Τα προϊόντα βιολογικής καλλιέργειας, εγχώρια και εισαγόμενα, εμφανίζονται όλο και περισσότερο σήμερα στα ράφια των μεγάλων λιανεμπορικών καταστημάτων, κατακτώντας μια διακριτή θέση πλάι στα συμβατικά. Αν και η διείσδυσή τους παραμένει ακόμη χαμηλή (περίπου 2,5%-3%), παρουσιάζει αξιοσημείωτα αυξητική τάση με ορίζοντα την προσεχή δεκαετία.

Τα προϊόντα βιολογικής καλλιέργειας, εγχώρια και εισαγόμενα, εμφανίζονται όλο και περισσότερο σήμερα στα ράφια των μεγάλων λιανεμπορικών καταστημάτων, κατακτώντας μια διακριτή θέση πλάι στα συμβατικά. Αν και η διείσδυσή τους παραμένει ακόμη χαμηλή (περίπου 2,5%-3%), παρουσιάζει αξιοσημείωτα αυξητική τάση με ορίζοντα την προσεχή δεκαετία.

Μετά από τις μεμονωμένες λιανικές επιχειρήσεις και τις μπουτίκ βιολογικών τροφίμων, μερίδιο στη λιανική διακίνηση των συγκεκριμένων ειδών διεκδικούν τώρα και οι μεγάλοι όμιλοι υπεραγορών ακολουθώντας την παγκόσμια τάση.

Τα διατροφικά σκάνδαλα της τελευταίας περιόδου, η επιστημονική εγγύηση για την ωφελιμότητα των βιολογικά παραγόμενων προϊόντων, αλλά και η διαμορφούμενη τάση υπέρ του ευ ζην, συνηγορούν στην ενίσχυση της ζήτησης για τα βιολογικά τρόφιμα και ποτά. Στον αντίποδα, η αισθητά ακριβότερη τιμή τους (σε χονδρική και λιανική), αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για την κατοχύρωσή τους ως βασικό προϊόν κατανάλωσης.

Παράγοντες ωστόσο που αναμένεται να καθορίσουν την ανάπτυξη της συγκεκριμένης αγοράς στη λιανική είναι αφ’ ενός η οργάνωση των παραγωγών, των εμπόρων και της συνολικής αλυσίδας των προμηθευτών, έτσι ώστε να εφοδιάζουν απρόσκοπτα και με συνέπεια τα δίκτυα λιανικής και αφ’ ετέρου η αύξηση της προσφοράς και η ένταση του ανταγωνισμού μεταξύ των προμηθευτών, γεγονός που θα οδηγήσει σε μείωση του κόστους.

ΑΒ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ

H εταιρεία ΑΒ Βασιλόπουλος καινοτόμησε στην ελληνική αγορά των οργανωμένων δικτύων λιανικής, εισάγοντας για πρώτη φορά στα καταστήματά της τόσο νωπά όσο και τυποποιημένα προϊόντα βιολογικής παραγωγής. Διαθέτοντας ήδη εμπειρία τεσσάρων χρόνων σε ό,τι αφορά τη διανομή, παρουσίαση και λιανική πώληση των βιολογικών προϊόντων, προσφέρει ευρεία γκάμα νωπών και συσκευασμένων τροφίμων, στην πλειοψηφία των μεγάλων καταστημάτων του δικτύου της.

Τα εν λόγω προϊόντα, τοποθετημένα σε ξεχωριστούς, ειδικά διαμορφωμένους χώρους, κατέχουν διακριτή θέση έναντι των συμβατικών, τακτική που υπαγορεύεται και από την κείμενη νομοθεσία για τη μεταπράτηση της συγκεκριμένης κατηγορίας, έτσι ώστε να διαχωρίζονται με ευκολία από τα συμβατικά προϊόντα, αλλά και από τα εν γένει “οικολογικής” προέλευσης τρόφιμα, τα οποία ωστόσο δεν διαθέτουν την πιστοποίηση των βιολογικών.

Σύμφωνα με τον κ. N. Στρουμπούλη, υπεύθυνο προμηθειών στον τομέα νωπών προϊόντων της ΑΒ Βασιλόπουλος, μέσω του δικτύου διακινούνται σε ετήσια βάση περίπου 80 κωδικοί φρέσκων φρούτων και λαχανικών, η πλειοψηφία των οποίων είναι εγχώριας παραγωγής. Με βάση δε την εμπειρία του καταρρίπτεται και ο μύθος της ευπάθειας των βιολογικά καλλιεργημένων νωπών προϊόντων, καθώς επισημαίνει ότι σε πολλές περιπτώσεις -και ανάλογα με τον τρόπο που έχουν κοπεί και μεταφερθεί από τον παραγωγό ή τον έμπορο- τα προϊόντα αυτά αποδεικνύονται ανθεκτικότερα των συμβατικά καλλιεργημένων. Σε ό,τι αφορά την τιμολόγηση προς τον τελικό καταναλωτή, υπογραμμίζει ότι η ψαλίδα μεταξύ βιολογικών και συμβατικών προϊόντων αρχίζει να κλείνει, εκτιμώντας μάλιστα ότι -με ορίζοντα δεκαετίας- οι διαφορές τιμών θα είναι μικρές. Ανάλογα με την προσφορά ανά είδος και εποχή, έχει παρατηρηθεί μάλιστα η διαμόρφωση φθηνότερης λιανικής τιμής σε προϊόν βιολογικής καλλιέργειας έναντι ομοειδούς του της συμβατικής παραγωγής.

