Ποιοι θα χάσουν και ποιοι θα κερδίσουν από την κρίση; Πόσο θα διαρκέσει η αποσάθρωση της οικονομίας; Για πόσο ακόμη το πολιτικό σύστημα της χώρας θα επιμένει στην αυτο-απαξίωσή του; Tι θα κοστίσει τελικά στο κοινωνικό σύνολο η εικονική ευμάρεια την οποία βίωνε επί 30 και πλέον έτη; Θα ανασάνει γρήγορα η οικονομία ή θα δούμε τη ζήτηση να φθάνει στα όρια της απόλυτης εξαθλίωσης;

Ορισμένοι αισιοδοξούν. Θεωρούν ότι η αγορά, όσο χαμηλά κι αν βρεθεί, τελικά θα αυτορρυθμιστεί. Άλλοι πάλι εκτιμούν ότι τα μέτρα της τρόικα ήταν επιβεβλημένα και ότι η κυβέρνηση μόνη της δεν θα μπορούσε να διαχειριστεί την κρίση, διότι απέναντί της έχει έναν ανώριμο-βολεμένο πολίτη, μια αγορά βασισμένη στην παραοικονομία και το επιχειρηματικό πλιάτσικο και έναν δημόσιο τομέα σε πλήρη διάλυση. Με άλλα λόγια, μετά τα όσα έχουν συμβεί, η χώρα φέρεται σαν να βρίσκεται σε νευρική κρίση.

Όλα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η ελληνική οικονομία θα οδηγηθεί σε αποπληθωρισμό, που θα προκληθεί από τις μειώσεις μισθών και συντάξεων, από την αύξηση της ανεργίας και, κατά συνέπεια, από την πτώση της ζήτησης

Πάντως, κορυφαίο στέλεχος πρώην εισηγμένης εταιρείας παραγωγής αγαθών καθημερινής ανάγκης, μιλώντας στο «σελφ σέρβις», χαρακτήρισε σημαντικό το γεγονός ότι κυβέρνηση, κοινωνία και αγορά γνωρίζουν πλέον το σημείο εκκίνησης της οικονομίας μας προς την ανάπτυξη, γνωρίζουν τον «πάτο του βαρελιού», εφόσον βέβαια δεν πτωχεύσουμε.

Μένει τώρα να φανεί ποια διαδρομή θα χαράξει η κυβέρνηση για την έξοδο της χώρας από την ύφεση και, κυρίως, μένει να φανεί πόσο αξιόπιστη είναι η «πυξίδα» της τρόικα και πόσο αποφασισμένη η κυβέρνηση να προχωρήσει στις διαρθρωτικές αλλαγές. Μένει να διαπιστωθεί αν τα παραγωγικά υπουργεία θα επιχειρήσουν βαθιές τομές στο σύστημα, αν θα σπάσουν το απόστημα της γραφειοκρατίας, αν θα καταργήσουν το γρηγορόσημο, αν θα πατάξουν την παραοικονομία, αν τελικά θα καταστήσουν τον δημόσιο τομέα κερδοφόρο-παραγωγικό, προσελκύοντας νέες επενδύσεις.

Η αγορά, από την πλευρά της, εκτιμά ότι η αναμόρφωση της ελληνικής οικονομίας θα απαιτήσει τουλάχιστον μια πενταετία, στον βαθμό πάντα που η πολιτεία υπό την καθοδήγηση του ΔΝΤ, της ΕΕ και της ΕΚΤ, θα στοχεύσει σε μια νέα πολιτική προσέγγισης της οικονομίας, που σταδιακά θα οδηγήσει σε βασικές αλλαγές της κουλτούρας του Έλληνα πολίτη, καθώς και του επιχειρηματία.

Συγκέντρωση της αγοράς και υψηλή ανεργία
Στο μεταξύ, το οικονομικό σύστημα της χώρας προσπαθεί να «χαλαρώσει», ελπίζοντας ότι για τα επόμενα τρία χρόνια η χώρα δεν θα πτωχεύσει και ότι οι τράπεζες έχουν εξασφαλίσει τη βιωσιμότητά τους. Αυτά σε μακροεπίπεδο, διότι στη μικροοικονομία η ανάγνωση για το τι πραγματικά θα συμβεί στην τριετία που ακολουθεί είναι διπλή.

Η αρνητική πτυχή των εξελίξεων προσδιορίζεται στο πεδίο των μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων, όπου ο «θάνατος του εμποράκου» θα πρέπει πλέον να θεωρείται δεδομένος. Οι προβλέψεις κορυφαίων κύκλων της επιχειρηματικής κοινότητας είναι πραγματικά δυσοίωνες. Διαβλέπουν υπερ-συγκέντρωση της αγοράς στα μεγάλα σχήματα, τα οποία θα γευθούν τα οφέλη της μετάλλαξης του εμπορίου, συμψηφίζοντας έτσι τις όποιες απώλειες εσόδων καταγράψουν από τη μείωση της κατανάλωσης.

