Σε φάση σταδιακής «διόρθωσης» μπαίνουν οι καθυστερήσεις πληρωμών των εταιρειών του κλάδου προς τους προμηθευτές τους, όπως και τα αποθέματά τους. Στόχος είναι η ταχύτερη κυκλοφορία του χρήματος, η μείωση του ρίσκου που συνήθως ενέχουν οι καθυστερήσεις πληρωμών, όπως και η απελευθέρωση κεφαλαίων προς υλοποίηση περισσότερων επενδύσεων και περιορισμού των υποχρεώσεων, μακροπρόθεσμων και βραχυπρόθεσμων, των αλυσίδων.
Σε ό,τι αφορά ειδικότερα τις καθυστερήσεις πληρωμών, ο σταδιακός περιορισμός τους ενισχύει τη ρευστότητα των παραγωγών, οι οποίοι συναλλάσσονται με τους προμηθευτές και τους χονδρεμπόρους με βασικό εργαλείο τους την πίστωση, ενόσω οι εταιρείες της οργανωμένης λιανικής και χονδρικής, μικρές και μεγάλες, έχουν την πολυτέλεια των πωλήσεων τοις μετρητοίς, άρα έχουν επαρκή ρευστότητα να εξυπηρετούν ευκολότερα πάγιες και έκτακτες δαπάνες τους, όπως και τα επενδυτικά τους σχέδια.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της φετινής έκδοσής μας «Πανόραμα των Ελληνικών Σούπερ Μάρκετ», το 2023 ο μέσος όρος των ημερών πίστωσης 35 αλυσίδων του κλάδου παρουσίασε μείωση κατά 4,3 ημέρες, φτάνοντας στις 90 ημέρες έναντι 94,3 ημερών το 2022 και 99,5 ημερών το 2021. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά «η τιμή αυτή απεικονίζει τα συνήθη για τον κλάδο επίπεδα, αρκετά μακριά από τις υψηλότερες τιμές που έχουν καταγραφεί στο παρελθόν».
Ένας από τους βασικούς λόγους που περιορίσθηκαν οι χρόνοι πίστωσης σε μέσα επίπεδα, σύμφωνα με τα στοιχεία της εν λόγω έκδοσης, ήταν ότι «οι εμπορικές υποχρεώσεις των εταιρειών του δείγματος παρουσίασαν αύξηση κατά 4,98%, διαμορφούμενες στα 2,77 δισ. ευρώ, η οποία ως ποσοστό μπορεί να είναι φαινομενικά αξιόλογη, αλλά συγκρινόμενη με την αντίστοιχη αύξηση του κόστους πωληθέντων (περιλαμβανομένου του ΦΠΑ) κατά 10,01%, στα 11,09 δισ. ευρώ, πρακτικά ώθησε τους δείκτες ημερών πιστώσεων σε σημαντική πτώση». Πρόκειται για δείκτη ο οποίος δίνει μία αρκετά πιο καθαρή εικόνα σχετικά με τις τάσεις της ρευστότητας στην αγορά των σούπερ μάρκετ, λόγω της μεγάλης βαρύτητας των εμπορικών πιστώσεων».
Σημειώνουμε ότι από τις 35 εταιρείες, που αποτέλεσαν φέτος το δείγμα των υπό μελέτη εταιρειών του «Πανοράματος», οι 21 εμφάνισαν μείωση των ημερών πίστωσης και οι 14 αύξηση, ενώ οι επτά από τις δέκα μεγαλύτερες παρουσίασαν επίσης μείωση.