Πέραν των νωπών, τα τυποποιημένα προϊόντα βιολογικής καλλιέργειας στα ΑΒ Βασιλόπουλος καλύπτουν ευρεία γκάμα -από ελαιόλαδο και κρασιά έως αρτοσκευάσματα και σοκολάτες- η οποία εμπλουτίζεται διαρκώς όσο οι προμηθευτές του συγκεκριμένου τομέα προσφέρουν είδη διατροφής αντίστοιχα με τα συμβατικά.

Σύμφωνα με την κα M. Χειλαδάκη, υπεύθυνη προμηθειών για τα τυποποιημένα προϊόντα, τα ΑΒ Βασιλόπουλος διακινούν τόσο εισαγόμενα όσο και εγχώριας παραγωγής προϊόντα, λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη τόσο την πιστοποίηση όσο και το κοστολόγιο, έτσι ώστε η διαμόρφωση των λιανικών τιμών να παραμένει ανταγωνιστική. Εξάλλου, η εμπειρία του ομίλου Delhaize και η δυνατότητα πρόσβασης σε προμηθευτές από όλη την Ευρώπη, επιτρέπει μεγαλύτερη ευελιξία σε ό,τι αφορά στις προμήθειες προϊόντων σε ανταγωνιστικές τιμές.

Σύμφωνα με την καθημερινή εμπειρία των υπευθύνων, η συγκεκριμένη κατηγορία τροφίμων αρχίζει να αποκτά ολοένα και μεγαλύτερο καταναλωτικό κοινό, γεγονός που επιτρέπει εκτιμήσεις σχετικά με την περαιτέρω ανάπτυξη της συγκεκριμένης αγοράς τα προσεχή χρόνια. Για την αποτελεσματικότερη προώθησή τους, πέρα από την τοποθέτησή τους σε διακριτά ξεχωριστά σημεία, η AB Βασιλόπουλος, σε συνεργασία με τους βασικούς της προμηθευτές, οργανώνει κατά καιρούς γευσιγνωστικά happenings. Παράλληλα, η εταιρεία φροντίζει να περιλαμβάνει στα διαφημιστικά της έντυπα τρόφιμα της συγκεκριμένης κατηγορίας, ενώ κατά την εορταστική περίοδο προσφέρει καλάθι βιολογικών προϊόντων, το οποίο διαμορφώνεται κατά την επιθυμία του καταναλωτή.

CARREFOUR – ΜΑΡΙΝΟΠΟΥΛΟΣ

Σημαντική θέση, παρά τη χαμηλή τους διείσδυση έναντι των συμβατικών προϊόντων, κατέχουν τα βιολογικά τρόφιμα και στην αλυσίδα υπεραγορών Carrefour-Μαρινόπουλος, καθώς η εταιρεία παρακολουθεί τη σχετική τάση, εμπλουτίζοντας τη γκάμα της όσο η προσφορά από τους παραγωγούς και τους εμπόρους αυξάνει.

Νωπά και τυποποιημένα είδη φιλοξενούνται σε όλες τις υπεραγορές του ομίλου και όπου οι επιφάνειες των καταστημάτων επιτρέπουν την τοποθέτησή τους. Σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους παρουσιάζονται φρέσκα και τυποποιημένα προϊόντα, πάντα με ευδιάκριτη τη σήμανση της πιστοποίησης από τον διαπιστευμένο αρμόδιο οργανισμό. Η ποικιλία των προσφερόμενων τροφίμων περιλαμβάνει όλες τις βασικές κατηγορίες, όπως φρούτα και λαχανικά (τα οποία διατηρούνται σε ψυγεία αντίστοιχα των συμβατικών), ελαιόλαδο και προϊόντα ελιάς, ζυμαρικά, μαρμελάδες, δημητριακά και αρτοσκευάσματα, καφέδες και ροφήματα, όσπρια, σάλτσες κ.ά., ενώ διακινούνται και απορρυπαντικά βιοδιασπώμενα, χαμηλής επίδρασης στο περιβάλλον, τα οποία αποτελούν την πιο προωθημένη εκδοχή της νέας τάσης για έναν υγιεινότερο τρόπο ζωής.

