Η λειτουργία σήμερα του συστήματος ελέγχου της ασφάλειας των τροφίμων είναι αποτελεσματικότερη από ποτέ, αλλά αντιστρόφως ανάλογα κυμαίνεται η δυσπιστία των καταναλωτών συνεπεία της οικονομικής κρίσης. Αντίδοτο για την ανάκτηση της εμπιστοσύνης τους είναι ο αμφίπλευρος κοινωνικός διάλογος κι ο εξορθολογισμός του συστήματος των δημόσιων ελέγχων, υποστηρίζει ο κ. Ρόδιος Γαμβρός, ένας από τους πλέον καταξιωμένους εμπειρογνώμονες στα ζητήματα της ασφάλειας και της ποιότητας τροφίμων.
Οι αρχές έχουν ρόλο διακριτό επίβλεψης των ισορροπιών στη σχέση επιχειρήσεων-καταναλωτών, αναλαμβάνοντας την προστασία του καταναλωτή. «Αλλά η έννοια της προστασίας συνεπάγεται ότι ο υπό προστασία τελεί εν κινδύνω. Από ποιον, όμως; Από τις επιχειρήσεις τροφίμων;», διερωτάται ο κ. Ρ. Γαμβρός, απαντώντας: «Μα αυτές κατά τη σύγχρονη αντίληψη και τάση στηρίζουν την ύπαρξή τους όχι απλώς στην επιλογή των προϊόντων τους από τον καταναλωτή, αλλά στην αμέριστη ικανοποίηση των αναγκών του».
Όπως εξηγεί, «το θεσμικό πλαίσιο, όπως έχει διαμορφωθεί στην ΕΕ μετά το 2000 με τη Λευκή Βίβλο, καθιστά σαφώς την επιχείρηση υπόλογο για την ασφάλεια των τροφίμων της. Διακρίνοντας την ποιότητα από την ασφάλεια, είναι κοινός τόπος ότι η επιχείρηση προσφέρει προϊόντα στην ποιότητα που προσελκύει τον καταναλωτή ακριβώς ως στοιχείο της διαφοροποίησής της έναντι των ανταγωνιστών της, αλλά τούτο είναι αδιανόητο χωρίς εγγυήσεις για την ασφάλειά τους. Και επειδή χωρίς ασφάλεια η ποιότητα καταρρέει, συμπαρασύροντας την εμπιστοσύνη, η ασφάλεια των καταναλωτών είναι αδιαπραγμάτευτος όρος αλλά και μέσο αυτοπροστασίας των επιχειρήσεων.
Γι’ αυτό αναπτύσσουν και εφαρμόζουν συστήματα εσωτερικών αυτοελέγχων, πολλαπλάσιου βάθους και βαρύτητας από τα συστήματα που εφαρμόζουν οι δημόσιες αρχές. Φυσικά, ο ελεγκτικός ρόλος των τελευταίων είναι απαραίτητος για τη δημόσια επικύρωση των αποτελεσμάτων του αυτοελέγχου των επιχειρήσεων, αλλά δεν τον υποκαθιστούν. Ούτε πρέπει, άλλωστε, γι’ αυτό οι δημόσιοι έλεγχοι είναι περιοδικοί, όχι μόνιμοι όπως των επιχειρήσεων.
Συνοπτικά, αυτή είναι η αντίληψη του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου αναφορικά με την ασφάλεια των τροφίμων. Είναι, τάχα, θωρακισμένο 100%; Όχι, εφόσον ενίοτε προκύπτουν ζητήματα εκτός σχεδιασμού και λογικών προβλέψεων. Πχ θα απαιτούσε γενναία δόση διαστροφής η έμπνευση κάποιου μελετητή συστημάτων ποιότητας, εάν προέβλεπε την ανάγκη ανίχνευσης του DNA των προϊόντων κρέατος, προκειμένου να αποκλείσει το ενδεχόμενο της νόθευσής του με μη δηλωμένο κρέας αλόγου λίγους μήνες πριν το συμβάν! Αλλά πέραν αυτού, εφόσον όλα τα συστήματα εφαρμόζονται από ανθρώπους, δεν μπορεί να αποκλειστεί το σφάλμα.
