Η διεύρυνση της κατανάλωσης και σε νεότερες ηλικιακές ομάδες είναι το κύριο χαρακτηριστικό των κατηγοριών του ούζου και του τσίπουρου. Το ούζο περίπου κατά 70% καταναλώνεται στην «κρύα» αγορά. Στο τσίπουρο το αντίστοιχο ποσοστό ανέρχεται σε τουλάχιστον 80%. Οι πωλήσεις των δύο κατηγοριών παραμένουν σταθερές τα τελευταία τέσσερα χρόνια (πέρισυ εκτιμάται ότι καταναλώθηκαν περίπου 1,1 εκατ. κιβώτια των 9 λίτρων). Οι πωλήσεις του χύμα ούζου εκτιμάται ότι κατέχουν το 30%-40% της συνολικής αγοράς του, ενώ του τσίπουρου το 50%. Το 70% των πωλήσεων και των δύο προϊόντων πραγματοποιείται μεταξύ Απριλίου και Σεπτεμβρίου.
Η διεύρυνση της κατανάλωσης και σε νεότερες ηλικιακές ομάδες είναι το κύριο χαρακτηριστικό των κατηγοριών του ούζου και του τσίπουρου. Τα μεζεδοπωλεία –όπου κατά κύριο λόγο καταναλώνονται τα συγκεκριμένα ποτά– έχουν γίνει μόδα τα τελευταία χρόνια και προσελκύουν νεότερους καταναλωτές, οι οποίοι τα προτιμούν ως συνοδευτικό του φαγητού τους.
Το ούζο και το τσίπουρο είναι κατά κανόνα ποτά της παρέας, που πίνονται με συνοδεία μεζέδων. Για τον λόγο αυτό έχουν και τα δύο μεγαλύτερη κατανάλωση στην «κρύα» αγορά παρά στη «ζεστή». Ειδικότερα στην κατηγορία του ούζου εκτιμάται ότι περίπου το 70% καταναλώνεται στην «κρύα» αγορά, ενώ στην κατηγορία του τσίπουρου το αντίστοιχο ποσοστό ανέρχεται σε τουλάχιστον 80%.
Οι πωλήσεις των δύο κατηγοριών παραμένουν σταθερές τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Η σταθερότητα παρατηρείται κυρίως στο εμφιαλωμένο προϊόν, που παρουσίασε αύξηση της τάξης του 1% πέρυσι. Αντίθετα παρατηρείται αύξηση της κατανάλωσης του χύμα προϊόντος, η οποία όμως δεν είναι μετρήσιμη, λόγω έλλειψης επίσημων σχετικών στοιχείων.
Ούζο
Η κατανάλωση ούζου του 2002 εκτιμάται ότι διαμορφώθηκε μεταξύ 1 και 1,1 εκατ. κιβωτίων των 9 λίτρων. Σύμφωνα με μετρήσεις της εταιρείας ΙΣΙΔΩΡΟΣ ΑΡΒΑΝΙΤΗΣ ΑΕ, οι πωλήσεις ούζου το περασμένο έτος ήταν λίγο υψηλότερες και διαμορφώθηκαν σε 1,3 εκατ. κιβώτια των 8,4 λίτρων.
Οι πωλήσεις του χύμα προϊόντος εκτιμάται ότι ανέρχονται σε περίπου 30%-40% της συνολικής αγοράς, ενώ το 60%-70% αφορά τις πωλήσεις εμφιαλωμένου προϊόντος.
Οι κυριότεροι ανταγωνιστές του ούζου είναι το κρασί και η μπίρα, ποτά που κατά κανόνα καταναλώνονται με τη συνοδεία φαγητού.
Η μόδα των μεζεδοπωλείων τα τελευταία χρόνια διεύρυνε το καταναλωτικό κοινό, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω. Οι καταναλωτές του ούζου στην «κρύα» αγορά είναι πλέον άτομα ηλικίας 18-44 ετών, ενώ το κύριο κοινό αποτελούν οι καταναλωτές ηλικίας 25-34 ετών. Πάντως στελέχη των εταιρειών του κλάδου προσδιορίζουν ως heavy drinkers (δηλαδή όσους καταναλώνουν περισσότερα από τέσσερα ποτηράκια τη φορά) τους καταναλωτές άνω των 35 ετών. Όπως επισημαίνεται, η διεύρυνση του καταναλωτικού κοινού δεν σημαίνει ότι η «κρύα» αγορά κερδίζει μερίδιο εις βάρος της «ζεστής», καθώς η αναλογία πωλήσεων μεταξύ των δύο καναλιών παραμένει σταθερή.
Ωστόσο η προσέλκυση νεότερων καταναλωτών όρισε ως νέο ανταγωνιστή του ούζου τα λεγόμενα ποτά ready to drink, δηλαδή τα εμφιαλωμένα σε ατομικές συσκευασίες (π.χ. το Mule της Smirnoff), μολονότι τα συγκεκριμένα ποτά απέχουν σημαντικά από το να καταναλώνονται με μεζέ και παρέα.
