Αυτή είναι η γενική αποτίμηση των προθέσεων και των εξαγγελιών του Guest Editor, κ. Στέφανου Κομνηνού -συνεπώς της πολιτικής του ΥΠΑΑ-, από τρεις ηγετικούς παράγοντες του κλάδου των σούπερ μάρκετ, που επίσης φιλοξενήθηκαν ως guests editors του σελφ σέρβις: Τους κ.κ. (κατά σειρά παρουσίασης των συνεντεύξεών τους στο προηγούμενο εξάμηνο) Αριστοτέλη Παντελιάδη (όμιλος Μετρό), Νίκο Βερόπουλο (όμιλος Βερόπουλος) και Κώστα Μαχαίρα, (όμιλος Delhaize-ΑΒ Βασιλόπουλος). Όμως, στις αιτιάσεις του κ. Κομνηνού ειδικά για τον κλάδο, οι θέσεις τους είναι κριτικά αιχμηρές. Ας τις λάβει υπόψη του...

Ένα ποτήρι ιαματικών προθέσεων, εκσυγχρονιστικών μέτρων κι εξαγγελιών για την επίλυση των προβλημάτων του οργανωμένου λιανεμπορίου πάντα είναι χαρμόσυνο γι’ ανθρώπους, που η επιτυχία των επιχειρήσεών τους, συνδεδεμένη με τη μοίρα του εμπορίου και της ελληνικής οικονομίας, είναι δίψα ζωής. Αλλά αυτό που ανέκαθεν έκανε το ποτήρι τους στον τόπο μας είτε μισό είτε άδειο ήταν άλλοτε ο τρύπιος πάτος του κι άλλοτε η υστεροβουλία του… οικοδεσπότη. «Μόνο στην πράξη γεμίζει το ποτήρι. Αυτήν περιμένουμε», λένε οι συνομιλητές μας.

«Αντιλαμβάνομαι ότι γίνεται πολύ δουλειά στο ΥΠΑΑ για την κατανόηση της δομής της αγοράς. Χωρίς τη λεπτομερή κατανόηση του μηχανισμού λειτουργίας της, οι λύσεις δεν είναι εύκολες», σχολιάζει ο κ. Ν. Βερόπουλος. Αλλά, πχ, η αναθεσμοθέτηση της αδειοδότησης των καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος, «εξαγγέλλεται εδώ και ενάμιση χρόνο, ενώ σχετικό επίσημο προσχέδιο έτυχε να δω και προ τριετίας.

Κάλιο αργά παρά ποτέ», σχολιάζει ο κ. Αρ. Παντελιάδης, προσθέτοντας: «Το σημαντικό είναι οι σχετικές διατυπώσεις του νόμου να μην επιδέχονται ποικίλων ερμηνειών από τις εκάστοτε υπηρεσίες ή αρχές. Γιατί αυτό συνήθως συμβαίνει: Οι ερμηνείες αναιρούν τον σκοπό, οπότε αντί απλοποίησης των διαδικασιών προστίθενται νέες, που οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα με τις προηγούμενες».

Στο μεταξύ, ενόσω η συζήτηση αφορά σε ένα νομικό πλαίσιο που δεν είναι καν γνωστό, «εξακολουθεί να μας απαγορεύεται να δημιουργούμε σούπερ μάρκετ άνω των 500 τμ στην επαρχία, πράγμα αντισυνταγματικό, αν σκεφτεί κανείς την εύνοια για όσους πρόλαβαν με το παλαιό νομικό καθεστώς και άνοιξαν και διατηρούν εκεί καταστήματα των 3.000 τμ», λέει ο κ. Μαχαίρας, συμπληρώνοντας: «Την ίδια στιγμή δεν απελευθερώνεται, πχ, η αγορά του bakeoff, στο πλαίσιο της λογικής του προστατευτισμού και της αποφυγής του πολιτικού κόστους, με αποτέλεσμα το ψωμί να πουλιέται ακριβά, τα αρτοποιεία να μην έχουν πολύ δουλειά και πολλά πρατήρια άρτου να μη λειτουργούν νόμιμα».