Τι λέγεται στην αγορά
Από την πλευρά τους, τα στελέχη του κλάδου προσθέτουν ακόμη έναν λόγο για τον οποίο περιορίστηκε ο χρόνος πληρωμών. Δεν είναι άλλος από την εφαρμογή της κοινοτικής Οδηγίας για πληρωμές μέχρι τις τριάντα και τις εξήντα ημέρες σε προμηθευτές, οι οποίοι παράγουν είτε γεωργικά προϊόντα είτε προϊόντα των οποίων οι πρώτες ύλες προέρχονται σε μεγάλο βαθμό από τον πρωτογενή τομέα. Το εν λόγω θέμα επισημαίνεται, άλλωστε, στην έκδοση του Πανοράματος. Παράγοντες του κλάδου θεωρούν, ωστόσο, ότι αυτός ήταν το 2023 η βασικότερη αιτία για την οποία επιταχύνθηκαν οι πληρωμές, καθότι η σχετική Οδηγία επηρέασε έναν μεγάλο όγκο προϊόντων, άρα ένα μεγάλο όγκο συναλλαγών. Μάλιστα, εξηγούν ότι οι συγκεκριμένες συναλλαγές άρχισαν να επιταχύνονται από το 2022, αλλά η διαφορά φάνηκε κυρίως το 2023 κι αυτό διότι την πρώτη χρονιά εφαρμογής της Οδηγίας η αγορά δεν ανταποκρίθηκε στο βαθμό που όφειλε, προφανώς επειδή δεν είχε την απαιτούμενη ρευστότητα. Ωστόσο, πλέον οι χρόνοι πληρωμών έχουν μπει σε τάξη κατά τον νόμο και οι συναλλαγές με τους προμηθευτές των αλυσίδων ολοκληρώνονται στις τριάντα και τις εξήντα ημέρες, ανάλογα με το είδος του εκάστοτε παραγωγού.
Σημαντική επιτάχυνση των πληρωμών διαπιστώνεται και στις περιπτώσεις ακραίων καθυστερήσεων, όπως η εξόφληση των τιμολογίων που εκδίδουν οι «μικροί» παραγωγοί προϊόντων πέραν του τομέα των τροφίμων, δηλαδή προϊόντων που δεν έχουν σημαντική ζήτηση, όπως για παράδειγμα τα σκεύη κουζίνας, τα μανταλάκια, διάφορα εποχικά είδη κ.ά., των οποίων οι πληρωμές συνήθως καθυστερούν κατά 200 ή και 250 ημέρες. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια η αγορά του κλάδου έχει περιορίσει αισθητά καθυστερήσεις στις σχετικές συναλλαγές της έως και 25%, όπως εκτιμάται.
Στο «ψαλίδισμα» των καθυστερήσεων πληρωμών έχουν συμβάλλει επίσης οι πολυεθνικές εταιρείες, οι οποίες στην πλειονότητά τους άρχισαν να χορηγούν κίνητρα, προκειμένου να τονώσουν την κυκλοφορία του χρήματος. Το βασικότερο αυτών ήταν η χορήγηση υψηλότερων επιτοκίων, ώστε σταδιακά οι εξοφλήσεις των τιμολογίων να είναι ταχύτερες. Κατ’ αυτό τον τρόπο αφενός εξασφάλισαν υψηλότερη ρευστότητα και αφετέρου περιόρισαν τον κίνδυνο των απωλειών από το ρίσκο που έχουν πάντα οι πολύμηνες πιστώσεις στις συναλλαγές.
Γενικότερα στην αγορά ένας καλός μέσος χρόνος πληρωμών είναι οι ογδόντα ημέρες. Βέβαια, υπάρχουν και οι περιπτώσεις αλυσίδων που εξοφλούν ακόμη και στις 150 ημέρες. Οι μεγαλύτερες καθυστερήσεις στις καταβολές των οφειλών εντοπίζονται στα μη τρόφιμα και ιδιαίτερα σε κωδικούς ένδυσης και υπόδησης, επίπλων, ειδών διακόσμησης, εξοπλισμού κουζίνας και άλλων εξειδικευμένων προϊόντων. Πάντως, η τάση σήμερα είναι να συνεχιστεί ο ρυθμός μείωσης των χρόνων εξόφλησης των παραστατικών. Τα στελέχη του κλάδου εκτιμούν ότι στα επόμενα λίγα χρόνια οι καθυστερήσεις πληρωμών είναι δυνατόν να περιοριστούν σε μέσο επίπεδο κατά ακόμη πέντε ημέρες.