Η αγορά θα συγκεντρωθεί περαιτέρω και με πολύ γρήγορους ρυθμούς, ενώ, όπως έγραψε το «σελφ σέρβις» ήδη από το προηγούμενο τεύχος, η χώρα θα χαρακτηριστεί από την υψηλή ανεργία και από το χαμηλό εργασιακό κόστος, με τον εργαζόμενο να χάνει μεγάλο μέρος της διαπραγματευτικής του δύναμης και, βέβαια, του εισοδήματός του.

Όσο για τη ζήτηση, τα στελέχη της βιομηχανίας εκτιμούν ότι ύστερα από εύλογο διάστημα θα ισορροπήσει. Φυσικά, στο μεσοδιάστημα θα διαγράψει μια βαθιά βουτιά, βάφοντας έντονα κόκκινα τους βασικούς δείκτες της αγοράς, τους δείκτες που αποτυπώνουν τα έσοδα, την κερδοφορία, την απασχόληση και τις επενδύσεις. Οι πρώτες προβλέψεις αναφέρουν ότι μέχρι τον Σεπτέμβριο η αγορά θα τελεί σε ελεύθερη πτώση και, στη συνέχεια, θα αρχίσει να ελαττώνει τους καθοδικούς ρυθμούς, ώστε κάποια στιγμή να σταθεροποιηθεί και να αναζητήσει την άνοδο.

Πρόκειται, βέβαια, για μια αισιόδοξη -αν όχι υπεραισιόδοξη- εκδοχή για τα όσα τραγικά θα διαδραματιστούν τους επόμενους μήνες. Διότι υπάρχει και η άποψη, σύμφωνα με την οποία η διάρκεια της κάθετης πτώσης στην κατανάλωση θα είναι πολύ μεγαλύτερη, με την έντασή της να εξαρτάται άμεσα από την αποτελεσματικότητα ή μη της πολιτικής που θα ασκήσει η κυβέρνηση στο ζήτημα των διαρθρωτικών αλλαγών, όπως και στην ανάταξη της οικονομίας.


Μειώσεις τιμών απαιτεί ο καταναλωτής
Στο μεταξύ, ο καταναλωτής θα απαιτήσει φθηνότερα προϊόντα. Όπως επισημαίνουν κύκλοι της αγοράς, κανένας εκ των ισχυρών της επιχειρηματικής κοινότητας δεν θα αφεθεί στο market share, στον όγκο του, αλλά θα κληθεί -αν δεν το έχει ήδη κάνει- να προσαρμοστεί στο γεγονός ότι ο καταναλωτής γίνεται περισσότερο price sensitive, ότι αλλάζουν οι ανάγκες του, όπως και ότι οι παράμετροι, βάσει των οποίων επιλέγει από το ράφι, μεταβάλλονται. Θα κληθεί, επίσης, να δεχθεί μια ακόμη πραγματικότητα: το αυξημένο ενδιαφέρον του πελάτη για τα PL προϊόντα, που μήνα με τον μήνα αυξάνουν ραγδαία τη συμμετοχή τους στον τζίρο του κλάδου.

Όλα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η ελληνική οικονομία θα οδηγηθεί σε αποπληθωρισμό, που θα προκληθεί από τις μειώσεις μισθών και συντάξεων, από την αύξηση της ανεργίας και, κατά συνέπεια, από την πτώση της ζήτησης.

«Ο καταναλωτής δεν μπορεί να έχει χαμηλότερο εισόδημα και να συνεχίσει να ξοδεύει τα ίδια για τα αγαθά καθημερινής ανάγκης», επισημαίνει κορυφαίο στέλεχος επενδυτικού σχήματος, το οποίο έχει τοποθετήσει σημαντικά κεφάλαια σε εταιρείες παραγωγής τροφίμων.

Κατά τον ίδιο παράγοντα, «οι μεγαλύτερες μειώσεις τιμών αναμένονται μέσα στους επόμενους 12 μήνες. Στη συνέχεια και εφόσον δεν υπάρξουν νεότερες εκπλήξεις από την κυβέρνηση, οι τιμές θα διατηρηθούν σε σταθερά επίπεδα για σχετικά μεγάλο διάστημα. Αυξήσεις στο ράφι θα δούμε, εφόσον η αγορά αναθερμανθεί και η οικονομία μας περάσει από την ύφεση στην ανάπτυξη» πρόσθεσε, αφήνοντας έτσι να εννοηθεί ότι ο πληθωρισμός θα αρχίσει και πάλι να διογκώνεται από τα τέλη του 2012.