Σημασία έχει ότι η διαχρονική μελέτη των τρόπων εξέλιξης και αντίδρασης όλου του συστήματος (δηλ. επιχειρήσεων και δημόσιων αρχών) στο οποιοδήποτε συμβάν αμφισβήτησης της ασφάλειας των τροφίμων επιβεβαιώνει ότι τόσο ο εντοπισμός του όσο και η εκρίζωση των αιτίων του είναι αποτελεσματικότερος και ταχύτερος από κάθε άλλη προηγούμενη εποχή».
Η δυσπιστία του καταναλωτή
σελφ σέρβις: Παρ’ όλα αυτά οι επιχειρήσεις σήμερα είναι εξαιρετικά διστακτικές ως προς το να ενθαρρύνουν με τη συμμετοχή τους τον δημόσιο διάλογο για την ασφάλεια των τροφίμων. Παρεμβαίνουν μόνον αμυντικά, πχ στη συγκυρία κρουσμάτων αμφισβήτησης της ασφάλειας των προϊόντων τους. Γιατί;
Ρόδιος Γαμβρός: Ακόμα και σε αυτό το πεδίο η πρόοδος είναι σημαντική. Δεν είναι μακριά η εποχή που η διαπίστωση ενός προβλήματος ασφάλειας λειτουργούσε ως κόλαφος για ολόκληρες κατηγορίες τροφίμων ή για συγκεκριμένη μάρκα. Αντίθετα, σήμερα διαβάζουμε δημοσιεύσεις τύπου και ανακοινώσεις του ΕΦΕΤ σχετικά με ανακλήσεις προϊόντων, οι οποίες συχνά γίνονται προληπτικά και αυτόβουλα από τις επιχειρήσεις. Η διαχείριση τέτοιων περιστατικών γίνεται ασύγκριτα ομαλότερα σε σχέση με προηγούμενες δεκαετίες, ώστε προλαμβάνεται η δημιουργία κλίματος ανασφάλειας του καταναλωτή, η οποία άλλοτε τον οδηγούσε σε μηδενιστικές προσεγγίσεις του τύπου «δεν βασίζομαι πια σε κανέναν» ή ακόμα και σε μη αιτιολογημένες αλλαγές των καθημερινών του διατροφικών συνηθειών.
Άραγε, φτάσαμε εκεί που θα θέλαμε; Όχι ακόμα. Τη σχετική ατζέντα οι επιχειρήσεις την ανοίγουν σιγά-σιγά και μεμονωμένα με τους καταναλωτές των προϊόντων τους. Για την ώρα το ζητούμενο αφορά μάλλον στη δημιουργία αληθινών σχέσεων εμπιστοσύνης, αποκτημένων αμφίδρομα και διαδραστικά, πέρα από τον τελικό στόχο της ολόπλευρης ικανοποίησης του καταναλωτή. Κι αυτό διότι, λόγω του γενικότερου αρνητικού κλίματος, οι καταναλωτές μπορεί μεν να επιλέγουν τα προϊόντα βάσει της ικανοποίησης που εισπράττουν, αλλά δυσπιστούν πλήρως στα μηνύματά που αυτά τους απευθύνουν, πράγμα που εμποδίζει τις εταιρείες τροφίμων να τους εκπαιδεύουν με τα ουσιώδη μηνύματά τους αναφορικά, λχ, με το πώς να κάνουν πιο υγιείς επιλογές, πώς να βελτιώνουν τη διατροφή τους κλπ.
Οι επιχειρήσεις σήμερα, είτε διότι το επιβάλει η νομοθεσία είτε διότι το επιλέγουν στρατηγικά οι ίδιες, διοχετεύουν πληθώρα σημαντικών πληροφοριών προς τον καταναλωτή. Όμως, αυτός δίνει μικρή σημασία, αν όχι αδιαφορεί, εξαιτίας της δυσπιστίας που τον καταλαμβάνει. Με άλλα λόγια, ο αντίπαλος των επιχειρήσεων σήμερα είναι η άκριτη απόρριψη των μηνυμάτων τους, αντίθετα προς το ευκταίο: την κριτική τοποθέτηση των καταναλωτών στα μηνύματά τους, που αυξάνει την εμπιστοσύνη τους προς αυτές.
Κοινωνικός διάλογος
σελφ σέρβις: Τι προτείνετε σχετικά με την προσέγγιση του ευκταίου;
Ρόδιος Γαμβρός: Κατ’ αρχήν χρειαζόμαστε περισσότερους συνομιλητές πέραν των επαγγελματικών Συνδέσμων ή των μεμονωμένων επιχειρήσεων. Προκειμένου να διευρυνθεί ο διάλογος, χρειάζεται η αμφίπλευρη συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων. Συνεπώς και των οργανώσεων καταναλωτών. Ωστόσο, αυτές δεν συμπεριφέρονται ακόμα ως συνομιλητές. Τρόπον τινά ο δισταγμός των επιχειρήσεων να συζητήσουν δημόσια με αυτές, εκφράζεται αντίστοιχα και από την πλευρά τους.
Μάλιστα, νομίζω ότι οι οργανώσεις καταναλωτών κυριαρχούνται από τον προβληματισμό μήπως η συμμετοχή τους σε ένα δημόσιο διάλογο με τις επιχειρήσεις τις εκθέσει έναντι του κοινού τους. Έτσι όμως, η αποστασιοποίηση στο όνομα, υποθέτω, της διαφύλαξης του αδέκαστου χαρακτήρα της αποστολής τους, σκοτώνει την επικοινωνία.
Το παρήγορο είναι ότι συν τω χρόνω η υπόθεση της επικοινωνίας περνά απευθείας στα χέρια του καταναλωτή μέσω των social media, τα οποία έχουν το πλεονέκτημα ότι τον αφήνουν να αποφασίζει αυτός για την επικοινωνία του με τις επιχειρήσεις, όποτε θέλει και όπως νομίζει. Πρόκειται, ίσως, για τον πρόδρομο ενός επόμενου βήματος στην πορεία για την ολόπλευρη ικανοποίηση του καταναλωτή.
Δημόσιοι έλεγχοι και γραφειοκρατικές αγκυλώσεις
σελφ σέρβις: Υπάρχει και το μείζον ζήτημα της αρνητικής κουλτούρας σχέσεων μεταξύ επιχειρήσεων και δημόσιων ελεγκτικών αρχών, που διαμεσολαβείται από τη γραφειοκρατική οργάνωση της δημόσιας διοίκησης. Πώς βαίνουν τα πράγματα σήμερα;
Ρόδιος Γαμβρός: Πρώτο απ’ όλα το θέμα της ενιοποίησης των ελέγχων υπό ενιαίο σχήμα, τουλάχιστον προσωπικά, με ακολουθεί από την έναρξη της καριέρας μου στον χώρο των τροφίμων και μετά από 35 χρόνια, παραμένει φλέγον. Κάθε φορά που ανοίγει η συζήτησή του αντί η προτεραιότητα να δίνεται στην ασφάλεια των τροφίμων επ’ ωφελεία επιχειρήσεων και καταναλωτών, την προλαμβάνουν τα συντεχνιακά ζητήματα της δημόσιας γραφειοκρατίας.
Με τον ΕΦΕΤ έγινε ένα βήμα, αλλά δυστυχώς η ίδια η πολιτεία υπονόμευσε τη σημασία του, περιφέροντάς τον ως εποπτευόμενο οργανισμό από υπουργείο σε υπουργείο. Εν πάση περιπτώσει, είναι υποχρέωσή μας ως χώρα-μέλος της ΕΕ να έχουμε μια ενιαία αρχή ελέγχων, πράγμα το οποίο πρέπει να επισημαίνεται έντονα σε κάθε αφορμή που οι κατεστημένες νοοτροπίες ή οι διοικητικές δυσπραγίες της δημόσιας διοίκησης λειτουργούν ως άλλοθι για την παραβίαση της ίδιας της αποστολής της.
