Από το καλοκαίρι του 1997 που πρωτοεµφανίστηκε ως αυτόνοµη έκδοση, µέχρι τη φετινή έκδοση του 2010, το Πανόραµα των Ελληνικών Σούπερ Μάρκετ, η ετήσια έκδοση της συντακτικής οµάδας του σελφ σέρβις, µετεξελίχθηκε από µία κλαδική µελέτη για το λιανεµπόριο τροφίµων, σε µια εµβριθή χρηµατοοικονοµική ανάλυση και διερευνητική παρουσίαση ενός κλάδου που σήµερα ξεπερνάει σε τζίρο τα 11,5 δισ. ευρώ ετησίως. Στη σηµερινή του µορφή, το Πανόραµα έχει φτάσει να περιλαµβάνει εταιρείες που αντιπροσωπεύουν το 95% του ετήσιου τζίρου των αλυσίδων σούπερ µάρκετ.
Το Πανόραµα ανδρώθηκε παράλληλα µε τη γιγάντωση του εν Ελλάδι λιανεµπορίου, δίνοντας βαρύτητα όχι µόνον στα επιχειρηµατικά επιτεύγµατα και στις επιλογές των µεγάλων αλυσίδων, αλλά προσδίδοντας ιδιαίτερη σηµασία στην παρουσία και στον αγώνα των µεσαίων και µικρών αλυσίδων της αγοράς, που δεν παύουν συχνά να εντυπωσιάζουν µε τις επιχειρηµατικές τους επιδόσεις.
Ας δούµε όµως ένα µέρος από την πορεία του Λιανεµπορίου Τροφίµων την τελευταία 15ετία, µοναδικά καταγεγραµµένη στις ετήσιες εκδόσεις του Πανοράµατος.
Ήταν καλοκαίρι του 1997, όταν το πρώτο Πανόραµα των Ελληνικών Σούπερ Μάρκετ είδε το φως της δηµοσιότητας, από τις εκδόσεις Μιχαηλίδη. Στη χρήση 1996, την οποία πραγµατευόταν, το λιανεµπόριο τροφίµων είχε επηρεαστεί αρνητικά από µια γενικότερη κρίση στην ελληνική αγορά, η οποία µεταξύ άλλων είχε οδηγήσει σε έντονες επαναδιαπραγµατεύσεις µεταξύ προµηθευτών και αλυσίδων σούπερ µάρκετ. Από τότε, οι αλυσίδες είχαν ήδη ξεκινήσει µια προσπάθεια αναβάθµισης της οργάνωσης και βελτιστοποίησης της λειτουργίας τους, παράλληλα µε τη διεύρυνση του δικτύου καταστηµάτων τους, αλλά και την αποκλιµάκωση των δεικτών κόστους τους, που διαχρονικά παραµένει εκ των βασικότερων στόχων κάθε επιχείρησης. Στην υπό εξέταση περίοδο, καταγράφηκε µια σταθερή τάση ανάσχεσης της λειτουργίας µεµονωµένων καταστηµάτων σούπερ µάρκετ, προς όφελος της ανάπτυξης οργανωµένων λιανεµπορικών αλυσίδων.
Μορφές συνεργασίας στον ευρύτερο τοµέα του λιανεµπορίου, οι οποίες σήµερα θεωρούνται διαδεδοµένες και καλά εδραιωµένες -όπως η ίδρυση καταστηµάτων µε το σύστηµα της δικαιόχρησης (franchising), οι συνεταιρισµοί παντοπωλών, οι προµηθευτικοί συνεταιρισµοί, οι όµιλοι αγορών κά– είχαν ήδη αρχίσει να κάνουν αισθητή την παρουσία τους προ 15ετίας, µε αποτελέσµατα άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο, επιτυχή.
Ένα από τα ζητήµατα που απασχολούσαν και τότε σοβαρά τον κλάδο ήταν το ωράριο λειτουργίας των σούπερ µάρκετ, µε τις µεγαλύτερες αλυσίδες να επιδιώκουν επιµήκυνσή του και τις µικρότερες τον περιορισµό του (λόγω υψηλού κόστους).