«Είναι επόμενο οι προστατευμένες αγορές να λειτουργούν αντιπαραγωγικά», εξηγεί ο κ. Παντελιάδης. «Άρα, μόνη η διαπίστωση της υπερδιόγκωσης των λιανεμπορικών δραστηριοτήτων, χωρίς την άρση του προστατευτισμού που επιτρέπει την επιβίωση των μη παραγωγικών μονάδων, διαιωνίζοντας το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας, μένει μετέωρη. Αν θέλει το κράτος να λύσει το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγικότητας, ας αφήσει τον καταναλωτή να αποφασίσει αυτός για το πόσα αρτοποιεία, φαρμακεία ή και σούπερ μάρκετ χωράει η αγορά μας».


Ατολμία
«Είναι θεμιτό να συγκρινόμαστε με βάση τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους, αλλά συγκρίνεται, τάχα, από τους κυβερνώντες το δικό μας κράτος με τα υπόλοιπα της ΕΕ, λχ, στις υποδομές της χώρας, τις διαδικασίες των αδειοδοτήσεων, τη γραφειοκρατία, τη διαφθορά, τον ΦΠΑ κοκ, που εξακοντίζουν το κόστος;», διερωτάται ο κ. Μαχαίρας.

Και ο κ. Παντελιάδης συμπληρώνει: «Είναι πολύ σημαντικό ότι η κυβέρνηση αναγνωρίζει την ανάγκη συμβολής της στη μείωση του κόστους των επιχειρήσεων, που δημιουργεί δίχως νόημα το κράτος, αλλά δεν μπορεί να μην επισημανθεί η ατολμία της να αντιμετωπίσει αρκετές από τις αιτίες του. Για παράδειγμα, θα δημιουργήσει επιτέλους ένα και μοναδικό ενιαίο φορέα ελέγχου των επιχειρήσεων, ώστε να μην ελεγχόμαστε από εφτά-οκτώ διαφορετικές υπηρεσίες επί παντός του επιστητού από κάθε μια, καλούμενοι να δίνουμε συνεχώς λόγο στις γραφειοκρατίες όλων, καταδικασμένοι σε απίστευτες καθυστερήσεις;».

«Γι’ αυτό φοβάμαι ότι τα συζητούμενα μέτρα για τους ελέγχους στην περιφέρεια θα αυξήσουν στις επιχειρήσεις το κόστος του κράτους. Εμείς επικροτούμε τον έλεγχο και δη τον αυστηρό, αλλά δεν μπορεί να γίνεται από μια πλειάδα υπηρεσιών, με διαφορετικές αντιλήψεις μεταξύ τους περί νομιμότητας», σχολιάζει ο κ. Μαχαίρας.

Ψευδή και εύκολα συμπεράσματα
«Με εκπλήσσουν οι τοποθετήσεις του κ. Κομνηνού, σχετικά με την αξιολόγηση του κλάδου μας και ειδικότερα οι διαπιστώσεις του ότι οι εταιρείες μας έχουν υψηλό μικτό κέρδος, συγκριτικά με το μέσο ευρωπαϊκό, όπως και ότι η πληθώρα καταστημάτων κι επιχειρήσεων δημιουργεί ένα περιβάλλον μη ανταγωνιστικό», λέει ο κ. Βερόπουλος, σχολιάζοντας: «Θα με ενδιέφερε να μάθω βάσει ποιας ευρωπαϊκής έρευνας το μικτό κέρδος των οργανωμένων αλυσίδων στην Ελλάδα είναι το υψηλότερο. Αυτό που γνωρίζω εκ πείρας είναι ότι πολλές αλυσίδες στην Ευρώπη, σε πολλές εθνικές αγορές, έχουν μικτή κερδοφορία αρκετές μονάδες πάνω από τη δική μας. Ούτε μπορεί, όμως, η επίδοση μιας αλυσίδας discount να γίνεται γνώμονας για την αποτίμηση του επιπέδου των τιμών σε όλο τον κλάδο. Οι σχετικές κρίσεις πρέπει να βασίζονται σε καταξιωμένες έρευνες κι όχι σε μεμονωμένα παραδείγματα ή σε παραπλανητικά ρεπορτάζ».