Διότι αυτό συμβαίνει όταν πχ μια επιχείρηση υγειονομικού ενδιαφέροντος, ενώ καταταλαιπωρείται με επουσιώδεις γραφειοκρατικές διαδικασίες μέχρι την αδειοδότησή της, στο εξής η κατοχή άδειας ενδεχομένως εκλαμβάνεται ως τεκμήριο εσαεί τήρησης των όρων ασφάλειας ή όταν η άδεια της χορηγείται με κριτήριο, όχι αν ο επιχειρηματίας είναι επαγγελματίας του κλάδου των τροφίμων, αλλά το ύψος της τουαλέτας ή το φάρδος της κουζίνας του μαγαζιού του…
Υπάρχουν, βέβαια, τομείς των αρμόδιων ελεγκτικών αρχών που τηρούν την περιοδικότητα στο πρόγραμμα των ελέγχων τους –ο ΕΦΕΤ έχει βάλει αρκετά πράγματα στη θέση τους. Πρέπει, όμως, να εμβαθύνει η συζήτηση στη θέσπιση κριτηρίων τόσο για τη διενέργεια όσο και την περιοδικότητα των ελέγχων, κυρίως βάσει του ρίσκου που προκύπτει από τη φύση της δραστηριότητας της εκάστοτε επιχείρησης από πιθανούς κινδύνους, όπως και του ιστορικού της σε προηγούμενους ελέγχους.
Δεν μπορεί, λχ, να εξομοιώνονται από άποψη κριτηρίων οι επιχειρήσεις που διαχειρίζονται ευαλλοίωτα τρόφιμα με εκείνες που συσκευάζουν όσπρια. Σπατάλη, αναποτελεσματικότητα, υπονόμευση Επίσης, εξακολουθεί να ισχύει το παράδοξο η εκάστοτε ελεγκτική υπηρεσία να εφαρμόζει αποκλειστικά δικό της τρόπο ελέγχων και επιβολής κυρώσεων λειτουργώντας εκτός του οποιοδήποτε πλαισίου συντονισμού και συνεργασίας με τις υπόλοιπες ελεγκτικές υπηρεσίες.
Δεν είναι δα σπάνιο μια επιχείρηση να εγκαλείται για μια παράβαση από την υγειονομική υπηρεσία, όταν η κτηνιατρική υπηρεσία κι ο ΕΦΕΤ αποφαίνονται στις εκθέσεις τους για την επάρκειά της στην τήρηση των προδιαγραφών ασφάλειας…! Μόλις τώρα προωθείται στη Βουλή κοινό πλαίσιο για κυρώσεις. Χωρίς συντονισμό του ελεγκτικού έργου, αφενός, το κόστος των ελέγχων αποβαίνει να είναι σπατάλη, αφετέρου, μειώνεται η αποτελεσματικότητά τους, καθώς είναι ανύπαρκτη η σφαιρική προσέγγιση της σύνδεσης των ουσιωδών παραμέτρων της ασφάλειας εκ μέρους των ελεγκτικών μηχανισμών. Το αντίθετο θα προσανατόλιζε αποτελεσματικά την ελεγχόμενη επιχείρηση, η οποία, αν, όντας μικρή, δεν διαθέτει ίδιες υποδομές τεχνογνωσίας, καταδικάζεται στη σύγχυση.
Η κατάσταση αλλάζει αλλά με σοβαρά πισωγυρίσματα– είχα την τιμή να συμμετέχω στην ομάδα που δούλεψε το σχετικό σχέδιο νόμου για την αντικατάσταση Υγειονομικής Διάταξης και την προσαρμογή της στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Ο νόμος ήδη δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ πλην, όμως, ακόμα δεν έχω καταλάβει γιατί η δημοσίευσή του δεν αποτελεί επαρκή συνθήκη για την εφαρμογή του, αλλά απαιτείται η έκδοση ενός σωρού συνοδευτικών εγκυκλίων!