Επίσης, το επί συνόλου µερίδιο αγοράς των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας (private label), το 1996 δεν ξεπερνούσε το 6%, όµως εµφάνιζε ανοδικές τάσεις, ενώ την εποχή εκείνη καταγραφόταν αύξηση του αριθµού καταστηµάτων σούπερ µάρκετ -µεγάλων και µεσαίων αλυσίδων- τα οποία διέθεταν τµήµατα φρέσκων φρούτων, λαχανικών, κρέατος και ψαριών.
«Οι αλυσίδες σούπερ µάρκετ, παρ’ όλες τις δυσκολίες που παρεµβάλει το κράτος, έχουν προχωρήσει στην προσαρµογή των επιχειρήσεών τους στις νέες συνθήκες της αγοράς, που καθορίζονται από τη διαφοροποίηση των καταναλωτικών συνηθειών και από την είσοδο στην Ελλάδα και άλλων ξένων επιθετικών αλυσίδων λιανεµπορίου», έγραφε το καλοκαίρι του 1998 ο Κώστας Βερόπουλος -τότε πρόεδρος του ΣΕΣΜΕ- σε διαχρονικά επίκαιρο εισαγωγικό του σχόλιο στη δεύτερη έκδοση του Πανοράµατος. Το 1997, στα ζητήµατα που απασχολούσαν τα σούπερ µάρκετ περιλαµβάνονταν, εκτός από τα θέµατα ωραρίου λειτουργίας -που περιέπλεκαν οι, συχνά ακατανόητες, αποφάσεις της Τοπικής Αυτοδιοίκησης- η διάθεση ψωµιού και καυσίµων από τις αλυσίδες, οι σχέσεις τους µε τους προµηθευτές τους, η έκδοση αδειών λειτουργίας καταστηµάτων κά.
Τη χρονιά εκείνη, τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας κατάφεραν να διευρύνουν περαιτέρω το µερίδιο αγοράς τους, ενώ καταγράφηκε και αύξηση των εισαγωγών προϊόντων χαµηλού κόστους απ’ ευθείας από τις αλυσίδες σούπερ µάρκετ. Με στόχο την αποτροπή απώλειας µεριδίων αγοράς από την ταχεία εξάπλωση των εκπτωτικών καταστηµάτων Dia στην ελληνική επικράτεια, µεγάλες αλυσίδες -όπως η Αφοί Βερόπουλοι, η Άλφα-Βήτα Βασιλόπουλος, η Μαρινόπουλος, η Μασούτης κά- αποφάσισαν την ίδρυση αλυσίδων καταστηµάτων «γειτονιάς», µικρότερων σε έκταση και ποικιλία κωδικών σε σύγκριση µε τα µεγάλα καταστήµατά τους. Παράλληλα, οι έλληνες επιχειρηµατίες του λιανεµπορίου τροφίµων συνέχισαν να επενδύουν σε βαλκανικές αγορές όπως η fYRoM, η Βουλγαρία.
Στο εσωτερικό, τα περισσότερα νέα σούπερ µάρκετ ιδρύθηκαν στην ευρύτερη περιοχή της Αττικής. Η δραστήρια επέκταση των δικτύων καταστηµάτων σούπερ µάρκετ, οδήγησε τις 25 τότε µεγαλύτερες αλυσίδες του κλάδου σε αύξηση 10,78% των πωλήσεών τους µε παράλληλη υποχώρηση 9,71% των κερδών τους, µετά από ευµεγέθη άνοδο των αποσβέσεών τους κατά 15,31%.
Εντυπωσιακότερη άνοδο πωλήσεων (33,65%) και καθαρών κερδών (68,64%), κατέγραψαν στη χρήση 1997 οι 34 µικροµεσαίες αλυσίδες σούπερ µάρκετ που περιελάµβανε η δεύτερη έκδοση του Πανοράµατος. Σύµφωνα µε αυτήν, στο τέλος 1997 είχαν δηµιουργηθεί στην Ελλάδα συνολικά 77 καταστήµατα cash & carry.