Όσοι αγοράζουν συχνά ούζο από το σούπερ μάρκετ –τουλάχιστον ένα μπουκάλι την εβδομάδα– είναι άτομα άνω των 45 ετών. Πάντως η αγορά του ούζου από τα σούπερ μάρκετ είναι κατευθυνόμενη, καθώς το προϊόν αγοράζεται κυρίως από γυναίκες, οι οποίες όμως επιλέγουν με βάση τις προτιμήσεις των αντρών.
Τσίπουρο
Στοιχεία για τις ετήσιες πωλήσεις τσίπουρου δεν υπάρχουν, καθώς η συγκεκριμένη κατηγορία δεν μετράται. Βέβαια οι πωλήσεις της είναι πολύ χαμηλότερες σε σχέση με την κατηγορία του ούζου. Το μερίδιο του χύμα προϊόντος είναι υψηλό και υπολογίζεται ότι ξεπερνά το 50%.
Χύμα προϊόν
Η διακίνηση χύμα ούζου και τσίπουρου αποτελεί μάστιγα και για τις δύο κατηγορίες, ιδιαίτερα δε για το τσίπουρο. Θεωρητικά οι παραγωγοί ελέγχονται από το κράτος, ώστε να τηρούνται συγκεκριμένες προδιαγραφές της παραγωγικής διαδικασίας και να εισπράττονται οι ανάλογοι φόροι. Το ούζο και το τσίπουρο φορολογούνται ως παραδοσιακά προϊόντα, αλλά οι μικροί παραγωγοί χύμα προϊόντος φορολογούνται πολύ χαμηλότερα σε σύγκριση με τους παραγωγούς εμφιαλωμένου. Στην πράξη όμως, όπως επισημαίνουν παράγοντες της αγοράς, οι μικροί –κυρίως τοπικοί– παραγωγοί του χύμα δεν ελέγχονται, κάτι που προκαλεί στρεβλώσεις στην αγορά λόγω του αθέμιτου ανταγωνισμού. Εκτός των σημαντικών κινδύνων που ελλοχεύουν από την κατανάλωση αμφίβολης ποιότητας χύμα ούζου και τσίπουρου, προκύπτουν και σημαντικές ανισότητες εις βάρος των εμφιαλωμένων προϊόντων. Το πρόβλημα είναι εντονότερο στην κατηγορία του τσίπουρου, καθώς στο ούζο η επώνυμη ζήτηση είναι πολύ έντονη, με αποτέλεσμα την επικράτηση τριών-τεσσάρων βασικών brand names.
Τα πράγματα είναι διαφορετικά στο τσίπουρο, όπου το χύμα κατέχει σημαντικό μερίδιο των πωλήσεων. Οι μικροί παραγωγοί χύμα, δεν αποδίδουν ούτε ΦΠΑ ούτε τον ειδικό φόρο κατανάλωσης, όπως κάνουν οι μεγάλοι εμφιαλωτές. Δεδομένου ότι οι καταναλωτές ανήκουν κατά κύριο λόγο στη μέση και κατώτερη οικονομική τάξη, προτιμάται η κατανάλωση του χύμα λόγω της σημαντικής διαφοράς στην τιμή. Οι ίδιοι οι επαγγελματίες στην κρύα αγορά (ταβέρνες, ουζερί κτλ), όπως επισημαίνουν παράγοντες της αγοράς, «σαμποτάρουν» το εμφιαλωμένο τσίπουρο, αφού η προμήθεια χύμα τούς συμφέρει οικονομικά (προμήθεια χωρίς τιμολόγια, μικρότερα έξοδα για την εφορία κτλ). Οι εταιρείες προσπαθούν να ενθαρρύνουν την επώνυμη ζήτηση και σε αυτή την κατηγορία.
Εποχικότητα
Η κατανάλωση του ούζου και του τσίπουρου παρουσιάζει μεγάλη εποχικότητα: το 70% των πωλήσεων πραγματοποιείται από τον Απρίλιο έως τον Σεπτέμβριο. Κύριο χαρακτηριστικό της κατηγορίας του ούζου είναι το υψηλό ποσοστό προτίμησης στα ντόπια προϊόντα, κάτι που αποδεικνύεται από τα υψηλά μερίδια των τοπικών παραγωγών στη Λέσβο, μία παραδοσιακή ουζοπαραγωγό περιοχή. Προτιμήσεις που ποικίλλουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή παρουσιάζει και η κατηγορία του τσίπουρου: στη βόρεια Ελλάδα προτιμάται το τσίπουρο με γλυκάνισο –διότι είναι πιο γλυκό– ενώ στη νότια Ελλάδα προτιμάται εκείνο χωρίς γλυκάνισο, διότι έχει πιο δυνατή γεύση. Η κατανάλωση τόσο του ούζου όσο και του τσίπουρου είναι πολύ χαμηλή στην Κρήτη λόγω του ότι επικρατούν τα παραδοσιακά ποτά ρακή και τσικουδιά.