Επίσης, αρνούμαι να καταλάβω τις επιλεκτικές αντιστάσεις στην εφαρμογή του από στελέχη των αρμοδίων υπηρεσιών, τα οποία, ενώ λαμβάνουν υπόψιν τους τις καινούργιες διατάξεις, δεν αφαιρούν τις καταργημένες από τη νέα νομοθεσία, επιδεινώνοντας την κατάσταση! Είναι αδιανόητη η συντεχνιακή στρέβλωση. Και να ‘λεγε κανείς ότι η νέα νομοθεσία υποβαθμίζει το δημόσιο ελεγκτικό έργο… Το αντίθετο συμβαίνει: Ο ελεγκτής ζητείται να αξιολογεί επί της ουσίας τον ελεγχόμενο! Προσωπικά θέτω τον εαυτό μου στην υπηρεσία της ηγεσίας των ελεγκτικών αρχών, προκειμένου να μεταφέρω την όποια τεχνογνωσία μου στο προσωπικό τους…
Κοινές μέριμνες για την ασφάλεια
σελφ σέρβις: Περιθώρια ανάπτυξης κοινών πρωτοβουλιών προμηθευτών και λιανεμπόρων για την ανάκτηση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης, για τη θωράκιση της ασφάλειας και την επίτευξη οικονομιών κλίμακος στις ελεγκτικές διαδικασίες στην εφοδιαστική αλυσίδα κοκ υπάρχουν;
Ρόδιος Γαμβρός: Στις σημερινές συνθήκες είναι πολυτέλεια να μη συνεργάζονται οι δύο πλευρές στα ζητήματα της ασφάλειας των τροφίμων. Μπορεί ως τμήματα της αλυσίδας εφοδιασμού να έχουν διακριτούς ρόλους, μπορεί η νομοθεσία ορθώς να ορίζει την υπευθυνότητα καθεμιάς πλευράς στον τομέα που επηρεάζει, αλλά όσο κοινός μεταξύ τους είναι ο στόχος της ικανοποίησης του καταναλωτή των brands άλλο τόσο κοινή πρέπει να γίνεται η μέριμνά τους για τα ζητήματα της ασφάλειας.
Το απαιτεί, άλλωστε, ο νόμος, με την έννοια ότι ο εντοπισμός ενός προβλήματος σε ένα κομμάτι της αλυσίδας πρέπει να μεταβιβάζεται επειγόντως ως σήμα στα υπόλοιπα. Ουδείς αποφασίζει μονομερώς. Όχι τυχαία οι ειδήμονες στα της εφοδιαστικής αλυσίδας θέτουν ως στόχο τις «ομαλά λειτουργούσες αλυσίδες εφοδιασμού» ως προϋπόθεση της επιτυχίας κάθε μεμονωμένου κρίκου τους. Σημασία έχει ότι, τουλάχιστον οι μεγάλες επιχειρήσεις των δύο πλευρών, διαλέγονται πλέον σε ζητήματα ποιότητας και ασφάλειας τροφίμων, η επικοινωνία πια δεν είναι μονοδιάστατη. Εξάλλου, τα πεδία του συντονισμού των παρεμβάσεών τους είναι πολλά.
Από την εξοικονόμηση πόρων, πχ λόγω της εξάλειψης των αλληλοεπικαλυπτόμενων ελέγχων, μέχρι την από κοινού υιοθέτηση αυστηρών απαιτήσεων στους όρους διανομής, ώστε το προϊόν να μην υπόκειται σε ταλαιπωρίες μέχρι να εκτεθεί προς πώληση, να μην καταλήγει στα απορρίμματα όχι μόνο γιατί καταστράφηκε πριν φτάσει στο ράφι, αλλά και γιατί ο καταναλωτής δεν τα διατήρησε σωστά, λόγω ελλιπούς ενημέρωσης. Πέρα από το περιβαλλοντικό και ηθικό ζήτημα της αδικαιολόγητης καταστροφής των τροφίμων, το πρόβλημα της οικονομικής σπατάλης αφορά όλους και πρέπει να το λύσουμε με αμοιβαία επωφελή τρόπο βιομηχανία, λιανεμπόριο και καταναλωτές.