Στοιχεία για τις πωλήσεις οσπρίων δεν υπάρχουν, ει μη μόνον για την κατηγορία του ρυζιού, που ενισχύθηκε πέρυσι περίπου κατά 5% σε όγκο και 10% σε αξία. Ενδεικτικό, πάντως, για την πορεία των πωλήσεων και των δύο κατηγοριών προϊόντων είναι ότι ο leader του κλάδου, η εταιρεία Agrino, ανέμενε τελική αύξηση πωλήσεων το 2007 10% σε αξία.
Τα όσπρια και το ρύζι είναι δύο κατηγορίες προϊόντων, που η διάθεση χύμα ποσοτήτων, αν και κατώτερης ποιότητας προϊόντων, διατηρεί ακόμα υψηλή συμμετοχή στην αγορά. Ωστόσο, στοιχεία για το ακριβές μερίδιο των χύμα διατιθέμενων ποσοτήτων δεν υπάρχουν, αλλά, όπως εκτιμάται, κατέχουν περίπου το 50% επί των συνολικών πωλήσεων σε όγκο και το 25% έως 30% σε αξία. Ειδικά στην περίπτωση των οσπρίων, μεγάλη κίνηση του χύμα προϊόντος παρατηρείται στις λαϊκές αγορές. Πάντως, το 80% του τζίρου των τυποποιημένων προϊόντων των δύο κατηγοριών γίνεται μέσω των σούπερ μάρκετ.
Νέες ανατιμήσεις εν όψει;
Η κατηγορία των οσπρίων -και σε μικρότερο βαθμό του ρυζιού- κατέγραψε διψήφιο ρυθμό αύξησης των τιμών το τελευταίο δωδεκάμηνο. Σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Ανάπτυξης, τα όσπρια ανατιμήθηκαν κατά 28% τον Δεκέμβριο του 2007 σε σχέση με 12 μήνες πριν -μικρότερη αύξηση σημειώθηκε και στις τιμές του ρυζιού. Παράγοντες της αγοράς επισημαίνουν ότι οι τιμές της πρώτης ύλης (σε όσπρια και ρύζι) κατά το τελευταίο έτος αυξήθηκαν διεθνώς κατά 25% έως 50% για δύο βασικούς λόγους.
Ο πρώτος σχετίζεται με τη μείωση των καλλιεργούμενων εκτάσεων επ’ ωφελεία, αντιστοίχως, της επέκτασης των καλλιεργειών βιοκαυσίμων, και ο δεύτερος με την επιδείνωση των κλιματικών συνθηκών. Επί παραδείγματι, λόγω της ξηρασίας και της ανομβρίας κατά την περυσινή χρονιά, φέτος η ελληνική παραγωγή αναμένεται μικρότερη. Οι ανατιμήσεις της πρώτης ύλης κατά επέκταση περνούν στο ράφι. Κι επειδή οι διεθνείς τιμές των οσπρίων και του ρυζιού ακόμα δεν έχουν σταθεροποιηθεί, εκτιμάται ότι ενδεχομένως θα υπάρχουν και νεότερες ανατιμήσεις των προϊόντων στο ράφι.
Πρωτιά στην κατά κεφαλή κατανάλωση
Η κατά κεφαλή κατανάλωση οσπρίων στην Ελλάδα είναι περίπου 4 κιλά ετησίως, είναι δηλαδή από τις πιο υψηλές στη Δυτική Ευρώπη. Το πρώτο σε προτίμηση προϊόν της εγχώριας ζήτησης είναι οι ψιλές φακές. Ακολουθούν τα φασόλια. Ενώ η ελληνική παραγωγή οσπρίων, η οποία μειώθηκε σημαντικά κατά τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, διαμορφώνεται σήμερα σε περίπου 10.000 τόνους, η ζήτηση ανέρχεται περίπου στους 40.000 έως 45.000 τόνους τον χρόνο. Αυτή η τεραστίου μεγέθους διαφορά καλύπτεται από τις εισαγωγές. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι περίπου το 70% έως 80% της συνολικής εγχώριας κατανάλωσης φακής καλύπτεται από τη διεθνή αγορά.
Στο ρύζι το επίπεδο της εγχώριας κατανάλωσης παρακολουθεί τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Πάντως, οι πωλήσεις της κατηγορίας του ρυζιού στο σύνολό της είναι αυξητικές. Τη μεγαλύτερη άνοδο εμφανίζει η υποκατηγορία του φυσικά αρωματισμένου ρυζιού (τύπου Jasmine, Basmati και άλλων ειδών του προϊόντος που προέρχονται από την Ανατολή), οι πωλήσεις της οποίας ενισχύθηκαν το 2007 κατά 14% σε αξία και κατά 7,3% σε όγκο, σύμφωνα με τα στοιχεία των εταιρειών του κλάδου. Στη συγκεκριμένη κατηγορία ο καταναλωτής ανταποκρίνεται θετικά στα λανσαρίσματα νέων προϊόντων, που του προσφέρουν νέες και διαφορετικές προτάσεις γεύσεων.