Ο όγκος των συγκεκριμένων προϊόντων καλύπτεται κατά το ήμισυ από ελληνικής προέλευσης τρόφιμα, ενώ το υπόλοιπο μέρος της ζήτησης καλύπτεται από εισαγόμενα είδη. Παρά το γεγονός ότι τα βιολογικά τρόφιμα είναι κατά γενική ομολογία ακριβότερα των συμβατικών, ο όμιλος ακολουθεί στην τελική τους τιμολόγηση την πάγια τακτική διαμόρφωσης χαμηλότερων του ανταγωνισμού τιμών. Δεδομένης της εμπειρίας που αποκομίζει ο όμιλος από την πανευρωπαϊκή δραστηριότητά του, εκτιμάται ότι οι τιμές θα υποχωρούν προοδευτικά όσο αυξάνει η προσφορά από τους προμηθευτές και όσο ο μεταξύ τους ανταγωνισμός οδηγεί σε ορθολογικοποίηση των τιμών.

ΟΜΙΛΟΣ ΒΕΡΟΠΟΥΛΟΥ

Τη διερεύνηση της συγκεκριμένης αγοράς και την ανάπτυξη σημείων πώλησης βιολογικών τροφίμων προωθεί και η αλυσίδα καταστημάτων του ομίλου Βερόπουλος, εντάσσοντας νωπά και τυποποιημένα προϊόντα της κατηγορίας στα μεγάλης επιφάνειας καταστήματά του και σε ειδικά διαμορφωμένα τμήματα. Ήδη διακινεί περίπου 70 κωδικούς φρέσκων φρούτων και λαχανικών, ενώ ταυτόχρονα καλύπτει τις βασικές κατηγορίες τυποποιημένων τροφίμων με χυμούς και κρασιά, ζυμαρικά και όσπρια. Η γκάμα καλύπτεται από ελληνικά και εισαγόμενα προϊόντα και στόχος, σύμφωνα με τον κ. X. Σίμο, υπεύθυνο προμηθειών της εταιρείας σε ό,τι αφορά τα νωπά προϊόντα, είναι ο διαρκής εμπλουτισμός των ραφιών όσο η προσφορά αυξάνει αλλά και η καταναλωτική ζήτηση ανταποκρίνεται. Η αισθητά ακριβότερη τιμή χονδρικής αγοράς των βιολογικών τροφίμων αντισταθμίζεται στη λιανική από τη στρατηγική απόφαση της εταιρείας να διατηρεί χαμηλά περιθώρια κέρδους, αποσκοπώντας αφ’ ενός στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας και αφ’ ετέρου στην εξοικείωση του καταναλωτή με τη συγκεκριμένη κατηγορία.

ΜΕΜΟΝΩΜΕΝΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣGREEN FARM

Εκτός από τις υπεραγορές τροφίμων, ποικιλία νωπών και τυποποιημένων προϊόντων βιολογικής παραγωγής προσφέρουν και ορισμένες μεμονωμένες επιχειρήσεις, και μάλιστα κατ΄ αποκλειστικότητα.

Η εταιρεία Green Farm αποτελεί το πλέον οργανωμένο και εξειδικευμένο δείγμα αυτής της τάσης δημιουργίας “μπουτίκ” βιολογικών τροφίμων. Μέσα στην τελευταία τριετία έχει δημιουργήσει αλυσίδα τεσσάρων καταστημάτων σε κεντρικές αγορές της Αθήνας (Κολωνάκι, Μαρούσι, Γλυφάδα και Ν. Ερυθραία), κάτω από το ίδιο αισθητικό και εμπορικό concept. Συνεργαζόμενη με τους πλέον αξιόπιστους Έλληνες και ξένους προμηθευτές, προσφέρει μεγάλη γκάμα προϊόντων, η οποία περιλαμβάνει φρέσκα φρούτα και λαχανικά, ζυμαρικά και όσπρια, λάδι, γαλακτοκομικά, αρτοσκευάσματα, αλλαντικά, κρασιά μαρμελάδες κ.ά. Εκτός από τα βρώσιμα προϊόντα διαθέτει επίσης βιολογικής παραγωγής τροφές για κατοικίδια ζώα, είδη υγιεινής, χαρτικά, καλλυντικά (από σαπούνια έως κρέμες προσώπου) και σπόρους για οικιακή βιολογική καλλιέργεια.

Παρά τη χαμηλή διείσδυση και το ακριβό κόστος, η διοίκηση της Green Farm εκτιμά ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια θα είναι σταθερά αυξητικοί σε ό,τι αφορά τη διείσδυση, ενώ θα επέλθει και μείωση τιμών -σε ένα ούτως ή άλλως προϊόν προστιθέμενης αξίας, όπως το βιολογικό- καθώς θα οργανώνεται η παραγωγική βάση και θα εντείνεται ο ανταγωνισμός. Δεδομένων των προοπτικών στην εγχώρια αγορά, αλλά και τη διεθνή εμπειρία, η εταιρεία προετοιμάζει μακροπρόθεσμα την επέκταση του δικτύου της και σε νέα σημεία.