H είσοδος του hard discount
Το 1998, το λιανεµπόριο τροφίµων «σηµαδεύτηκε» ανεξίτηλα από την έλευση στην ελληνική αγορά –η προετοιµασία είχε ξεκινήσει από το 1996- ενός νέου «γίγαντα» του κλάδου, της Lidl, που σήµερα φιγουράρει στην πρώτη τριάδα µε τις µεγαλύτερες πωλήσεις σούπερ µάρκετ, µε ετήσιο τζίρο που ξεπερνάει το 1 δισ. ευρώ (συνεχίζει να µη δηµοσιοποιεί τα οικονοµικά της στοιχεία, εκµεταλλευόµενη την εταιρική της µορφή). Τα πρώτα 10 καταστήµατα εγκαινιάστηκαν αργότερα, τον Ιούνιο του 1999. Έκτοτε, η Lidl κατάφερε να δηµιουργήσει σηµαντικό ανάχωµα στην ανάπτυξη τόσο της Dia, όσο και της πολλά υποσχόµενης Aldi.
Διαβάζοντας την τρίτη έκδοση του Πανοράµατος (καλοκαίρι 1999), µαθαίνουµε ότι το 1998 αυξήθηκαν κατά 13,4% τα καταστήµατα αλυσίδων σούπερ µάρκετ ανά την επικράτεια, εκ των οποίων περισσότερα από τα µισά, δηµιουργήθηκαν σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η επισήµανση, ότι στην πενταετία 1994-1998 µειώθηκε κατά περίπου 50% ο αριθµός των προµηθευτών ανά αλυσίδα σούπερ µάρκετ, εξέλιξη που αποδίδεται τόσο στη σταδιακή συγκέντρωση που τότε είχε καταγραφεί στους δορυφορικούς κλάδους του λιανεµπορίου τροφίµων, όσο και στην επιθετική εξάπλωση των εργασιών πολυεθνικών βιοµηχανικών-εισαγωγικών συγκροτηµάτων.
Η υποτίµηση της δραχµής το Μάρτιο 1998, προκάλεσε αλυσιδωτές αυξήσεις τιµών στο λιανεµπόριο -µεταξύ 5%-15%- ενώ διαφοροποίησε το πλαίσιο διαπραγµατεύσεων προµηθευτών-λιανεµπορίου, περιορίζοντας, µεταξύ άλλων, τις παρεχόµενες εκπτώσεις. Οι πωλήσεις των 25 τότε µεγαλύτερων αλυσίδων σούπερ µάρκετ, το 1998 αυξήθηκαν κατά 9,10%, για να ανέλθουν στα 3,99 δισ. ευρώ.
Συγκριτικά αναφέρεται, ότι το 2009, ο αθροιστικός κύκλος εργασιών των 25 µεγαλύτερων αλυσίδων σούπερ µάρκετ διαµορφώθηκε σε 9,63 δισ. ευρώ ή σε επί συνόλου µερίδιο άνω του 90%. Τα 51 από τα 81 καταστήµατα cash & carry που λειτουργούσαν στην Ελλάδα στο τέλος 1998, ανήκαν σε επιχειρήσεις σούπερ µάρκετ. Και φυσικά, στην ανάλυση των εξελίξεων υπήρχε η επισήµανση σχετικά µε τη δηµιουργία του νέου «πολυεθνικού κολοσσού, της Carrefour», όπως αναφερόταν σχετικά, που ετοίµαζε ήδη τα πρώτα της καταστήµατα υπό αυτήν την επωνυµία.
Πανόραµα υπό άλλη ιδιοκτησία, µε την ίδια εγκυρότητα
Το καλοκαίρι 2000, εκδόθηκε το 4ο κατά σειρά Πανόραµα των Ελληνικών Σούπερ Μάρκετ, για πρώτη φορά από τις εκδόσεις Comcenter. Πραγµατευόταν τις εξελίξεις στον κλάδο του λιανεµπορίου τροφίµων το 1999, χρονιά στην οποία η βόρεια Ελλάδα φέρεται να βρέθηκε στο επίκεντρο των εξελίξεων του κλάδου, λόγω γειτνίασής της µε βαλκανικές αγορές, στις οποίες επιθυµούσαν επέκταση δραστηριοτήτων ελληνικοί και πολυεθνικοί όµιλοι σούπερ µάρκετ.
