Το 2014 θεωρείται από πολλούς αναλυτές η πιο κρίσιμη χρονιά για την ελληνική επιχειρηματική κοινότητα των καταναλωτικών προϊόντων, από την αρχή της οικονομικής κρίσης το 2009. Υπάρχουν όμως ενδείξεις ότι κάποιοι κλάδοι, όπως το οργανωμένο λιανεμπόριο τροφίμων, θα μπορέσουν, κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες, να βγουν πιο ανταγωνιστικοί και παραγωγικοί, αξιοποιώντας τα θετικά στοιχεία (και επιδράσεις) της οικονομικής κρίσης και τη συσσωρευμένη γνώση αποδοτικής λειτουργίας στα 5 χρόνια της ύφεσης.
Η κοινωνική ανασφάλεια, η ψυχολογική κόπωση των καταναλωτών, η συνεχής ανάγκη για διαρθρωτικές αλλαγές από την πολιτεία, η ουσιαστική ανεπάρκεια του τοπικού χρηματοπιστωτικού συστήματος και η συνεχιζόμενη συρρίκνωση του οικογενειακού εισοδήματος για αγορές, αποτελούν σημαντικούς παράγοντες που διαμορφώνουν ένα πολύ δύσκολο περιβάλλον για την επιχειρηματική δραστηριότητα το 2014. Πώς διαμορφώνονται όμως οι προκλήσεις συγκεκριμένα για το οργανωμένο λιανεμπόριο τροφίμων;
Το λιανεμπόριο τροφίμων είναι από τους σημαντικότερους κλάδους της εθνικής οικονομίας με περίπου 200.000 εργαζομένους, με συμμετοχή 7% στο ΑΕΠ και επενδύσεις που ξεπερνούν τα 6 δισεκατομμύρια ευρώ την τελευταία 10ετία. Η σημασία του κλάδου για την πορεία της ελληνικής οικονομίας έγινε εμφανής και σε συγκεκριμένους τομείς, όπως αυτός της μείωσης των τιμών. Παραδειγματικά αναφέρουμε πως το 2013, κυρίως τα μεγάλα σούπερ μάρκετ, λόγω του μεγέθους τους αλλά και των προχωρημένων τεχνολογιών και συστημάτων τους, κατάφεραν -σε συνεργασία με τους προμηθευτές- να μειώσουν τις τιμές των τελικών προϊόντων στα επίπεδα του 2008 (αξίζει να σημειωθεί πως η μείωση θα ήταν μεγαλύτερη αν δεν είχε αυξηθεί ο ΦΠΑ).
Είναι γεγονός ότι, λόγω της οικονομικής κρίσης, οι καταναλωτές ανέμεναν μεγαλύτερη μείωση τιμών. Αυτό όμως δεν επετεύχθη και οφείλεται στο ότι η πλειοψηφία των προϊόντων εισάγονται από το εξωτερικό, στην αύξηση του κόστους των πρώτων υλών και της ενέργειας, στο αυξημένο κόστος της κατακερματισμένης παραγωγής, στην ύπαρξη αρκετών ενδιάμεσων, αλλά, κυρίως, στο κόστος που δημιουργείται από το αναχρονιστικό θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας του κλάδου.
Σε αυτό το περιβάλλον, ήδη οι καταναλωτές διαμορφώνουν ένα νέο αγοραστικό προφίλ, το οποίο προβλέπεται πως θα εξακολουθήσει να ισχύει και μετά την κρίση, χρησιμοποιώντας περισσότερο την λίστα, αγοράζοντας μόνο τα απαραίτητα, ψάχνοντας προσφορές και συγκρίνοντας τιμές, επιλέγοντας περισσότερα ελληνικά προϊόντα ή γενικά φθηνότερα προϊόντα κλπ. Το ζητούμενο είναι πώς ένας τόσο σημαντικός κλάδος θα παραμείνει ανταγωνιστικός και παραγωγικός, μέσα στο πλαίσιο της οικονομικής ύφεσης, προσφέροντας σωστές υπηρεσίες και «value for money» στους Έλληνες καταναλωτές, βάσει των νέων αγοραστικών τους πρακτικών και συνηθειών. Την απάντηση μπορούν να την δώσουν οι δύο κυρίως εμπλεκόμενοι: οι επιχειρήσεις του κλάδου και η πολιτεία.
Ενδεδειγμένες στρατηγικές επιχειρήσεων
Τέσσερις είναι οι ενδεδειγμένες στρατηγικές για τις επιχειρήσεις, οι οποίες άλλωστε ήδη υλοποιούνται από κάποιες μεγάλες λιανεμπορικές εταιρείες του κλάδου:
- Ευφυείς επενδύσεις σε τεχνολογίες, συστήματα και δομές οργάνωσης για μείωση του λειτουργικού κόστους, αύξηση της παραγωγικότητας των εργαζομένων, εξορθολογισμός του στοκ, ταχύτερη λήψη αποφάσεων με τεχνικές ΒΙ, κλπ
- Συνεργατικές πρακτικές win-win με τους προμηθευτές για εξορθολογισμό της εφοδιαστικής αλυσίδας (παράδειγμα αποτελεί πιλοτική εφαρμογή πρακτικών βελτιστοποίησης αποθεμάτων, που υλοποιείται στο πλαίσιο του ECR-Hellas)
- Πελατοκεντρικότητα στην πληροφόρηση και εξυπηρέτηση, στο πλαίσιο της ανταπόκρισης στις νέες αγοραστικές συνήθειες των καταναλωτών, με αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών (mobile εφαρμογές, κοινωνικά δίκτυα, κάρτες πιστότητας κλπ)
- Ανάδειξη της καινοτόμου και ποιοτικής τοπικής παραγωγής και υλοποίηση προγραμμάτων διασφάλισης ποιότητας σε όλη την εφοδιαστική αλυσίδα από τον Έλληνα παραγωγό στα ράφια των σούπερ μάρκετ
Εκσυγχρονισμός του θεσμικού πλαισίου
Η πολιτεία, από την άλλη πλευρά, για πρώτη φορά τα τελευταία 30 χρόνια σχεδίασε σοβαρές αλλαγές εκσυγχρονισμού και απλοποίησης του θεσμικού πλαισίου. Για παράδειγμα:
- Παρουσιάσθηκαν στην αγορά οι σημαντικές μεταρρυθμίσεις της Υγειονομικής Διάταξης με την κατάργηση του διαχωρισμού μεταξύ μεικτών καταστημάτων και υπεραγορών, την παροχή άδειας σε όλα τα τμήματα για απλή κοπή και συσκευασία προϊόντων και της άδειας για πώληση τυποποιημένου κρέατος και ψαριού χωρίς την παρουσία τμήματος κρεοπωλείου
- Τέθηκε σε ισχύ ο νέος απλοποιημένος Αγορανομικός Κώδικας ή οι «Κανόνες Διακίνησης και Εμπορίας Προϊόντων και Παροχής Υπηρεσιών (ΔΙ.Ε.Π.Π.Υ.)
- Επετράπη η πώληση προϊόντων στα καταστήματα πώλησης τυποποιημένων τροφίμων, που αδικαιολόγητα απαγορευόταν (πχ βρεφικό γάλα, συμπληρώματα διατροφής)
Παρόλα αυτά, εκκρεμούν για το 2014 η σωστή εφαρμογή των παραπάνω παρεμβάσεων αλλά και ο περαιτέρω εκσυγχρονισμός του θεσμικού πλαισίου, όπως προδιαγράφονται στην σχετική μελέτη του ΟΟΣΑ. Για παράδειγμα:
- Απελευθέρωση της αγοράς μη Συνταγογραφούμενων Φαρμάκων, όπως συμβαίνει στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες
- Βελτίωση της νομοθεσίας και της γραφειοκρατίας για την αδειοδότηση γενικά των επιχειρήσεων
- Απλοποίηση της γραφειοκρατίας σε σχέση με την αποθήκευση και επεξεργασία δεδομένων σε σχέση με τα προϊόντα, τη σήμανση προϊόντων, την ιχνηλασιμότητα και τη διασφάλιση ποιότητας
- Θέσπιση της ηλεκτρονικής τιμολόγησης
Αν οι παραπάνω στρατηγικές / παρεμβάσεις των επιχειρήσεων και της πολιτείας συνδυασθούν με την επαναλειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην Ελλάδα, τότε να αναμένουμε έναν κλάδο με υψηλή παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα, καθώς και συγκράτηση των τιμών σε ανεκτά επίπεδα για τους Έλληνες καταναλωτές της κρίσης.
Info
Ο κ. Γεώργιος Ι. Δουκίδης είναι Καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Επιστημονικός Σύμβουλος Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ)