Σε περίοδο ομαλών συνθηκών ανάπτυξης έχει εισέλθει ήδη από το 2024 το οργανωμένο λιανεμπόριο, ενόσω τα στελέχη του εκτιμούν ότι ανάλογο θα είναι το κλίμα που θα επικρατήσει και το 2025. Τα πρώτα επίσημα στοιχεία δείχνουν ότι την περσινή χρονιά καταγράφηκε αύξηση του κλαδικού κύκλου εργασιών κατά 2%-2,5% έναντι του 2023. Κάποια πιο αισιόδοξα στελέχη του κλάδου υποστηρίζουν ότι η εν λόγω αυξητική μεταβολή κυμαίνεται περί το 3,5%.

Πρόκειται για ανάπτυξη που αποδίδεται αποκλειστικά στην αύξηση του όγκου πωλήσεων. Τα πρώτα διαθέσιμα στοιχεία εμφανίζουν τη μεν ζήτηση σε όγκο αυξημένη επίσης περίπου κατά 2,5 ποσοστιαίες μονάδες συγκριτικά με το 2023, τον δε πληθωρισμό στα προϊόντα των σούπερ μάρκετ από μηδέν έως οριακά αρνητικό.

Οι πρώτες προβλέψεις για τη νέα χρονιά αναφέρουν ότι συνολικά η αγορά του κλάδου θα πετύχει ρυθμούς ανάπτυξης ανάλογους του 2024, με τους όγκους των διακινουμένων προϊόντων να αυξάνονται από 1% έως 3% και τον πληθωρισμό να διατηρείται στο επίπεδο του μηδενός. Όπως τονίζουν παράγοντες της αγοράς, ήδη τα τρόφιμα εμφανίζουν αρνητικό πληθωρισμό και στο βαθμό που δεν υπάρξουν δυσάρεστες εκπλήξεις, η τρέχουσα χρήση θα κινηθεί φυσιολογικά, με τη λιανική να εμφανίζει «υγιή ανάπτυξη», δηλαδή ανάπτυξη πριμοδοτούμενη μόνο από την αύξηση της ζήτησης.

Το ευτύχημα είναι, σχολιάζουν παράγοντες του κλάδου, ότι παρά τις έντονες πληθωριστικές πιέσεις των τελευταίων τριών χρόνων ιδίως στην αγορά των τροφίμων, η ζήτηση δεν επλήγη, με αποτέλεσμα τώρα που οι τιμές ισορρόπησαν, ο καταναλωτής να έχει καλύτερη διάθεση όταν ψωνίζει. Οι ίδιοι παράγοντες αναγνωρίζουν, βέβαια, ότι οι αντοχές που έδειξε όλο αυτό το διάστημα η εγχώρια ζήτηση, οφείλεται σε κάποιο βαθμό και στη συνεισφορά της τουριστικής αγοράς.
Σχολιάζοντας το γιατί πέρυσι η ζήτηση σε όγκους κινήθηκε θετικά, όπως και το γιατί εκτιμάται ότι φέτος θα εξακολουθήσει να κινείται ανάλογα, επεσήμαναν ότι σε μεγάλο βαθμό αυτό οφείλεται στη βελτίωση του οικονομικού κλίματος –ειδικότερα, στην ανάπτυξη της εγχώριας οικονομίας, στη μείωση της ανεργίας, στις αυξήσεις των μισθών (έστω κι αν αυτές αφορούσαν κυρίως τον κατώτατο μισθό), στις αυξήσεις των συντάξεων και στο ότι διεθνώς οι κίνδυνοι δεν φαίνεται να απειλούν άμεσα τη χώρα μας, βοηθώντας στη διαμόρφωση κλίματος ομαλότητας στην εγχώρια κατανάλωση.

«Μια ζωή την έχουμε…»
Ενδιαφέρον έχουν τα σχόλια δημοφιλή αναλυτή, τα οποία εκμυστηρεύτηκε σε ανώτατο παράγοντα του κλάδου. Σύμφωνα με αυτά, η αυξημένη ζήτηση σε όγκους σε μία περίοδο που το κόστος ζωής έχει εκτιναχθεί στα ύψη, αποδίδεται στη νοοτροπία αδιαφορίας για την αποταμίευση που εμπεδώνει σταδιακά το ευρύ κοινό, μη έχοντας κάποια καλύτερη επιλογή από το να ζει για το σήμερα. Όπως χαρακτηριστικά ειπώθηκε, «ο μέσος Έλληνας καταναλωτής επιθυμεί να ζει κατά το δυνατόν καλά το σήμερα, αφήνοντας το αύριο στην τύχη». Το καθημερινό καλάθι και το τραπέζι του καταναλωτή καθορίζουν την ποιότητα της ζωής του, οπότε επιλέγει όλο και συχνότερα πλέον να ψωνίζει πέραν των απολύτως απαραίτητων ειδών, αλλά και πιο αυθόρμητα, ώστε μέσα από την καθημερινότητα των αγορών του να βελτιώνει κάπως την ψυχολογική του διάθεση.