«Είναι ψευδές το συμπέρασμα», λέει ο κ. Παντελιάδης, «ότι, εφόσον το μικτό κέρδος είναι υψηλό και το καθαρό χαμηλό, συγκριτικά με την υπόλοιπη Ευρώπη, δεν λειτουργούν σωστά οι επιχειρήσεις. Πρόκειται για υπεραπλούστευση, διότι συγκρίνονται ανόμοια πράγματα. Κι αν ακόμα αγνοήσω ότι γενικά το μέσο ελληνικό σούπερ μάρκετ είναι καλύτερου επιπέδου του μέσου ευρωπαϊκού, τόσο από άποψη επενδύσεων και τεχνικής υποδομής όσο και εξυπηρέτησης, δεν μπορεί να μη σταθώ στο τελευταίο. Γιατί περίπου το 1/3 του τζίρου του τυπικού ελληνικού σούπερ μάρκετ προέρχεται από σερβιριζόμενα τμήματα, όταν το αντίστοιχο ποσοστό στο μέσο ευρωπαϊκό είναι, ίσως, κάτω του 5%, πράγμα που σημαίνει μια εντελώς διαφορετική σχέση κόστους υπηρεσιών μεταξύ τους!».

Εξάλλου, όπως διαπιστώνει ο κ. Μαχαίρας, «πέρα του ότι λησμονείται πώς τουλάχιστον το ήμισυ του διοικητικού κόστους των ελληνικών σούπερ μάρκετ αφορά στις υποχρεώσεις απέναντι στο προσωπικό, παρασιωπείται ότι ένα άλλο 23% του λειτουργικού μας κόστους καλύπτει τα τιμολόγια υπηρεσιών κοινής ωφελείας, που δεν σταματούν να “φουσκώνουν”. Αλλά αγνοείται και το επιπλέον κόστος των ανελαστικοτήτων της εργατικής νομοθεσίας στην Ελλάδα που, αντίθετα με τα ισχύοντα στην υπόλοιπη Ευρώπη, υπονομεύει την παραγωγικότητά μας. Πράγματι, ο έλληνας επιχειρηματίας δεν δικαιούται, όπως ο Ολλανδός, να απασχολήσει λχ την ταμία, σε ώρα ύφεσης της δουλειάς, στην εξυπηρέτηση άλλων αναγκών του καταστήματος…».

«Η παραγωγικότητα του κλάδου μας ανά κατάστημα έχει περιθώρια βελτίωσης», λέει ο κ. Βερόπουλος. «Αλλά αυτό συναρτάται με το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων και την άρση ποικίλων περιορισμών και απαγορεύσεων όσον αφορά στην εσωτερική λειτουργία των σούπερ μάρκετ. Τέτοιοι περιορισμοί είναι αποκλειστικά ελληνικό εφεύρημα, που δεν συναντάται σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, στις οποίες ανέκαθεν το σούπερ μάρκετ αντιμετωπίστηκε ως κοινωνική πρόοδος κι όχι ως καταστροφέας της παραδοσιακής κοινωνικής δομής, όπως ακόμα πιστεύουν κάποιοι στην Ελλάδα. Όμως, με μια νομοθετική δομή που ανταποκρίνεται ακριβώς σε τέτοιες αντιλήψεις, πώς είναι δυνατόν να συγκρινόμαστε, λχ, με την υψηλής παραγωγικότητας Γερμανία; Σήμερα ο εργαζόμενος στο μέσο ευρωπαϊκό σούπερ μάρκετ παράγει μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία για τον πελάτη και το κατάστημα απ’ ό,τι στην Ελλάδα, για τους λόγους που εξήγησα, ενώ ο μισθός του αναλογικά δεν έχει μεγάλη διαφορά από τον ισχύοντα στην Ελλάδα».