«Τότε, ενδεχομένως, να δούμε και πάλι αυξήσεις μισθών. Το κρισιμότερο όλων είναι στο μεσοδιάστημα η αγορά να τιμολογήσει σωστά, να εκτιμήσει την πραγματική αξία των αγαθών, όπως και το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, και να προσαρμόσει ανάλογα την πολιτική της», πρόσθεσε με έμφαση.

Ποιος θα μειώσει τις τιμές;
Το ζητούμενο, λοιπόν, είναι ποιοι θα προκαλέσουν στο επόμενο διάστημα μειώσεις τιμών. Το λιανεμπόριο ή η βιομηχανία; Το βέβαιο είναι ότι περιθώρια για μειώσεις τιμών έχουν τόσο οι λιανέμποροι όσο και οι προμηθευτές τους. Όμως, για μια ακόμη φορά, το βάρος της υπεύθυνης τιμολόγησης αποποιούνται και οι δύο κλάδοι. Οι προμηθευτές ρίχνουν το «μπαλάκι» της ευθύνης στο λιανεμπόριο και αυτό με τη σειρά του στους προμηθευτές.

«Θα πεθάνουμε από ασφυξία», δηλώνει το λιανεμπόριο. «Σας έχουμε χαρίσει τα πάντα», απαντούν οι προμηθευτές. «Μειώστε τους τιμοκαταλόγους να ρίξουμε τις τιμές» προτείνουν οι αλυσίδες. «Να μετακυλίσετε τις παροχές» ανταπαντούν οι προμηθευτές. Πάγιες οι θέσεις και των δύο πλευρών. Τα στελέχη της αγοράς παραμένουν αμετακίνητα στις απόψεις τους, παρά και τις διαπιστώσεις της Επιτροπής Ανταγωνισμού ότι οι σχέσεις λιανεμπορίου-βιομηχανίας λειτουργούν ως μηχανισμός ανατροφοδότησης των τιμών.

Μάλιστα, όπως αναφέρουν πηγές του περιοδικού μας, το τελευταίο διάστημα έχουν αυξηθεί οι καταγγελίες παραγωγών προς την Επιτροπή ότι ανταγωνιστές τους, εκμεταλλευόμενοι τη δεσπόζουσα θέση που κατέχουν στον κλάδο τους, είτε επιβάλλουν είτε συμφωνούν με μεγάλους πελάτες τους τιμές, παροχές και προβολές με αντιανταγωνιστικούς όρους.

Κατά τις ίδιες πηγές, στους επόμενους μήνες η Επιτροπή Ανταγωνισμού θα παρέμβει δυναμικά, ανοίγοντας νέες υποθέσεις για εκδίκαση, με εμπλεκόμενους ισχυρούς παίκτες και των δύο κλάδων.

Στο μεταξύ, η αγορά θα πρέπει να κινηθεί, προκειμένου οι τιμές να αποκλιμακωθούν. Πώς; Όπου το mark-up στις τιμές λιανικής είναι υψηλό, την πρωτοβουλία των κινήσεων μάλλον θα πρέπει να αναλάβει το λιανεμπόριο, ενώ, όπου το mark-up διατηρείται πολύ χαμηλά ή και σε μηδενικά επίπεδα, η πρωτοβουλία των κινήσεων βαραίνει τη βιομηχανία.

Αν, τώρα, κανείς θελήσει να εντοπίσει πού το mark-up είναι χαμηλό, δεν έχει παρά να αναζητήσει τα μερίδια αγοράς των παραγωγών και τότε εύκολα θα διαπιστώσει ότι, όπου ο παραγωγός είναι ισχυρός, τόσο συμπιέζεται το περιθώριο κέρδους στο λιανεμπόριο. Πολύ απλά, το mark-up στη λιανική συνήθως λειτουργεί αντιστρόφως ανάλογα προς τα μερίδια των προμηθευτών.

Το ζητούμενο, λοιπόν, είναι το κατά πόσο λιανεμπόριο και βιομηχανία θα αντιληφθούν την κρισιμότητα της κατάστασης, ώστε να αναπροσαρμόσουν προς τα κάτω την τιμολογιακή τους πολιτική.


Το εισόδημα θα διαμορφώσει τις τιμές
Πάντως, το 2009, οπότε παραγωγοί και έμποροι «ζορίστηκαν», βρήκαν τον τρόπο να επαναπροσδιορίσουν την αξία των προϊόντων τους. Οι παραγωγοί, από την πλευρά τους, υποχρεώθηκαν να καθορίσουν σε άλλη -χαμηλότερη- βάση την υπεραξία πολλών ισχυρών brand. Το ίδιο θα πράξουν και φέτος, όπως και το 2011, αλλά και το 2012.