Αναµφισβήτητα, την εποχή εκείνη σηµάδεψε η επιχειρηµατική σύµπραξη Carrefour-Continent-Μαρινόπουλος, που επέφερε πληθώρα µεταβολών στο εγχώριο Λιανεµπόριο, για να καταστεί τελικά κυρίαρχη στην ελληνική αγορά. Τις πωλήσεις 1999 των αλυσίδων σούπερ µάρκετ είχε επηρεάσει αρνητικά το ευρωπαϊκό σκάνδαλο µε τις διοξίνες, προκαλώντας υποχώρηση της εγχώριας κατανάλωσης κρέατος (πουλερικών, χοιρινού, µοσχαρίσιου), γάλακτος και των παραπροϊόντων του. Την πορεία των πωλήσεων «ταρακούνησε» και ο ισχυρός σεισµός που έπληξε την Αττική, προκαλώντας µεταξύ άλλων ζηµίες περίπου 7,5 εκατ. ευρώ σε εµπορεύµατα και κτίρια. Μάλιστα, ορισµένα εξ αυτών, ήταν ανασφάλιστα έναντι του κινδύνου σεισµού.
Τελικά, το 1999, σε σχέση µε το 1998, οι 36 µεγαλύτερες αλυσίδες εµφάνισαν σωρευτική άνοδο πωλήσεων 9,78% µε υποχώρηση καθαρών προ φόρων κερδών κατά 11,17%, ενώ για τις 28 µικροµεσαίες αλυσίδες, οι πωλήσεις αυξήθηκαν κατά 11,19% και τα κέρδη υποχώρησαν κατά 17,23%.
Καλοκαίρι του 2001 εκδίδεται το 5ο Πανόραµα, στο οποίο διαβάζουµε ότι, µεταξύ άλλων, τις πωλήσεις των σούπερ µάρκετ στη χρήση 2000 είχε επηρεάσει αρνητικά η εκδήλωση της επιδηµίας σπογγώδους εγκεφαλοπάθειας, που περιόρισε σηµαντικά την εγχώρια κατανάλωση µοσχαρίσιου κρέατος. Η έλλειψη ορθής επισήµανσης µεταλλαγµένων προϊόντων είχε επίσης «ενοχοποιηθεί» για την ανησυχία του καταναλωτικού κοινού αναφορικά µε την ποιότητα των συσκευασµένων τροφίµων. Στα κορυφαία ζητήµατα που απασχόλησαν το Λιανεµπόριο Τροφίµων το 2000 περιλαµβάνονταν και οι πωλήσεις κάτω του κόστους, τακτική στην οποία είχε προσφύγει κυρίως η Carrefour, αναστατώνοντας παγιωµένες σχέσεις και ισορροπίες αλυσίδων σούπερ µάρκετ µε τους προµηθευτές τους.
Η εξαγορά της Τροφό από την Α-Β Βασιλόπουλος κρίθηκε ιδιαίτερα σηµαντική για την τελευταία, η οποία αναδείχθηκε στο δεύτερο µεγαλύτερο όµιλο λιανεµπορίου τροφίµων. Σηµαντική για τον κλάδο είχε κριθεί και η απόφαση της Ατλάντικ να εισαχθεί στο Χρηµατιστήριο Αθηνών, αντλώντας «φρέσκα» επιχειρηµατικά κεφάλαια αξίας πλέον των 14 εκατ. ευρώ. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός, ότι ήδη από το 2000, οι περισσότερες µεγάλες και µεσαίες αλυσίδες προέβαλαν προσφορές τους µέσω διαδικτύου, ενώ κάποιες εξ αυτών προσέφεραν τη δυνατότητα και ηλεκτρονικών πωλήσεων προς τους πελάτες τους.