Περί ανταγωνιστικότητας και τιμών
«Διαφωνώ ευθέως με τη θέση του κ. Κομνηνού ότι ανταγωνιστικά “το σύστημα είναι λάθος δομημένο”, ότι πουλάμε ακριβά για να στηρίξουμε τα αυξημένα μας έξοδα κι ότι, ενώ η μεγέθυνση της ζήτησης τα προηγούμενα χρόνια στηρίχθηκε στη συμμετοχή των μεταναστών και στην έκρηξη του δανεισμού, οι επιχειρήσεις κοιμόντουσαν τον ύπνο του δικαίου, μη κάνοντας τίποτα για την τόνωση της ανταγωνιστικότητάς τους», τονίζει ο κ. Παντελιάδης, θέτοντας το εξής ερώτημα:

«Αφού ο κλάδος δεν είναι ανταγωνιστικός, γιατί οι Aldi, Dia, και Plus δεν άντεξαν τον εγχώριο ανταγωνισμό, και γιατί δύο από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις παγκοσμίως, οι Carrefour και Makro, όχι μόνο δεν κατάφεραν να έχουν τα λογικώς προσδοκώμενα αποτελέσματα στην Ελλάδα, αλλά την τελευταία διετία εμφανίζουν πτώση τζίρου; Δεν νομίζεται ότι πρόκειται για κραυγαλέα αντίφαση;».

«Το να χρεώνει κάποιος στα σούπερ μάρκετ την ευθύνη για τις “υψηλές τιμές”, συγκριτικά με την υπόλοιπη Ευρώπη, όταν είναι γνωστό ότι εμείς δεν αγοράζουμε στις ίδιες τιμές με τους άλλους ευρωπαίους συναδέλφους μας, είναι παραπλανητικό!», λέει ο κ. Μαχαίρας, εξηγώντας: «Το ότι στην Ελλάδα τα logistics είναι πανάκριβα, ότι μεσολαβεί ένα ενδιάμεσο εμπορικό κέρδος, ενίοτε υψηλότερο απ’ ό,τι σε άλλες χώρες, ότι το κόστος συντήρησης και διακίνησης, διαφήμισης και προώθησης των προϊόντων είναι μεγαλύτερο του μέσου ευρωπαϊκού, δίνουν ασφαλώς την εξήγηση του “γιατί είμαστε ακριβή χώρα”. Η συγκέντρωση του κλάδου, πάντως, οξύνοντας τον ανταγωνισμό και μεγιστοποιώντας την πίεση στους προμηθευτές, θα οδηγήσει σε πτώση των τιμών -τουλάχιστον κατά 3%-4%, σύμφωνα με τη διεθνή εμπειρία. Παράλληλα, θα βελτιώσει τις παρεχόμενες υπηρεσίες, διασφαλίζοντας και μεγαλύτερη διαφάνεια ως προς την κερδοφορία. Έτσι μόνο θα εξυγιανθεί το εμπόριο, αποβάλλοντας όσους σήμερα το αμαυρώνουν, παρέχοντας κακή ποιότητα υπηρεσιών, φερόμενοι με ανεντιμότητα στο προσωπικό τους, φοροδιαφεύγοντας κλπ. Ο κλάδος μας είναι πράγματι κορεσμένος. Με σύγχρονους όρους, δεν υπάρχει χώρος για όλους».

Κωνσταντίνος Μαχαίρας, αντιπρόεδρος Delhaize
Η αντιμετώπιση της αδιαφάνειας στις τιμές των οπωροκηπευτικών, μέσω της ιχνηλασιμότητας, είναι άστοχη. Εμείς πρώτοι τους θέσαμε το θέμα, για να μην τρώει ο πελάτης την εισαγόμενη ντομάτα για ελληνική -τους υποδείξαμε και τρόπους που μπορεί να εφαρμοστεί ως το κατάστημα. Μας αγνόησαν. Τώρα ζητούν να εφαρμόσουν ένα αμφίβολης επιτυχίας σύστημα.

Νίκος Βερόπουλος, πρόεδρος & δ/νων σύμβουλος, Βερόπουλος
Υπενθυμίζω ότι, σύμφωνα με έρευνα του ΟΠΑ, ο κλάδος μας είναι ο πλέον ανταγωνιστικός της ελληνικής αγοράς. Η προσπάθεια της πολιτείας τα τελευταία χρόνια είναι η σημαντικότερη όσον αφορά στην αγορά των τροφίμων απ’ όσες έχουμε δει. Αρκεί να μη μείνει στη μέση, να βασίζεται σε αξιόπιστες έρευνες και να μην πέφτει στην παγίδα των εύκολων συμπερασμάτων.