‘Eμφαση σε ποιότητα και ασφάλεια
Οι έρευνες δείχνουν ότι ο καταναλωτής επιλέγει το προϊόν που θα αγοράσει, είτε όσπρια είτε ρύζι, με βάση τη σχέση ποιότητας/ασφάλειας που του προσφέρει, σε συνδυασμό με την τιμή του. Οι καταναλωτές που διατηρούν στενότερη σχέση με την ενημέρωση, σχετικά με τη διατροφική αξία των οσπρίων και του ρυζιού, ενδιαφέρονται κυρίως για τα συστατικά και την εντοπιότητα των προϊόντων της.
Πάντως, ο ‘Ελληνας καταναλωτής είναι ιδιαίτερα δεκτικός σε προϊόντα προστιθέμενης αξίας, πράγμα που ωθεί τις εταιρείες να δίνουν ιδιαίτερη σημασία στον τομέα αυτό. Ενδεικτικά, η Agrino, άρχισε πρώτη να διαθέτει τους γίγαντες Καστοριάς, ενώ στη συνέχεια μερίμνησε για την πιστοποίησή τους ως προϊόντος Προστατευόμενης Γεωγραφικής ‘Ενδειξης (ΠΓΕ). Εξάλλου, ή ίδια εταιρεία είναι η μόνη που αναγράφει στη συσκευασία της το όνομα του παραγωγού (όταν πρόκειται για προϊόντα που έχουν παραχθεί στην Ελλάδα), στο πλαίσιο της οικοδόμησης σχέσεων εμπιστοσύνης με τους καταναλωτές.
Από τη δική της πλευρά, η εταιρεία Ωμέγα λανσάρισε τη νέα σειρά Special, με προϊόντα αναβαθμισμένης ποιότητας, σε συνδυασμό με την υιοθέτηση μοντέρνων συσκευασιών για την πρακτική ασφάλισή τους, στα οποία η ανταπόκριση των καταναλωτών, ιδίως των αστικών κέντρων, ήταν άμεση, όπως αναφέρουν στελέχη της εταιρείας.
Οι πωλήσεις στις δύο κατηγορίες τυποποιημένων τροφίμων υποστηρίζονται από προγράμματα προωθητικών ενεργειών, τα οποία αφορούν κατά κανόνα είτε στην προσφορά χρήσιμων δώρων με την αγορά ενός προϊόντος είτε στην παροχή εκπτωτικού κουπονιού (sticker). Παράλληλα, γίνονται και προσφορές του τύπου «2+1», αλλά κυρίως από τους νεότερους «παίκτες» της αγοράς.
Τάσεις σταθεροποίησης στα PL
Το μερίδιο των πωλήσεων σε αξία στα όσπρια και το ρύζι ιδιωτικής ετικέτας διαμορφώνεται περίπου στο 16% έως 17%, εμφανίζοντας τάσεις σταθεροποίησης. ‘Αλλωστε, επειδή πρόκειται για παραδοσιακά προϊόντα μπακαλικής, οι παλιότεροι λιανέμποροι, όπως οι αλυσίδες Σκλαβενίτης και Αφοί Βερόπουλοι, διέθεταν από παλιά δικά τους συσκευαστήρια, πράγμα που συνετέλεσε στην αύξηση του μεριδίου των private labels. Αυξητικά εκτιμάται ότι κινείται και το μερίδιο των αλυσίδων discount, το οποίο, ωστόσο, παραμένει χαμηλό.
Τη μεγαλύτερη αύξηση πωλήσεων παρουσιάζει το λευκό ρύζι, σε σύγκριση με τον τύπο parboiled (το κίτρινο σπυρωτό ρύζι, που πωλείται και σε ακριβότερη τιμή). Ειδικότερα, το 2007, σύμφωνα με τα στοιχεία της IRI Hellas, οι πωλήσεις λευκού ρυζιού ενισχύθηκαν κατά 6,4% σε όγκο και κατά 12,5% σε αξία, ενώ την ίδια περίοδο οι πωλήσεις του parboiled ρυζιού ενισχύθηκαν κατά 1,9% σε όγκο και κατά 5,2% σε αξία. Πέρυσι, οι πωλήσεις ρυζιού σε όγκο ενισχύθηκαν ιδιαίτερα στα μικρά σούπερ μάρκετ (έως 400 τμ) -αύξηση 11,4%. Η μικρότερη αύξηση πωλήσεων καταγράφηκε στα μεγάλα σούπερ μάρκετ (1.000-2.500 τμ) -αύξηση 1,4%.
Το άρθρο δημιοσιεύεται στο τεύχος 370 του περιοδικού των εκδόσεων Comcenter, “σελφ σέρβις”.