Αύξηση 12,79% κατέγραψαν οι συνολικές πωλήσεις του κλάδου στη χρήση 2001 -για να διαµορφωθούν σε 5,7 δισ. ευρώ- όπως µας πληροφορούσε το, ανανεωµένο σε ύλη και στοιχεία, 6ο Πανόραµα, το καλοκαίρι 2002. Στη χρήση 2001 είχε καταγραφεί πληθώρα εξαγορών στον κλάδο, µεταξύ άλλων της Πανεµπορικής από την Αφοί Βερόπουλοι, και των Γαληνός, Λαουτάρης και Άριστα από την Ατλάντικ. Οι 10 µεγαλύτεροι όµιλοι και εταιρείες σούπερ µάρκετ είχαν καταγράψει αθροιστικές πωλήσεις 4,85 δισ. ευρώ µε καθαρά προ φόρων κέρδη 36,35 εκατ. ευρώ.
Στην περυσινή χρήση (2009), οι 10 «µεγάλοι» του κλάδου κατέγραψαν πωλήσεις 8,58 δισ. ευρώ και κέρδη 97,45 εκατ. ευρώ. Ο συνολικός δείκτης λειτουργικών εξόδων του διαµορφώθηκε σε 19,53%.
Στον καιρό του ευρώ
Ξεφυλλίζοντας το Πανόραµα 2003, διαβάζουµε για τον τρόπο µε τον οποίο είχε επηρεάσει το λιανεµπόριο τροφίµων η κυκλοφορία του ευρώ στις χώρες της ευρωζώνης το 2002, µεταξύ άλλων και στην Ελλάδα. Αγαθά ευρείας κατανάλωσης βρέθηκαν στη δίνη ανατιµήσεων, αναγκάζοντας το τότε υπουργείο Ανάπτυξης να παραπέµψει στον εισαγγελέα προµηθευτικές εταιρείες που είχαν αποτύχει να ενηµερώσουν τη διεύθυνση Βιοµηχανικών Προϊόντων για επικείµενες ανατιµήσεις τους.
Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον διαβάζουµε στις σελίδες της ίδιας έκδοσης, µεταξύ άλλων για το επί συνόλου µερίδιο µερικής απασχόλησης σε 38 αλυσίδες σούπερ µάρκετ, το οποίο είχε διαµορφωθεί σε 32,3%. Στη χρήση 2002, ο κύκλος εργασιών των 69 αλυσίδων του δείγµατος, είχε διαµορφωθεί σε 6,74 εκατ. ευρώ (+13,14%), µε τα κέρδη τους να διαµορφώνονται σε 123,26 εκατ. ευρώ. Ήταν καλοκαίρι του 2004 όταν το 8ο Πανόραµα µας θύµιζε, µεταξύ άλλων, για την ίδρυση της Plus Hellas από τη γερµανική Tengelmann, µε στόχο την κατάκτηση αξιόλογων µεριδίων στην εγχώρια εκπτωτική αγορά σούπερ µάρκετ.
Στη χρήση 2003, είχε αναζωπυρωθεί -για πολλοστή φορά- η δηµόσια αντιπαράθεση του λιανεµπορίου µε τους προµηθευτές του, αναφορικά µε το ποιος φέρει την ευθύνη των ανατιµήσεων και, κατ’ επέκταση, των πληθωριστικών πιέσεων. Ενδιαφέρουσα εξέλιξη στον τοµέα των «καταστηµάτων γειτονιάς» (convenience stores) είχε αποτελέσει η εµφάνιση των Ola Stores και του Το Μικρό.
Το συγκεκριµένο Πανόραµα είχε καταγράψει 112 καταστήµατα cash & carry πανελλαδικώς, τα 74 των οποίων ανήκαν στις αλυσίδες Μετρό, Ατλάντικ, Μασούτης και ΕΝΑ. Οι 82 αλυσίδες σούπερ µάρκετ που περιελάµβανε η έκδοση, είχαν καταγράψει πωλήσεις 7,44 δισ. ευρώ (+9,38%) και καθαρά προ φόρων κέρδη 142,08 εκατ. ευρώ (13,52%).
Καταδίκες και πρόστιµα
Έντονες πληθωριστικές τάσεις καταγράφηκαν και κατά τη διάρκεια του έτους διοργάνωσης της Ολυµπιάδος των Αθηνών, χρονιά που αποτέλεσε αντικείµενο εξέτασης του 9ου «Πανοράµατος». Το 2004, µεταξύ άλλων, ο ΣΕΣΜΕ και επτά εκ των µεγαλύτερων αλυσίδων σούπερ µάρκετ στη χώρα, παραπέµφθηκαν στην Επιτροπή Ανταγωνισµού ως υπεύθυνοι για παράνοµες πρακτικές χειραγώγησης της αγοράς, εν µέσω καταγγελιών για κερδοσκοπία και υπερκέρδη, κατά τη διάρκεια της πρώτης διετίας κυκλοφορίας του ευρώ στην Ελλάδα. Ο κλάδος είχε τότε καταγράψει άνοδο πωλήσεων 8,15% (στα 7,91 δισ. ευρώ), µε υποχώρηση κερδοφορίας 12,76%, στα 120,82 εκατ. ευρώ.
Όπως µας πληροφορεί το 10ο Πανόραµα (2006), σε µείζον ζήτηµα για τον κλάδο του λιανεµπορίου είχε αναδειχθεί το 2005 το ζήτηµα της διεύρυνσης του ωραρίου λειτουργίας των καταστηµάτων σούπερ µάρκετ, µε τον τότε νέο σχετικό νόµο να τίθεται σε εφαρµογή από το Σεπτέµβριο του ιδίου έτους. Αυτός, αρχικά βρήκε µικρή ανταπόκριση από τις αλυσίδες. Σε ορισµένες εξ αυτών, στις οποίες εφαρµόστηκε διευρυµένο ωράριο λειτουργίας, το συνολικό κόστος του ξεπέρασε το πρόσθετο όφελος αυξηµένων πωλήσεων. Η «κόντρα» σούπερ µάρκετ και αρτοποιητικού κλάδου για το καθεστώς και τις προϋποθέσεις που διέπουν τη διάθεση ψωµιού από τα πρώτα, αναδείχθηκε σε µείζον ζήτηµα.
Από τη χρήση 2005 εφαρµόστηκε και για τις εισηγµένες στο Χρηµατιστήριο Αθηνών εταιρείες η υποχρέωση υιοθέτησης των Διεθνών Προτύπων Χρηµατοοικονοµικής Αναφοράς (IAS/IFRS). Τότε, µόνον η Α-Β Βασιλόπουλος και η Ατλάντικ από τον κλάδο των σούπερ µάρκετ, ήταν εισηγµένες στο ΧΑ επιχειρήσεις. Στον απόηχο της παραποµπής του ΣΕΣΜΕ και 7 µεγάλων λιανεµπορικών αλυσίδων, στην Επιτροπή Ανταγωνισµού, ο άλλοτε πανίσχυρος σύνδεσµος του κλάδου διασπάστηκε και αποδυναµώθηκε σε σηµαντικό βαθµό.
Στη χρήση 2005, οι 10 µεγαλύτερες επιχειρήσεις-όµιλοι του κλάδου, κατέγραψαν αθροιστικό κύκλο εργασιών 6,91 δισ. ευρώ, καταλαµβάνοντας επί συνόλου µερίδιο αγοράς άνω του 81%.
Οι νέες αλυσίδες discount
Το 2006, µεταξύ άλλων, ξεκίνησε την εµπορική δραστηριότητά της στην Ελλάδα η αλυσίδα Plus, ανοίγοντας στο κοινό τα πρώτα 10 καταστήµατά της, ενώ η Aldi άρχισε να κατασκευάζει κέντρο διανοµής µε αποθήκες, στη Σίνδο. Τα νέα αυτά ήταν ευπρόσδεκτα µεν, αλλά προµήνυαν και µεγάλες ανακατατάξεις στην εγχώρια αγορά.