Μία παράμετρος που μπορεί να επηρεάσει αισθητά την ταχύτητα συναλλαγών είναι οι εξαγορές μεταξύ αλυσίδων σούπερ μάρκετ. Ειδικότερα, όπως σχολιάζουν παράγοντες του κλάδου, εφόσον σε κάποιο τέτοιο deal εμπλέκονται μεγάλα εταιρικά σχήματα και η αλυσίδα που απορροφά κατόπιν εξαγοράς κάποια άλλη, παρουσιάζει ταχύτερους χρόνους πληρωμών από την εξαγορασθείσα, τότε ο συνολικός μέσος χρόνος πληρωμών συνολικά θα συντομευθεί. Αντίθετα, αν ο χρόνος πληρωμών της εταιρείας που εξαγοράζει και απορροφά μια δεύτερη είναι πιο αργοί εκείνης, θα επιβραδυνθεί γενικότερα η μέση επίδοση του κλάδου. Στο βαθμό, λοιπόν, που τα προσεχή έτη διαπιστωθεί ένταση των διαδικασιών συγκέντρωσης στο «top 10» των επιχειρήσεων του κλάδου, είναι βέβαιο ότι τα deals που θα γίνουν θα καθορίσουν την επίδραση στον κλαδικό μέσο χρόνο πληρωμών των προμηθευτών.
Μειώνονται τα στοκ στις αποθήκες του λιανεμπορίου
Ταυτόχρονα με τη μείωση του ρυθμού αποπληρωμής των τιμολογίων, διαπιστώνεται και η μείωση των αποθεμάτων που διατηρούν οι αλυσίδες στις κεντρικές τους αποθήκες. Όπως χαρακτηριστικά εξηγείται στο φετινό «Πανόραμα των Ελληνικών Σούπερ Μάρκετ», «ο λόγος είναι ότι τα αποθέματα αυξήθηκαν κατά 1,90%, με ρυθμό σαφώς μικρότερο της αύξησης του κόστους πωληθέντων κατά 10,01%. Άλλωστε, αυτό διαπιστώνεται και στην αύξηση της κυκλοφοριακής ταχύτητας αποθεμάτων κατά 0,55 στις 7,48 ημέρες».
Αυτή η εξέλιξη κατά τους αναλυτές «οφείλεται εν μέρει στην ομαλοποίηση της αγοράς σε ό,τι αφορά τις ανατιμήσεις. Η αιτία είναι ότι τα αποθέματα επηρεάζονται πιο γρήγορα από τις εξελίξεις στις τελικές τιμές και επομένως ταχύτερα από τις πωλήσεις, διότι, ενόσω αγοράζονται και παραλαμβάνονται οι νέες παρτίδες των προϊόντων από τους προμηθευτές, στη λιανική διατίθεται ακόμα το στοκ προϊόντων με τις προηγούμενες τιμές».
Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2023 οι 35 αλυσίδες του δείγματος της έκδοσης παρουσίασαν μείωση των ημερών αποθεμάτων κατά 3,2 ημέρες, φτάνοντας τις 40,5 ημέρες. Οι επιχειρήσεις του δείγματος εμφάνισαν γενικά μοιρασμένες τάσεις σε ό,τι αφορά τον χρόνο αποθεμάτων. Ειδικότερα, οι δεκαπέντε από τις 35 εταιρείες του δείγματος εμφάνισαν αύξηση και οι είκοσι μείωση, ενώ η εικόνα στην πρώτη δεκάδα των εταιρειών ήταν κάπως διαφορετική, καθώς οι οκτώ εμφάνισαν μείωση και μόλις οι δύο αύξηση. Αξίζει να αναφερθεί ότι οι 26 από τις 35 αλυσίδες του δείγματος εμφάνισαν λιγότερες από εξήντα ημέρες αποθεμάτων, ενώ από αυτές οι εννιά είχαν διάρκεια αποθεμάτων κάτω των τριάντα ημερών. Παρά τη μείωση, σε γενικές γραμμές τα αποθέματα παρέμειναν σε συνήθη επίπεδα για τον κλάδο, αλλά συνεχίζουν να υπάρχουν τα περιθώρια για την περεταίρω μείωσή τους.
