Στη φάση των επαφών βρίσκεται η διοίκηση του ομίλου ΣΑΡΑΝΤΗΣ με τουλάχιστον τρεις εταιρείες τις οποίες ενδιαφέρεται να εξαγοράσει. Όπως μας είπε ο κ. Νίκος Κεφαλάς, αντιπρόεδρος του ομίλου, «στο πλαίσιο της στρατηγικής μας για την περαιτέρω μεγέθυνση του ομίλου ερευνούμε το ενδεχόμενο αρκετών νέων εξαγορών αλλά τα σχέδιά μας βρίσκονται ακόμα σε αρχικό στάδιο.

Στη φάση των επαφών βρίσκεται η διοίκηση του ομίλου ΣΑΡΑΝΤΗΣ με τουλάχιστον τρεις εταιρείες τις οποίες ενδιαφέρεται να εξαγοράσει. Όπως μας είπε ο κ. Νίκος Κεφαλάς, αντιπρόεδρος του ομίλου, “στο πλαίσιο της στρατηγικής μας για την περαιτέρω μεγέθυνση του ομίλου ερευνούμε το ενδεχόμενο αρκετών νέων εξαγορών αλλά τα σχέδιά μας βρίσκονται ακόμα σε αρχικό στάδιο. Από αυτή την άποψη δεν μπορούμε να μιλήσουμε για ένα συγκεκριμένο ετήσιο χρονοδιάγραμμα κλιμάκωσης των σχετικών ενεργειών”.

Το ενδιαφέρον του ομίλου έχει επικεντρωθεί, όπως μας εξήγησε, σε εταιρείες που δραστηριοποιούνται στους τομείς των προϊόντων φροντίδας σπιτιού και των φαρμακευτικών και παραφαρμακευτικών προϊόντων. Όπως τόνισε ο κ. Κεφαλάς, “φέτος δίνουμε ιδιαίτερη έμφαση στην ανάπτυξη νέων προϊόντων υπό τα ισχυρά εμπορικά σήματα του ομίλου, χωρίς να αποκλείεται και η εμφάνιση καινούργιων επωνυμιών, που θα διατεθούν μέσω των σούπερ μάρκετ και των καταστημάτων καλλυντικών. Επίσης, φέτος στρεφόμαστε στην ενίσχυση των εξαγωγικών μας δραστηριοτήτων κυρίως στις αγορές της ανατολικής Ευρώπης”.

Ανάπτυξη του ενοποιημένου τζίρου κατά 35%

Περίπου στα 58 δισ. δρχ. αναμένεται να διαμορφωθούν οι ενοποιημένες πωλήσεις του ομίλου ΣΑΡΑΝΤΗΣ για το 2000, εμφανίζοντας αύξηση 35% σε σχέση με το 1999. Τα κέρδη προ χρηματοοικονομικών και αποσβέσεων αναμένεται ότι θα ξεπεράσουν τα 8 δισ. δρχ., ενώ τα λειτουργικά αποτελέσματα θα υπερβούν τα 7 δισ. δρχ., εμφανίζοντας αύξηση 80% σε σχέση με την προηγούμενη χρήση. Τα κέρδη προ φόρων του ομίλου αναμένεται ότι θα κυμανθούν μεταξύ 4,7 – 5,3 δισ. δρχ. έναντι 5,9 δισ. δρχ. του 1999. Όσον αφορά τη φετινή χρήση, οι πωλήσεις της μητρικής του ομίλου εκτιμάται ότι θα φτάσουν τα 17,5 δισ. δρχ. και η προ φόρων κερδοφορία τα 3,3 δισ. δρχ.