Ισχυρός μοχλός πίεσης για την πτώση των τιμών των οπωροκηπευτικών αναδεικνύεται ο κλάδος των σούπερ μάρκετ, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία των Υπουργείων Ανάπτυξης και Γεωργίας. Από τις μετρήσεις του Παρατηρητηρίου Τιμών που έχουν συστήσει τα δύο υπουργεία προκύπτει ότι ο ανταγωνισμός στον κλάδο του οργανωμένου λιανεμπορίου έχει περιορίσει τις τιμές των αγροτικών προϊόντων σε επίπεδα χαμηλότερα των λαϊκών αγορών.
Ισχυρός μοχλός πίεσης για την πτώση των τιμών των οπωροκηπευτικών αναδεικνύεται ο κλάδος των σούπερ μάρκετ, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία των Υπουργείων Ανάπτυξης και Γεωργίας. Από τις μετρήσεις του Παρατηρητηρίου Τιμών που έχουν συστήσει τα δύο υπουργεία προκύπτει ότι ο ανταγωνισμός στον κλάδο του οργανωμένου λιανεμπορίου έχει περιορίσει τις τιμές των αγροτικών προϊόντων σε επίπεδα χαμηλότερα των λαϊκών αγορών.
Τα ποσοστιαία ανοίγματα στις τιμές παραγωγής και λιανικής διάθεσης των οπωροκηπευτικών είναι εμφανώς μικρότερα στα σούπερ μάρκετ έναντι των λαϊκών αγορών, ενώ κατά παράδοξο τρόπο τα ανοίγματα εμφανίζονται στις λαϊκές μεγαλύτερα ακόμη και από τα οπωροπωλεία. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις πατάτες και τις τομάτες (προϊόντα με μεγάλη στάθμιση στον πληθωρισμό) τα ανοίγματα τιμών από την παραγωγή στην κατανάλωση είναι 200% και 109,9% αντίστοιχα στις λαϊκές, όταν στα σούπερ μάρκετ οι ποσοστιαίες διαφορές περιορίζονται σε 125% και 61,36%. Την ίδια στιγμή στα οπωροπωλεία τα αντίστοιχα ποσοστά διαμορφώνονται σε 156% και 88,64% (Αναλυτικό πίνα βλέπε τεύχος 311 σελ.19).
Από τα στοιχεία του Παρατηρητηρίου Τιμών (ΠΤ) προκύπτει ότι οι λαϊκές αγορές έπαψαν πλέον να αποτελούν το προπύργιο των χαμηλών τιμών για τα αγροτικά προϊόντα. Τα σούπερ μάρκετ δείχνουν να εξασφαλίζουν τις χαμηλότερες δυνατές τιμές στην αγορά, γεγονός το οποίο εκτιμάται ότι θα οδηγήσει σε σταδιακή εξασφάλιση μεγαλύτερης συμμετοχής του οργανωμένου λιανεμπορίου στην τελική διάθεση των οπωροκηπευτικών.
Σημειώνεται όμως ότι παρά τις κυβερνητικές πιέσεις που ασκήθηκαν στον κλάδο των αγροτικών προϊόντων, στο σύνολο της αγοράς τα ανοίγματα των τιμών από τον παραγωγό στην κατανάλωση παραμένουν σε αδικαιολόγητα υψηλά επίπεδα. Στο διάστημα του δεύτερου δεκαπενθημέρου του Αυγούστου, το μεγαλύτερο ποσοστό που διαπιστώθηκε στις λαϊκές αγορές αφορούσε τα ροδάκινα και ήταν της τάξης του 366%. Τα αντίστοιχα ποσοστά στα οπωροπωλεία και τα σούπερ μάρκετ ήταν 340,74% και 251,85%. Δεκαπέντε ημέρες νωρίτερα το μεγαλύτερο άνοιγμα στις τιμές παραγωγού-λιανοπωλητή ήταν 630%, ενώ για ένα διάστημα ξεπέρασε και το 800%! Ωστόσο, σύμφωνα με παράγοντες που συμμετέχουν στο ΠΤ, ανοίγματα της τάξης του 366% δεν δικαιολογούνται σε καμία περίπτωση με βάση την ισχύουσα νομοθεσία, που όπως είναι γνωστό προβλέπει για τα περισσότερα αγροτικά προϊόντα ανώτατα περιθώρια κέρδους τόσο στη χονδρική όσο και στη λιανική διακίνηση. Στα υπό παρακολούθηση προϊόντα περιλαμβάνονται και τα ροδάκινα, στα οποία καταγράφηκε η απόκλιση του 366%.
