Xάρη στην υποχώρηση των τιμών του πετρελαίου, ο πληθωρισμός τον Δεκέμβριο του 2000 περιορίσθηκε στο 3,9%, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στην ελληνική οικονομία να κλείσει όλη τη χρονιά με ένα δείκτη τιμών καταναλωτή που δεν… χτυπάει συναγερμό.
Xάρη στην υποχώρηση των τιμών του πετρελαίου, ο πληθωρισμός τον Δεκέμβριο του 2000 περιορίσθηκε στο 3,9%, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στην ελληνική οικονομία να κλείσει όλη τη χρονιά με ένα δείκτη τιμών καταναλωτή που δεν… χτυπάει συναγερμό.
Η τάση αυτή της υποχώρησης των πληθωριστικών πιέσεων συνεχίσθηκε και τον Ιανουάριο φέτος, αλλά οι επόμενοι δύο μήνες -Φεβρουάριος και Μάρτιος- ήταν μάλλον απογοητευτικοί, με επιστροφή στην περιοχή του 3,5% και του 3,0% αντιστοίχως. Δυστυχώς και νέα επιδείνωση αναμένεται ότι θα επέλθει και τον Απρίλιο, αφού κατά τη διάρκειά του τα καύσιμα κατέγραψαν αυξήσεις τουλάχιστον 30 δρχ. το λίτρο. Ετσι οι πληθωριστικές πιέσεις παραμένουν ισχυρές, αναδεικνύοντας τα διαρθρωτικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα και που η κυβέρνηση, ακριβώς λόγω του διαρθρωτικού χαρακτήρα τους, δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει άμεσα.
Ας εξετάσουμε όμως σε ποιους κλάδους οφείλεται η αναζωπύρωση του πληθωρισμού φέτος. Και μπορεί μεν η γενεσιουργός αιτία της αναζωπύρωσης αυτής να θεωρείται εξωγενής και να αποδίδεται στις τιμές του πετρελαίου, ωστόσο υπάρχουν κλάδοι όπως τα τρόφιμα τα οποία, λειτουργώντας ανταγωνιστικά, δεν μετακύλησαν όλες τις επιπτώσεις από τα καύσιμα στις τιμές πώλησης, όχι γιατί οι επιχειρήσεις του κλάδου αυτού έχουν μεγαλύτερη κοινωνική ευαισθησία, που ίσως να συμβαίνει και αυτό, αλλά κυρίως διότι ο τομέας λειτουργεί ανταγωνιστικά και δείχνει να διαθέτει περιθώρια κινήσεων σε περίπτωση ανάγκης.
Οι κλάδοι που γεννούν πληθωρισμό
Από τον Πίνακα 2 φαίνεται λοιπόν ότι είναι πολύ σημαντικές οι επιπτώσεις στο γενικό δείκτη τιμών καταναλωτή (ΓΔΤΚ) από την αύξηση του ειδικού δείκτη των μεταφορών, λόγω του πετρελαίου. Αν συνυπολογίσουμε και τις επιπτώσεις στο γενικό δείκτη από την αύξηση των τιμών των κλάδων ένδυσης, υπόδησης, στέγασης και
Ξενοδοχείων – καφέ – εστιατορίων, τότε φθάνουμε σχεδόν στα δύο τρίτα του φετινού πληθωρισμού. Εν τω μεταξύ, όλοι μαζί αυτοί οι κλάδοι δεν αντιστοιχούν παρά σε λιγότερο από τη μισή καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών και για την ακρίβεια στο 46,2% του συνόλου της. Δηλαδή, τα δύο τρίτα του πληθωρισμού του 2000 οφείλονται σε τέσσερις κλάδους, που αντιστοιχούν σε λιγότερο από το μισό της συνολικής καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών. Όσον αφορά τώρα τα τρόφιμα και τα μη αλκοολούχα ποτά, για μία ακόμα φορά αποδείχθηκαν ο λιγότερο πληθωριστικός κλάδος της ελληνικής οικονομίας και άρα ο περισσότερο ανταγωνιστικός, χωρίς περιττές υπεραξίες για τους καταναλωτές.
Οι λιανικές πωλήσεις
Πίσω από τον πληθωρισμό βρίσκεται πάντα η καταναλωτική ζήτηση. Ετσι και στην περίπτωση αυτή η ανάκαμψη της ζήτησης κατά το προηγούμενο έτος, που συνεχίζεται και φέτος (Πίνακας 1), έχει προφανώς ένα μεγάλο μέρος της ευθύνης για τις αυξήσεις των τιμών. Οι ευθύνες όμως για τον πληθωρισμό δεν εξαντλούνται στη ζήτηση, διότι πάντα υπάρχει και πληθωρισμός στην πλευρά του κόστους παραγωγής. Στην περίπτωση της χώρας μας μάλιστα ίσως το κόστος να είναι υπεύθυνο για το μεγαλύτερο μέρος των πληθωριστικών πιέσεων. Εν πάση περιπτώσει και οι δύο πληθωριστικές πηγές,
δηλαδή η αυξανόμενη ζήτηση για καταναλωτικά αγαθά όπως φαίνεται στον Πίνακα 1 και ο πληθωρισμός στο κόστος παραγωγής, οδηγούν το φαινόμενο σε όξυνση. Ετσι οι εξελίξεις στο μέτωπο των λιανικών πωλήσεων πρέπει να συνεξετάζονται πάντα με τις πληθωριστικές πιέσεις.