Αριστοτέλης Παντελιάδης, δ/νων σύμβουλος, Μετρό
Η εξαγγελία από το υπουργείο μέτρων για την καθιέρωση των ηλεκτρονικών τιμολογίων στις επιχειρήσεις, μας συγκινεί όλους. Αλλά σε μια χώρα με τόσο βαριά κρατική γραφειοκρατία, όπως η Ελλάδα, μπορεί να επιτύχει ένα εγχείρημα που θεωρείται πως είναι τόσο προχωρημένο ακόμα και για τα μέτρα της Ευρώπης; Μακάρι!

Δημήτρης Ασημακόπουλος, πρόεδρος ΓΕΣΕΒΕ: Όμηροι της αδιαφάνειας των ισχυρών
Τη διαφωνία του με τη θέση ότι ο μεγάλος αριθμός των λιανεμπορικών επιχειρήσεων έχει οδηγήσει σε έλλειμμα ανταγωνιστικότητας και άνοδο των τιμών στην εγχώρια λιανική, εξέφρασε ο πρόεδρος της ΓΕΣΕΒΕ, κ. Δημήτρης Ασημακόπουλος.

«Μάλλον το αντίθετο συμβαίνει. Άλλωστε, η συγκέντρωση της λιανικής στη χώρα μας, όπου έγινε, δεν έφερε μείωση τιμών. Όποιος θέλει να δει την ουσία του προβλήματος αρκεί να σκεφτεί ότι, πχ, πάνω από τα μισά βενζινάδικα της χώρας ελέγχονται από τις προμηθεύτριες εταιρείες. Αν αυτές δραστηριοποιούνταν με όρους ανταγωνισμού στις τιμές, ο ανεξάρτητος βενζινοπώλης θα ακολουθούσε ή θα εξέλειπε. Κάτι ανάλογο συμβαίνει σε όλο το φάσμα της αγοράς, καθώς το μεγάλο εισαγωγικό εμπόριο, που είναι συγκεντρωμένο σε πολύ λίγα χέρια, ελέγχει κατά βούληση τις τιμές, μέσω των “τριγωνικών συναλλαγών” τις αυξάνει και τις διατηρεί ψηλά, ενώ ταυτόχρονα εμφανίζει πολύ μικρά κέρδη, επωφελούμενο παράνομα εις βάρος των εσόδων του κράτους… Δεν είναι τυχαίο ότι πολλές εισαγόμενες φίρμες προϊόντων πωλούνται περίπου στις ίδιες τιμές στα μικρά και στα πολύ μεγάλα καταστήματα.

Πυρήνας της εθνικής στρατηγικής για το εμπόριο πρέπει να είναι η διαφάνεια στις τιμές. Θα ήταν ενδιαφέρον να υπάρξει μια ηλεκτρονική πλατφόρμα στο ΥΠΑΑ, στην οποία υποχρεωτικά οι σημαντικές εμπορικές επιχειρήσεις, κυρίως οι εισαγωγικές, θα καταθέτουν τις τιμές τους, ώστε ο οποιοσδήποτε πριν επιλέξει να ενημερώνεται για όλα αυτά που σήμερα παραμένουν “μυστικά”.

Η αγορά μας χαρακτηρίζεται από υπερπληθώρα εμπορικών επιχειρήσεων, πράγμα που τους δημιουργεί μεγάλο λειτουργικό κόστος. Πρόκειται για κατάσταση μη υγιή, όμως η γιατρειά της δεν θα έρθει με διοικητικά μέτρα, αλλά με μια άλλη δομή στην επιχειρηματικότητα, που κυρίως θα ενθαρρύνει την ανάπτυξη όσων ακριβώς έχουμε απολέσει την τελευταία τριακονταετία, με δυσμενέστατες συνέπειες στο εμπορικό ισοζύγιο της χώρας: την παραγωγική βάση της οικονομίας μας! Χωρίς αποκατάσταση της σχέσης παραγωγής-εμπορίου δεν έχουμε μέλλον ως οικονομία».