Σε όλο αυτό το διάστημα θα αποδεχθούν μια νέα πραγματικότητα, θα αποδεχθούν ότι η αξία ενός καινοτόμου προϊόντος ή ενός προϊόντος μεγάλης ιστορικότητας δύναται να είναι χαμηλότερη αυτής του 2009 -και πολύ περισσότερο του 2008- και έμμεσα θα αναγκασθούν να παραδεχθούν ότι, τελικά, η τιμή ενός αγαθού δεν καθορίζεται από τη θεωρητική υπεραξία του -την οποία προσδιορίζει ο παραγωγός- αλλά από τη διάθεση του καταναλωτή να το αγοράσει, δηλαδή από το εισόδημά του.

Πάντως, ένας εκ των πλέον ψύχραιμων της αγοράς δηλώνει στο «σελφ σέρβις» ότι, αν υπάρξει προσπάθεια μείωσης των τιμών στο ράφι, για να έχει πραγματικά περιθώρια επιτυχίας θα χρειαστεί η συνδρομή τόσο των προμηθευτών όσο και αυτών που ελέγχουν τα δίκτυα διανομής, αλλά και του ανταγωνισμού.
Ο ίδιος επαναφέρει το θέμα του mark-up δηλώνοντας ότι «o ανταγωνισμός διαμορφώνει τις τιμές χαμηλά και όχι οι παροχές. Τα δυνατά προϊόντα δεν έχουν υψηλό mark-up, διότι είναι προϊόντα-δείκτες, των οποίων την τιμή θυμάται ο καταναλωτής».

Από τις συμφωνίες στον ανταγωνισμό
Παρέμβαση στο θέμα των τιμών επιχειρεί και το Υπουργείο Οικονομίας Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, ακολουθώντας, ωστόσο, παλιές και μη επιτυχημένες συνταγές. Στο προσκήνιο επαναφέρει τις άτυπες συμφωνίες με την αγορά για μειώσεις τιμών. Βέβαια, όταν επί δεκαετίες ΠΑΣΟΚ και ΝΔ επέμεναν να διαμορφώνουν τις τιμές, όχι δια του ανταγωνισμού, αλλά διά συμφωνιών, ποια θα μπορούσαν να είναι σήμερα τα πραγματικά περιθώρια άμεσης αποκλιμάκωσης των τιμών; Μόνο μια νέα συμφωνία με την αγορά θα οδηγούσε σε ανάλογο αποτέλεσμα, διότι για να λειτουργήσει ο ανταγωνισμός απαιτείται χρόνος, και χρόνος στην παρούσα φάση δεν υπάρχει ούτε στο ελάχιστο.

Το υπουργείο σέρνεται, λοιπόν, σήμερα σε νέες άτυπες συμφωνίες με την επιχειρηματική κοινότητα, ίσως για να κερδίσει χρόνο, ώστε σταδιακά να επιβάλει συνθήκες υγιούς ανταγωνισμού στην αγορά.

Όμως θα τολμήσει προς αυτή την κατεύθυνση ή θα επαναπαυθεί στα πρόσκαιρα αποτελέσματα μιας παραδοξότητας, που θέλει την πολιτεία και τους επιχειρηματίες να συμφωνούν τις τιμές σε καθεστώς ελεύθερης αγοράς; Κρίνοντας από το παρελθόν, οπότε κανένας υπουργός Εμπορίου, Βιομηχανίας ή Ανάπτυξης δεν τόλμησε να συγκρουστεί με την αγορά, που κρύφτηκε πίσω από το γραφείο του στη θέα των επιχειρηματιών, που έγραψε στα παλαιότερα των υποδημάτων του τους νόμους, όπως και τα συμφέροντα των καταναλωτών, ίσως δεν πρέπει να περιμένουμε το θαύμα.

Εκτός κι αν, υπό την πίεση των ακραίων πλέον γεγονότων, η κυβέρνηση πράξει ορθά, αποφασίζοντας να επιβάλει τάξη στην αγορά δια… ροπάλου, με συνεχείς κοστολογικούς και τιμολογιακούς ελέγχους, καθώς και με αυστηρές -αυστηρότατες- κυρώσεις.

Αν όντος η κυβέρνηση θελήσει να επιβληθεί στην επιχειρηματική κοινότητα, θα πρέπει να εξαντλήσει την αυστηρότητα του νόμου, να μην χαριστεί σε κανέναν, να μην υπολογίσει παρά μόνο τον καταναλωτή, διότι άπαντες, παραγωγοί, συσκευαστές, εισαγωγείς, διακινητές και λιανέμποροι στον καταναλωτή προσβλέπουν, τον οποίο σήμερα έχουν φέρει στα όρια της εξαθλίωσης, με κύρια την ευθύνη της πολιτείας.