Σούπερ μάρκετ
Οι εταιρείες υποστηρίζουν ιδιαίτερα το εμφιαλωμένο ούζο στα καταστήματα σούπερ μάρκετ –το τσίπουρο δεν υποστηρίζεται με προωθητικές ενέργειες, διότι οι πωλήσεις του είναι χαμηλές. Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται στην προώθηση των συσκευασιών του 0,7 lt. Οι ενέργειες εναλλάσσονται με στόχο την προσέλκυση των καταναλωτών που θεωρούν την τιμή του προϊόντος υψηλή (παρά την ευνοϊκή φορολογία, οι εταιρείες ζητούν επιπλέον ελάφρυνση, ώστε να καταστεί το ούζο πιο οικονομικό). Στο ράφι προτιμάται η θέση δίπλα στα κρασιά, διότι και οι δύο κατηγορίες είναι συνοδευτικές του φαγητού.
Όπως επισημαίνεται, βασικός παράγοντας της επιλογής ούζου στα σούπερ μάρκετ είναι η τιμή του και κατά δεύτερο λόγο οι συσκευασίες δώρου και οι προσφορές, στις οποίες οι καταναλωτές δίνουν ιδιαίτερη προσοχή.
Σημαντικό μερίδιο των πωλήσεων ούζου από τα σούπερ μάρκετ κατέκτησαν τα τελευταία χρόνια τα private label προϊόντα, που σήμερα εκτιμάται ότι κατέχουν περίπου 10% των πωλήσεων της κατηγορίας.
Εταιρείες και προϊόντα
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΤΣΑΝΤΑΛΗΣ ΑΕ
Στην ΤΣΑΝΤΑΛΗΣ ανήκουν τα εξής προϊόντα: ούζο Τσάνταλη, Μακεδονικό, Μακεδονικό τσίπουρο Τσάνταλη (με γλυκάνισο), Αγιορείτικο τσίπουρο Τσάνταλη (χωρίς γλυκάνισο), καθώς και τα αποστάγματα σταφυλιού (νέο και παλαιωμένο). Εξάγει ούζο σε 37 χώρες – κυρίως στη Γερμανία, στον Καναδά και στις ΗΠΑ.
ΠΟΤΟΠΟΙΙΑ ΠΛΩΜΑΡΙΟΥ ΙΣΙΔΩΡΟΣ ΑΡΒΑΝΙΤΗΣ ΑΕ
Η εταιρεία διαθέτει στην αγορά το Ούζο Πλωμαρίου Ισιδώρου Αρβανίτου, σε φιάλη των 0,7 lt και σε καραφάκι των 0,2 lt. Το 2002 προχώρησε σε αναβάθμιση του μπουκαλιού και της ετικέτας του προϊόντος. Οι νέες φιάλες έχουν αναγραμμένη ανάγλυφα τη χρονιά ίδρυσης της ποτοποιίας.
ΕΠΟΜ ΑΒΕΕ
Η ΕΠΟΜ παράγει τα ούζα Μίνι, Φήμη και Λέσβος. Παράλληλα διαθέτει το χύμα ούζο Μυτιληνιό.
ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΙΛΙΛΗΣ ΑΕ
Η εταιρεία διαθέτει το τσίπουρο Τσιλιλής με και χωρίς γλυκάνισο, καθώς και τα μονοποικιλιακά αποστάγματα σταφυλιού από Μοσχάτο, Ξινόμαυρο, Cabernet Sauvignon και Chardonnay.
ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΑΓΙΑΝΝΗΣ ΕΠΕ
Στην εταιρεία ανήκουν τα ούζα Βαρβαγιάννης, Αφροδίτη και Εύζωνας. Το ούζο Βαρβαγιάννης είναι υψηλής ποιότητας, καθώς παράγεται από 100% απόσταξη (τα κοινά ούζα διαθέτουν απόσταγμα 20%), ενώ διατίθεται με μπλε ετικέτα (46 βαθμοί αλκοόλ) και πράσινη ετικέτα (42 βαθμοί αλκοόλ).
Πίνακας 1: Κατανομή πωλήσεων σε όγκο (%) ούζου και τσίπουρου ανά γεωγραφική περιοχή στα σούπερ μάρκετ – Κυλιόμενο δωδεκάμηνο 10/01-09/02
Σύνολο Ελλάδας |
100% |
Αττική |
40% |
Κεντρική Ελλάδα |
21% |
Μακεδονία-Θράκη |
16% |
Θεσσαλονίκη |
11% |
Πελοπόννησος |
8% |
Κρήτη |
4% |
Πηγή: ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΤΣΑΝΤΑΛΗΣ AE
Πίνακας 2: Πωλήσεις ούζου στα καταστήματα τροφίμων
2001 |
2002 |
|
Πωλήσεις σε όγκο (κιλά) |
3.982.131 |
4.108.319 |
Πωλήσεις σε αξία (ευρώ) |
26.847.166 |
28.523.184 |
Πηγή: AC NIELSEN: MARKET TRACK
Αύξηση παρουσίασαν το 2002 οι πωλήσεις ούζου από τα σούπερ μάρκετ. Σύμφωνα με τον παραπάνω πίνακα, το 2002 διαμορφώθηκαν σε 4,108 κιλά και 28,523 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση 3,1% και 6,2% αντίστοιχα σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο.