Μπορεί οι δείκτες του πληθωρισμού να αποκλιμακώνονται, όμως η αύξηση του κόστους ζωής παραμένει το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα των πολιτών, καθώς προσέρχονται στις κάλπες των βουλευτικών εκλογών. Με τα εφτά στα δέκα νοικοκυριά να δηλώνουν ότι η οικονομική τους κατάσταση επιδεινώθηκε τον τελευταίο χρόνο και έξι στα δέκα να προβλέπουν ότι θα χειροτερεύσει, όπως μαρτυρά ο Δείκτης Καταναλωτικής Εμπιστοσύνης, το σλόγκαν «ο ψηφοφόρος επιλέγει κυβέρνηση με κριτήριο την τσέπη του» καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την προεκλογική αντιπαράθεση.
Η στήριξη της ζήτησης, η ενίσχυση των εισοδημάτων, η ανάπτυξη της οικονομίας και της υγιούς επιχειρηματικότητας, η δημιουργία νέων ποιοτικών θέσεων εργασίας, το όραμα για τον παραγωγικό μετασχηματισμό της χώρας και τα συναφή πρωταγωνιστούν στα πολιτικά προγράμματα των κομμάτων. Οι διαφορές έγκεινται στο μείγμα των πολιτικών, μέσω των οποίων καθένα επιδιώκει να επιτύχει τους εν λόγω στόχους, πράγμα που αφορά ασφαλώς τον επιχειρηματικό κόσμο, αφού λίγο ή περισσότερο τα σχέδιά του επηρεάζονται από τις κυβερνητικές αποφάσεις.
Απευθύναμε, λοιπόν, κοινές ερωτήσεις σε τρεις υποψηφίους των τριών μεγαλύτερων κομμάτων. Φυσικά, δώσαμε έμφαση στα θέματα που αφορούν την αγορά των ειδών πρώτης ανάγκης και την κατάσταση της ζήτησης. Οι κ. Νίκος Παπαθανάσης, αναπληρωτής υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων της απελθούσας κυβέρνησης και υποψήφιος βουλευτής Νέας Δημοκρατίας, Αλέξης Χαρίτσης, βουλευτής Μεσσηνίας και τομεάρχης Ανάπτυξης και Επενδύσεων του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, και Μιχάλης Κατρίνης, βουλευτής Ηλείας και επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής, παρουσιάζουν στο «σελφ σέρβις» τις θέσεις των κομμάτων τους για την αντιμετώπιση της ακρίβειας, την ενίσχυση της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας και τις τάσεις συγκέντρωσης-ολιγοπώλησης της αγοράς, ειδικά του κλάδου.
Τα ερωτήματά μας
Α. Κρίνετε επαρκή τα έκτακτα μέτρα της απελθούσας κυβέρνησης για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων του πληθωρισμού στην κατανάλωση (πλαφόν στο περιθώριο κέρδους, καλάθι του νοικοκυριού, marketpass); Ποια είναι η πρότασή σας για την αντιμετώπιση της ακρίβειας;
Β. Τίθεται για το κόμμα σας θέμα προτεραιότητας για την ενίσχυση της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας κι αν ναι, με τι εργαλεία μπορεί να επιτευχθεί αυτό; Θεωρείτε ότι η πλήρης απορρύθμιση της αγοράς συμβάλλει σε μια τέτοια κατεύθυνση;
Γ. Εν μέσω ενεργειακής και πληθωριστικής κρίσης εντάθηκαν περαιτέρω οι τάσεις συγκέντρωσης της αγοράς, κυρίως μέσω των εξαγορών μικρότερων εταιρειών λιανικής από μεγάλους ομίλους και της εισόδου επενδυτικών funds σε ελληνικές μεταποιητικές επιχειρήσεις τροφίμων. Θεωρείτε ότι η προοπτική ολιγοπώλησης της αγοράς είναι μονόδρομος προς διασφάλιση της υγείας των επιχειρήσεων επ’ ωφελεία του καταναλωτή; Έχετε ως κόμμα άλλη εναλλακτική πρόταση; Αν ναι, ποια είναι αυτή και πώς μπορεί να επιτευχθεί;
ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΗΣ
Αναπληρωτής υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων της απελθούσας κυβέρνησης, υποψήφιος βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας στον Βόρειο Τομέα Αθηνών
Α. Είναι γεγονός ότι το εισαγόμενο κύμα ακρίβειας πολιορκεί σήμερα τα οικονομικά του κάθε ελληνικού νοικοκυριού. Όμως, η ακρίβεια δεν είναι ελληνικό αλλά πανευρωπαϊκό πρόβλημα, στο οποίο μάλιστα η Ελλάδα φαίνεται να τα πηγαίνει καλύτερα από άλλες χώρες, χάρη και στα μέτρα που πήραμε.
Σας θυμίζω ότι με το ξεκίνημα της πληθωριστικής κρίσης δημιουργήσαμε αναχώματα για την προστασία των συμπολιτών μας, όπως το «Καλάθι του Νοικοκυριού», το marketpass, το πλαφόν στο περιθώριο κέρδους. Μπορεί τα αναχώματα αυτά να μην έλυσαν το πρόβλημα, κανένας δεν μπόρεσε ούτε και θα μπορούσε να το λύσει άλλωστε. Συνέβαλαν όμως, ώστε οι συμπολίτες μας να μπορούν να προμηθεύονται είδη πρώτης ανάγκης σε σταθερές ή και καλύτερες τιμές τους τελευταίους πέντε μήνες. Ενδεικτικά, σύμφωνα με τα στοιχεία της 27ης εβδομάδας εφαρμογής του «Καλαθιού του Νοικοκυριού», οι τιμές μειώθηκαν ή διατηρήθηκαν σταθερές στο 94% των προϊόντων, ενώ μειωμένο περίπου κατά 15% είναι το συνολικό κόστος του «Καλαθιού» απ’ όταν ξεκίνησε το μέτρο. Μάλιστα, εντοπίζονται και προϊόντα που η τιμή τους κινείται αντιστρόφως ανάλογα από τον πληθωρισμό, χάρη στον ανταγωνισμό που δημιουργεί το «Καλάθι». Σε σχέση με το Οκτώβριο του 2022, τελευταίο μήνα πριν την εφαρμογή του «Καλαθιού», η τιμή των ζυμαρικών έχει πέσει μεσοσταθμικά άνω του 9%. Σε αυτό έχει συμβάλλει το ότι τα ζυμαρικά αγοράζονται από την πλειονότητα των συμπολιτών μας από το «Καλάθι» ακόμα κι αν πρόκειται για ιδιωτικής ετικέτας.
Την ίδια στιγμή η χώρα μας τον Μάρτιο, για έκτο διαδοχικό μήνα κατέγραψε σημαντική επιβράδυνση του πληθωρισμού –σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ ο πληθωρισμός διαμορφώθηκε στο 4,6%, υποχωρώντας αισθητά από το 6,1% του Φεβρουαρίου, παραμένοντας κάτω από τον μέσο όρο της νομισματικής μας Ένωσης. Τα μηνύματα αυτά είναι ενθαρρυντικά και για τις τιμές στο ράφι. Η επίδραση βέβαια δεν θα είναι άμεση, αφού τα περισσότερα τρόφιμα που πωλούνται σήμερα, ειδικά τα μακράς διάρκειας, έχουν παραχθεί σε περίοδο έντονων πληθωριστικών πιέσεων, όταν η αποκλιμάκωση των τιμών ενέργειας και των μεταφορικών δεν είχε ξεκινήσει.
Ακόμα κι έτσι, όμως, παρατηρείται ήδη μια μικρή μείωση των τιμών. Ενδεικτικά, τον Μάρτιο σε σχέση με τον Φεβρουάριο η τιμή των κατεψυγμένων θαλασσινών παρουσίασε μείωση 2,56%, των νωπών λαχανικών 4,73%, ενώ του ηλιελαίου μειώθηκε κατά 3,15%. Μείωση 2,4% και 1,23% είχαν η τιμή του γιαουρτιού και του γάλακτος αντίστοιχα.
Β. Η ενίσχυση της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας ήταν προτεραιότητα της κυβέρνησής μας και παραμένει. Εν μέσω της πρωτοφανούς υγειονομικής κρίσης επιστρατεύσαμε όλα τα διαθέσιμα εργαλεία και εφηύραμε τρόπους για να στηρίξουμε τους μικρομεσαίους Έλληνες επιχειρηματίες. Με τον νέο Αναπτυξιακό Νόμο εκσυγχρονίσαμε το πιο δημοφιλές επενδυτικό εργαλείο της χώρας, καθιστώντας το αποτελεσματικό, πρωτίστως για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Σας θυμίζω ότι οι πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις είναι οι μόνες που δύνανται να λάβουν το κίνητρο της επιχορήγησης, αποδεικνύοντας τη σαφή προσήλωση της κυβέρνησης στην ενίσχυση των μικρομεσαίων. Επιπλέον με την θεματική στόχευση που εισαγάγαμε, διευκολύνουμε τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις να επιλέξουν το καθεστώς που ανταποκρίνεται στις πραγματικές επιχειρηματικές τους ανάγκες. Στο ίδιο πλαίσιο, δημιουργήσαμε για πρώτη φορά διακριτό καθεστώς ενίσχυσης για νέες επιχειρήσεις. Πλέον οι νέοι επιχειρηματίες μπορούν να υποβάλλουν επενδυτικά σχέδια χωρίς να ανταγωνίζονται υφιστάμενες οντότητες (μικρές, μεσαίες ή μεγάλες), κάτι που θα ήταν ιδιαίτερα δύσκολο και θα δημιουργούσε ασφυκτικές συνθήκες για τους ίδιους.
Στην ίδια λογική κινήθηκε και ο νέος Χάρτης Περιφερειακών Ενισχύσεων, ο οποίος ενισχύει με μεγαλύτερα ποσοστά τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, δίνοντας ένα πρόσθετο κίνητρο στην υλοποίηση επενδυτικών σχεδίων. Συγκεκριμένα, οι τελευταίες λαμβάνουν ποσοστό προσαυξημένο κατά 20% έναντι των μεγάλων, ενώ το ποσοστό δύναται να ανέλθει για τις μικρές επιχειρήσεις με βάση τον νέο ΧΠΕ μέχρι το 70%. Σε πολλές περιπτώσεις δε μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις που επενδύουν σε παραμεθόριες ή ορεινές περιοχές λαμβάνουν τα ανώτατα ποσοστά του Χάρτη Περιφερειακών Ενισχύσεων.
Ακόμα και στο Εθνικό Σχέδιο «Ελλάδα 2.0» του Ταμείου Ανάκαμψης δώσαμε προτεραιότητα στους μικρομεσαίους. Σκεφτείτε το «Εξοικονομώ». Ποιος υλοποιεί τις εργασίες ενεργειακής αναβάθμισης, αν όχι μικρομεσαίες επιχειρήσεις;
Γ. Δεν υπάρχει «μονόδρομος» στη λειτουργία της εκάστοτε αγοράς, δεδομένου ότι κάθε μια έχει τα δικά της ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά, άρα και διαφορετική «συνταγή επιτυχίας» βασισμένη σε αυτά. Ούτε μπορούμε να μιλάμε για ολιγοπώλιο στην περίπτωση της ελληνικής αγοράς, δεδομένου ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των ελληνικών επιχειρήσεων είναι μικρομεσαίες. Οι εξαγορές και οι συγχωνεύσεις προσδίδουν ειδικά στην περίπτωση της χώρας μας μια πρόσθετη δυναμική, εμπλουτίζοντας το μείγμα με επιχειρήσεις μεγαλύτερου μεγέθους, που έχουν άλλη αναπτυξιακή προοπτική σε σχέση με μικρότερες. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι καταργούνται οι ΜμΕ. Η κυβέρνησή μας προωθεί πολλαπλές δράσεις στήριξης κι ενίσχυσής τους. Σας θυμίσω, για παράδειγμα, ότι, βάσει των στοιχείων της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας, για την χρηματοδότηση της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας τα τελευταία δύο χρόνια δόθηκαν 41.000 δάνεια σε 34.000 επιχειρήσεις με τα τρία στα τέσσερα δάνεια να έχουν δοθεί σε πολύ μικρές επιχειρήσεις έως δέκα εργαζόμενους, τα επτά στα δέκα να αφορούν επιχειρήσεις εκτός Αττικής, ενώ τα οκτώ στα δέκα να αφορούν επιχειρήσεις ετήσιου τζίρου έως 2 εκατ. ευρώ.
ΑΛΕΞΗΣ ΧΑΡΙΤΣΗΣ
Τομεάρχης Ανάπτυξης και Επενδύσεων του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, υποψήφιος βουλευτής Μεσσηνίας
Α. Η επιλογή της κυβέρνησης Μητσοτάκη να επενδύσει σε μέτρα-παρωδία για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πληθωριστικής και ενεργειακής κρίσης, έχει αποτύχει. Η ακρίβεια σε πολύ βασικά είδη διαβίωσης των πολιτών καλπάζει. Και ειδικά στα τρόφιμα, ο πληθωρισμός ξεπέρασε το 15% και τον Μάρτιο. Το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών εξαϋλώνεται, ενώ οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν πρόβλημα επιβίωσης.
Αντί για μέτρα που επιδοτούν την αισχροκέρδεια, εντείνουν τις συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού και εντέλει βαθαίνουν την κρίση, χρειαζόμαστε ένα ολοκληρωμένο πλέγμα ριζοσπαστικών και ρεαλιστικών παρεμβάσεων. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ έχει καταθέσει έγκαιρα την πρότασή του για να χτυπηθεί η ακρίβεια στον πυρήνα της και να στηριχθούν ουσιαστικά η κοινωνία και η πραγματική οικονομία. Με μείωση του ΦΠΑ στα είδη πρώτης ανάγκης και του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στα καύσιμα και στην ενέργεια. Με πλαφόν στα τιμολόγια του ρεύματος, πραγματική φορολόγηση των υπερκερδών και αυστηρούς ελέγχους στην αγορά. Με αυξήσεις στους μισθούς του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα στο ύψος του πληθωρισμού.
Με αυτές τις παρεμβάσεις θα επιτευχθεί αφενός η συγκράτηση των τιμών και αφετέρου η στήριξη του διαθέσιμου εισοδήματος της κοινωνικής πλειοψηφίας και ειδικά των ασθενέστερων και της μεσαίας τάξης, των στρωμάτων δηλαδή που πλήττονται περισσότερο από την κρίση.
Β. Η κυβέρνηση της ΝΔ αντιμετώπισε τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις ως «βαρίδι» για την ελληνική οικονομία. Περιορίστηκε σε αποσπασματικά και αναποτελεσματικά μέτρα, τόσο κατά τη διάρκεια της πανδημίας όσο και κατά την ενεργειακή και πληθωριστική κρίση και απέκλεισε την πρόσβασή τους στον τραπεζικό δανεισμό και στα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης. Επέλεξε αντιθέτως να ενισχύσει με τις πολιτικές της ισχυρούς επιχειρηματικούς ομίλους, ανοίγοντας την ψαλίδα μεταξύ των λίγων μεγάλων επιχειρήσεων και των εκατοντάδων χιλιάδων μικρομεσαίων.
Η ενίσχυση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων βρίσκεται στο επίκεντρο της αναπτυξιακής στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Απαιτείται γενναία ρύθμιση του ιδιωτικού χρέους και ένα συνεκτικό, ολοκληρωμένο σχέδιο για την ανακατεύθυνση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης. Είναι αναγκαία η πλήρης αξιοποίηση της Αναπτυξιακής Τράπεζας και η ενεργοποίηση όλων των χρηματοοικονομικών εργαλείων για την διευκόλυνση της πρόσβασης μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων στη χρηματοδότηση. Και βεβαίως είναι επιβεβλημένο το κράτος να ασκήσει πλήρως τα δημόσια δικαιώματα στη μετοχική σύνθεση των τραπεζών, ώστε το τραπεζικό σύστημα να στηρίξει επιτέλους την ελληνική επιχειρηματικότητα.
Όλα αυτά είναι απολύτως κρίσιμα, ώστε να μπορέσουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις να ορθοποδήσουν και να υποστηριχθούν κατά την αναγκαία προσαρμογή τους στην «πράσινη» και την ψηφιακή οικονομία. Για να βελτιώσουν την εξωστρέφειά τους, να επενδύσουν στην καινοτομία και να δημιουργήσουν συνέργειες και ολοκληρωμένες αλυσίδες αξίας μεταξύ τους. Για να μπορέσουν εντέλει οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις να πρωταγωνιστήσουν στον συνολικό μετασχηματισμό του παραγωγικού μοντέλου της χώρας.
Γ. Μεγάλο μέρος των επενδύσεων στην χώρα μας, για τις οποίες η κυβέρνηση θριαμβολογεί, αφορούν ακριβώς την εξαγορά ελληνικών επιχειρήσεων, που αντιμετωπίζουν προβλήματα επιβίωσης μέσα στην κρίση, από ξένους μεγάλους ομίλους. Όχι μόνο έχουμε δηλαδή αφελληνισμό μέρους της ελληνικής επιχειρηματικότητας, αλλά και όξυνση των ανταγωνιστικών πιέσεων και δημιουργία συνθηκών αθέμιτου ανταγωνισμού εις βάρος των μικρότερων επιχειρήσεων. Και βεβαίως εις βάρος των καταναλωτών, που εν μέσω ακρίβειας και πληθωρισμού βρίσκονται αντιμέτωποι και με φαινόμενα αισχροκέρδειας και «καρτελοποίησης». Αν συνυπολογίσει κανείς το ότι η τραπεζική χρηματοδότηση κατευθύνεται μόνο σε μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους, αφήνοντας εκτός την πλειοψηφία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, αντιλαμβάνεται ότι η κατάσταση που διαμορφώνεται σε μία από τις πιο βασικές αγορές, αυτή των τροφίμων, είναι εκρηκτική.
Η θέση μας είναι ξεκάθαρη. Χρειαζόμαστε ξένες επενδύσεις, που θα είναι όμως παραγωγικές και θα ενισχύουν την ανάπτυξη και μεγέθυνση και της εγχώριας παραγωγικής βάσης, με πολιτικές και εργαλεία που θα στοχεύουν στη δημιουργία ενός πλούσιου και ανθεκτικού οικοσυστήματος μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων, με την καλλιέργεια συνεργιών μεταξύ τους. Πιστεύουμε, βάσει και της διεθνούς εμπειρίας, ότι ένα τέτοιο παραγωγικό μοντέλο μπορεί να οδηγήσει σε μια βιώσιμη και δυναμική οικονομία σε αντίθεση με τις ολιγοπωλιακές λογικές, που κυριαρχούν σήμερα λόγω ακριβώς της πολιτικής της κυβέρνησης της ΝΔ.
Μόνο με ένα αναπτυξιακό μοντέλο διεύρυνσης του παραγωγικού ιστού, διάχυσης των διαθέσιμων χρηματοδοτήσεων σε περισσότερα παραγωγικά σχήματα και δίκαιης κατανομής των βαρών μπορούν να δημιουργηθούν ποιοτικές και βιώσιμες θέσεις εργασίας, να αναπτυχθεί η καινοτομία έναντι της κερδοσκοπίας και να ενταχθεί οργανικά η επιχειρηματικότητα στους ρυθμούς και τις ανάγκες των τοπικών κοινωνιών.
ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΤΡΙΝΗΣ
Επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, υποψήφιος βουλευτής Ηλείας
Α. Τα μέτρα της κυβέρνησης είναι ανεπαρκή, είχαν επικοινωνιακό και μόνο περιτύλιγμα και σαφή προεκλογική στόχευση. Η ακρίβεια, ιδιαίτερα στα τρόφιμα, καλπάζει ανεξέλεγκτη και το χειρότερο είναι ότι η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας όχι μόνο δεν δείχνει καμία πρόθεση λήψης ουσιαστικών μέτρων, αλλά εμφανίζεται και απρόθυμη να αντιμετωπίσει την αισχροκέρδεια που ανατροφοδοτεί την ακρίβεια. Ουσιαστικά δεν γίνονται έλεγχοι στην αγορά ή γίνονται για τις επικοινωνιακές ανάγκες της κυβέρνησης και μόνο. Το ΠΑΣΟΚ έχει προτάσεις που περιλαμβάνουν τη μείωση του ΦΠΑ σε βασικά είδη διατροφής και καύσιμα, την επιβολή πλαφόν στη λιανική τιμή της ενέργειας και την ενίσχυση της Επιτροπής Ανταγωνισμού και των μηχανισμών ελέγχου της αγοράς.
Β. Αυτή τη στιγμή η συντριπτική πλειονότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων είναι αποκλεισμένη από τη ρευστότητα και το τραπεζικό σύστημα, όπως και από άλλα χρηματοδοτικά εργαλεία. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο οι έξι στις εκατό μικρομεσαίες επιχειρήσεις έχουν τη δυνατότητα να χρηματοδοτήσουν επενδυτικά σχέδια, μέσω των προγραμμάτων του ΕΣΠΑ.
Παρά την μείωση των «κόκκινων» δανείων στους ισολογισμούς των τραπεζών, καμία πρόοδος δεν σημειώθηκε στη ρευστότητα των επιχειρήσεων από το τραπεζικό σύστημα, ενώ οι πόροι του ΤΕΠΙΧ ΙΙ και του Ταμείου Εγγυοδοσίας κατευθύνθηκαν σε μεγάλες επιχειρήσεις, με βάση όχι τις ανάγκες της πραγματικής οικονομίας, αλλά τις επιλογές των τραπεζών.
Ουσιαστικά, τα δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης αφορούν 8 ή 10 μεγάλες επιχειρήσεις. Για την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν υπάρχουν στο χάρτη, οδηγούνται στο περιθώριο. Είναι μια αντίληψη που οδηγεί σε μια βίαιη αναδιάταξη της ελληνικής οικονομίας. Ο κ. Μητσοτάκης θέλει να υπάρχουν μόνο μεγάλες επιχειρήσεις. Οι επιλογές της Νέας Δημοκρατίας οδηγούν νομοτελειακά στη συγκέντρωση της αγοράς σε λίγα και ισχυρά επιχειρηματικά σχήματα.
Γ. Το πρόβλημα που θίγετε συνδέεται τόσο με τη διαχείριση του ιδιωτικού χρέους όσο και με την απουσία ενός ολιστικού και συμπεριληπτικού αναπτυξιακού σχεδίου για τους πολλούς. Γιατί το αναπτυξιακό σχέδιο της κυβέρνησης είναι για τους λίγους, τους ημετέρους, κυρίως επιχειρήσεις ξένων συμφερόντων με μικρή εγχώρια προστιθέμενη αξία για την ελληνική οικονομία.
Μια σοβαρή αιτία αφελληνισμού των μικρομεσαίων επιχειρήσεων είναι η αδυναμία τους να αντιμετωπίσουν το ιδιωτικό χρέος. Δεν υπάρχουν ρεαλιστικές ρυθμίσεις, που να δίνουν την ευκαιρία σε αυτούς τους ανθρώπους να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους. Βρίσκονται αντιμέτωποι με πλειστηριασμούς και κατασχέσεις για οφειλές προς το δημόσιο αλλά και σε πιστωτικά ιδρύματα, οι οποίες μεταβιβάστηκαν σε funds.
Ο στραγγαλισμός αυτών των επιχειρήσεων, ο αποκλεισμός τους από τη χρηματοδότηση οδηγεί σε εξαγορές, πολλές φορές εξαγορές με πολύ μικρό τίμημα που συντελούν στη δημιουργία μονοπωλιακών καταστάσεων σε τομείς της οικονομίας. Το ΠΑΣΟΚ έχει πρόταση: Πρώτον, δυνατότητα ένταξης όλων των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων σε προγράμματα του ΕΣΠΑ και στο Ταμείο Ανάκαμψης. Δεύτερον, χρηματοδότηση για τον ψηφιακό μετασχηματισμό τους, προκειμένου να καταστούν ανταγωνιστικές. Τρίτον, νέο φορολογικό και ασφαλιστικό πλαίσιο, που θα μειώνει τις επιβαρύνσεις. Τέταρτον, νέο πλαίσιο ρυθμίσεων 120 δόσεων για τις οφειλές προς το Δημόσιο, με «κούρεμα» 30% της οφειλής για τους συνεπείς. Και πέμπτον, βιώσιμες ρυθμίσεις , που μπορεί να φτάνουν και τις 240 δόσεις, για τα χρέη προς τις τράπεζες και επιβολή κανόνων για τη λειτουργία των funds.