Υπάρχουν καταναλωτές στο εξωτερικό που δεν ξέρουν τη φέτα. Πρέπει να γνωστοποιηθούν οι ιδιαιτερότητες των ελληνικών τροφίμων, αλλά αυτό προϋποθέτει ποιοτικά τελικά είδη. Δυστυχώς, η κατανάλωση γίνεται με τη λογική του φθηνότερου και όχι του ποιοτικότερου, και γι’ αυτό ευθυνόμαστε όλοι» υπογραμμίζει ο ίδιος.

Ο ΣΕΛΕΤΡΟΠΕ, που είναι εξαιρετικά πιθανό να αποκτήσει την έδρα του για τη χώρα μας στη Θεσσαλονίκη, αποτελείται αρχικά από 28 μέλη-επιχειρήσεις ελληνικών συμφερόντων, που βρίσκονται εγκατεστημένες στη Γερμανία, Αυστρία, Ιταλία, Τσεχία και Λουξεμβούργο.

Μέσα στο επόμενο δίμηνο θα έχει δρομολογήσει τις πρώτες δράσεις του, οι οποίες σκοπεύει να στοχεύσουν στη λειτουργική και αρμονική συνύπαρξη των παραγωγών, των εισαγωγέων και των τελικών καταναλωτών, όπως οι αλυσίδες εστίασης, αλλά και τα μεμονωμένα εστιατόρια στο εξωτερικό.