Τελικά, γνωρίζουµε ότι τόσο η Plus, όσο και η Aldi και το Dia, βρέθηκαν εκτός αγοράς, αφήνοντας µόνο του το Lidl να κυριαρχεί στο εκπτωτικό λιανεµπόριο τροφίµων. Οι 87 αλυσίδες σούπερ µάρκετ που περιελάµβανε η συγκεκριµένη έκδοση, είχαν αυξήσει το 2006 τον τζίρο τους κατά 6,35%, για να ανέλθει σε 9,12 δισ. ευρώ, καταγράφοντας άνοδο κερδών κατά σχεδόν 16%, στα 145,90 εκατ. ευρώ. Το 2007, στο λιανεµπόριο τροφίµων ξεχώρισαν µεταξύ άλλων η εξαγορά της κυπριακής αλυσίδας Chris cash & carry από τον όµιλο Καρφούρ Μαρινόπουλος, η εξαγορά της Παπαγεωργίου από τη Σκλαβενίτης και η εξαγορά των Τροφίνο και Αστήρ από την Αφοί Βερόπουλοι.
Το 12ο Πανόραµα (2008) µας υπενθυµίζει την αποχώρηση -στους πρώτους µήνες του 2008- της Plus από την Ελλάδα και την πώληση των καταστηµάτων της στην Α-Β Βασιλόπουλος, η οποία έτσι ενίσχυσε σηµαντικά τη θέση της κυρίως στη βόρεια Ελλάδα.
Στα Βαλκάνια, η Αφοί Βερόπουλοι είχε ήδη προλάβει να ιδρύσει οκτώ καταστήµατα στη fYRoM και τρία µεγάλα καταστήµατα στο Βελιγράδι, ενώ η Καρφούρ Μαρινόπουλος έδειχνε µεγάλο ενδιαφέρον για ανάπτυξη δραστηριότητας στη Βουλγαρία. Ο «λυσσαλέος» ανταγωνισµός Lidl-Aldi κυριάρχησε στο Λιανεµπόριο Τροφίµων το 2008, κατά τη διάρκεια του οποίου µε ανατρεπτική της απόφαση, η Επιτροπή Ανταγωνισµού επέβαλε πρόστιµο 5,19 εκατ. ευρώ στη Dia Hellas, λόγω των αθέµιτων πρακτικών επιβολής τιµών λιανικής στους δικαιοδόχους της.
Όπως µας πληροφορεί το Πανόραµα του φθινοπώρου 2009 (Νο 13), µεταξύ άλλων, ανατράπηκαν οι παραδοσιακές µέθοδοι συνεργασίας προµηθευτών και σούπερ µάρκετ, καθώς από τον Ιούλιο 2008 ίσχυσε αγορανοµική διάταξη που επέβαλε την υποχρεωτική αναγραφή όλων των εκπτώσεων αποκλειστικά στο αρχικό τιµολόγιο, για όλες τις αγορές της κάθε αλυσίδας. Πρακτικά, καταργήθηκαν τα πιστωτικά σηµειώµατα. Στη χρήση 2008, ο συνολικός τζίρος των 74 υπό εξέταση αλυσίδων είχε διαµορφωθεί σε 10,24 δισ. ευρώ (+8,04%), ενώ το καθαρό περιθώριο κερδοφορίας τους είχε υποχωρήσει σε 1,66% (από 1,81%).
Πανόραµα 2010
Στο 14ο Πανόραµα, που κυκλοφόρησε προ ηµερών από την BOUSSIAS, αναλύονται 78 αλυσίδες σούπερ µάρκετ –εκπροσωπώντας σχεδόν το σύνολο του κλάδου– οι οποίες στη χρήση 2009 κατέγραψαν µικρή άνοδο πωλήσεων 1,14% στα 10,46 δισ. ευρώ, ενώ παράλληλα αύξησαν τον δείκτη συνολικών τους εξόδων στο 20,83% του τζίρου τους. Η αποδοτικότητα των ιδίων κεφαλαίων τους κατέγραψε κατακόρυφη πτώση σε 9,96%, µε το καθαρό τους περιθώριο να περιορίζεται µόλις σε 1,19%.