Το χονδρεμπόριο δουλεύει με υπερβολικό κέρδος
Στην τελευταία έκθεση του ΠΤ αναφέρεται: «Για το σύνολο σχεδόν των υπό παρακολούθηση οπωροκηπευτικών το συνολικό ποσοστό ανοίγματος που εμφανίζεται μονίμως στη διάρκεια ενός έτους συλλογής και επεξεργασίας των στοιχείων υπερβαίνει τα οριζόμενα από το νόμο «λογικά» περιθώρια αποκλίσεων – κυμαινόμενα αναλόγως, τόσο ως προς τον χονδρέμπορο όσο και ως προς τον τελικό φορέα λιανικής πώλησης».
Ειδικότερα για το άνοιγμα των τιμών παραγωγού-χονδρεμπόρου, στην ίδια έκθεση τονίζεται ως γενικό συμπέρασμα ότι το χονδρεμπόριο πραγματοποιεί υπερβολικό κέρδος, ενώ για το άνοιγμα χονδρικής-λιανικής διάθεσης, ως γενική παρατήρηση δηλώνεται ότι: «Τα ανοίγματα εμφανίζονται «μάλλον» λογικά ή αλλιώς «μη υπερβολικά». Παραμένει ωστόσο η βασική διαπίστωση ότι για αρκετά προϊόντα τα ανοίγματα γενικώς εμφανίζονται πολύ χαμηλότερα στις υπεραγορές παρά στις λαϊκές».
Πώς γίνονται οι υπερτιμολογήσεις
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν τα σχόλια που διατυπώνονται στην έκθεση του ΠΤ για τον τρόπο διαμόρφωσης των τιμών στα οπωροκηπευτικά από την παραγωγή έως και τη διάθεσή τους στην κατανάλωση. Στο επίμαχο σημείο της έκθεσης για τις παρατυπίες των εμπόρων αναφέρονται τα εξής:
«Α. Ο έμπορος εκδίδει τιμολόγιο αγροτικών προϊόντων με ποσότητες και τιμή μονάδας που κατά κανόνα είναι διαφορετικά από την πραγματικότητα. Τούτο δικαιολογείται επειδή ο παραγωγός ενδιαφέρεται στην εν λόγω συναλλαγή μόνο για την είσπραξη του συμφωνηθέντος τιμήματος και όχι για τα στοιχεία του παραστατικού που θα εκδοθεί και που σε τελική ανάλυση δεν είναι δικό του στοιχείο πέραν του ότι εκδίδεται εν αγνοία του και ετεροχρονισμένα.
Β. Ο έμπορος ενδιαφέρεται να εμφανίσει στο τιμολόγιο αυξημένη τιμή μονάδος (αέρα) και μειωμένη ποσότητα αγοράς. Αυτό έχει διπλό όφελος υπέρ του εμπόρου:
α) διαμορφώνει τιμή πώλησης με βάση την τιμή αγοράς που ο ίδιος καθορίζει,
β) έχει τη δυνατότητα να διαθέσει τις επιπλέον ποσότητες χωρίς συνοδευτικά έγγραφα, λόγω μείωσης των πραγματικών ποσοτήτων στο παραστατικό που εξέδωσε.
Γ. Έχει διαμορφωθεί σχέση οικονομικής εξάρτησης του παραγωγού από τους εμπόρους με χρηματοδοτήσεις, με αποτέλεσμα ο παραγωγός σε αρκετές περιπτώσεις να είναι δέσμιος του εμπόρου και να υποκύπτει στις πιέσεις του όσον αφορά κυρίως τη διαμόρφωση τιμών και ποσοτήτων στα στοιχεία συναλλαγής που εκδίδονται.
Δ. Αποτέλεσμα των ανωτέρω είναι να διαμορφώνονται οι τελικές τιμές καταναλωτή σε υψηλότερα επίπεδα και να υπάρχει μεγάλη φοροδιαφυγή σε αυτό το στάδιο της συναλλαγής από τις αναγραφόμενες μειωμένες ποσότητες».