Παράμετροι εξορθολογισμού των αποθεμάτων
Ενδιαφέρον έχουν τα σχόλια ανώτατων στελεχών της αγοράς σχετικά με την πορεία μείωσης των αποθεμάτων του κλάδου, σχόλια τα οποία αναφέρονται κυρίως στις πρακτικές και τις στρατηγικές που ακολουθούν οι αλυσίδες σούπερ μάρκετ. Πιο συγκεκριμένα, όπως εξηγούν, τα τελευταία λίγα χρόνια δίδεται πραγματική μάχη τόσο από τις λιανεμπορικές επιχειρήσεις όσο και από τους προμηθευτές τους να υπάρξει εξορθολογισμός των αποθεμάτων με τη βοήθεια και της τεχνολογίας. Είναι γνωστό ότι και οι δύο πλευρές της αγοράς επενδύουν σημαντικά στην αξιοποίηση των τεχνολογικών μέσων, που βελτιώνουν τη διαχείριση του στοκ. Σε κάθε περίπτωση η μείωση των αποθεμάτων είναι ευκολότερη στις αλυσίδες που εμφανίζουν υψηλότερη-ταχύτερη απόδοση ανά τετραγωνικό μέτρο στα καταστήματα τους. Παράλληλα, οι προμηθευτές με την πάροδο των ετών έπαψαν να δέχονται επιστροφές, οπότε και λιανεμπορικές επιχειρήσεις έχουν γίνει περισσότερο προσεκτικές στις παραγγελίες τους, ιδιαίτερα όταν προμηθεύονται μεγάλες ποσότητες προϊόντων με σκοπό την υποστήριξη προωθητικών και εκπτωτικών ενεργειών.
Γι’ αυτές τις περιπτώσεις ο γενικός κανόνας είναι να θέτουν σε προσφορά προϊόντα που δεν είναι ούτε ακριβά ούτε μικρά, ώστε να εξασφαλίζεται η ταχύτητα της ζήτησης και η εύκολη κάλυψη των επιφανειών ραφιών, που σε κάθε προσφορά πρέπει είναι γεμάτες με τα υπό προώθηση προϊόντα, ώστε να κερδίζεται η προσοχή του καταναλωτή.
Μια ακόμη πρακτική που βοηθά στη γενναία μείωση του στοκ μετά τη λήξη μίας προσφοράς, είναι η εμπλοκή στην προωθητική ενέργεια περισσότερων κωδικών του ίδιου προϊόντος, ώστε το ράφι να μοιράζεται μεταξύ διαφορετικών συσκευασιών. Τα πολλά και ταχυκίνητα προϊόντα χαμηλού κόστους αγοράς εξυπηρετούν την προσπάθεια του λιανεμπορίου να μην αυξάνει τα αποθέματά του κατά τη διενέργεια των προσφορών. Όσο ακριβότερο είναι ένα προϊόν τόσο περισσότερο αυξάνεται ο κίνδυνος να στοκάρονται στις αποθήκες μεγαλύτερες ποσότητές του. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι λιανεμπορικές αλυσίδες δεν προβαίνουν και σε προσφορές ακριβών προϊόντων. Απλώς είναι λιγότερο συχνές και πραγματοποιούνται με ιδιαίτερη προσοχή.
Σε κάθε περίπτωση η μείωση των στοκ απελευθερώνει κεφάλαια. Γι’ αυτό οι επιχειρήσεις της οργανωμένης λιανικής επιμένουν ιδιαίτερα στην καλύτερη δυνατή διαχείριση των αποθεμάτων τους. Βέβαια, όσο λιγότεροι είναι οι κωδικοί που διακινεί μια αλυσίδα, τόσο περισσότερο περιορίζεται και το ενδεχόμενο σχηματισμού μεγάλων στοκ. Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι στην Ελλάδα η ποικιλία των κωδικών του μέσου σούπερ μάρκετ είναι υπερβολικά πλούσια, άρα ανάλογων απαιτήσεων είναι η διαχείρισή τους, όπως άλλωστε και των αποθεμάτων τους, σε αντίθεση, για παράδειγμα, με αγορές της Βόρειας Ευρώπης, όπου ανά προϊόν διακινούνται σαφώς λιγότεροι κωδικοί, οπότε η διαχείριση των αποθεμάτων τους είναι ευκολότερη.
Πάντως, πρέπει να σημειώσουμε ότι τόσο οι λιανεμπορικές επιχειρήσεις όσο και οι προμηθευτές τους επιδιώκουν να περιορίζουν το συνολικό αριθμό των κωδικών που εμπορεύονται. Πρόκειται για μία τάση που διαπιστώνεται κυρίως τα τελευταία χρόνια, παρότι η σχετική συζήτηση απασχολεί την αγορά του κλάδου από παλιά. Όπως εξηγούν στελέχη της, η τάση αυτή θα έχει συνέχεια μέχρι να επιτευχθούν οι επιδιωκόμενες οικονομίες κλίμακος και για τις δύο πλευρές της αγοράς.