Σε περίπου 300.000 υπολογίζονται οι ιδιοκτήτες ελαιόδεντρων στην Ελλάδα σύμφωνα με επίσημα στοιχεία του κράτους, όπως ανέφερε ο πρόεδρος της Εθνικής Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Ελαιολάδου (ΕΔΟΕ), Μανώλης Γιαννούλης.
«Οι ιδιοκτήτες ελαιόδεντρων στη χώρα μας χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες. Η πρώτη και κύρια αφορά τους κατά κύριο επάγγελμα αγρότες, οι οποίοι βιοπορίζονται από το ελαιόλαδο και είναι πάνω από 150.000.
Η δεύτερη αφορά συγγενείς κατόχων ελαιόδεντρων, συνήθως της επόμενης γενιάς, οι οποίοι έχουν κληρονομήσει γη με ελαιόδεντρα και συχνά κατοικούν μακριά από τον τόπο της καλλιέργειας, οπότε χρειάζονται συνεχή βοήθεια στη φροντίδα των δέντρων. Η τρίτη κατηγορία αφορά κατόχους μικρού αριθμού ελαιόδεντρων, από 40 έως 100 ρίζες, οι οποίοι προορίζουν τη σοδειά τους κυρίως για ιδιοκατανάλωση. Στην επόμενη ημέρα της ελληνικής ελαιοκομίας, θα επιβιώσει μόνο η πρώτη και η τρίτη κατηγορία. Όσοι βρίσκονται στη δεύτερη, θα αναγκαστούν είτε να πουλήσουν τα ελαιόδεντρα, είτε να ενοικιάσουν το χωράφι σε αγρότες που θα ασχοληθούν να το καλλιεργήσουν, είτε οι εκτάσεις τους θα εγκαταλειφθούν», ανέλυσε σχετικά ο κ. Γιαννούλης.
Το λάδι στην Ελλάδα ανήκει στον κάτοχο της σοδειάς ελιάς
Η ελαιοκαλλιέργεια στην Ελλάδα αντιμετωπίζει ιστορικά πολλές προκλήσεις. Ως πιο πρόσφατη προστέθηκε σε αυτές η κλιματική αλλαγή, με καιρικά φαινόμενα που επηρεάζουν τα δέντρα, τον ανθό ή τον καρπό της ελιάς και κατά συνέπεια, το τελικό παραγόμενο προϊόν, άρα και την τιμή του. Η Ελλάδα έχει μικρό και διάσπαρτο κλήρο. Συν τοις άλλοις, έχει υψηλό κόστος καλλιέργειας λόγω γεωμορφολογίας. Σε αντίθεση με άλλες παραδοσιακές δυνάμεις της ελαιοκομίας στον πλανήτη, όπως, για παράδειγμα, η Ισπανία, στην Ελλάδα έχει επικρατήσει η ιδιόμορφη πρακτική όπου ο παραγωγός μεταφέρει τις ελιές του στο ελαιοτριβείο, αλλά αντί να τις εισκομίσει και να πληρωθεί αναλόγως του όγκου παραγωγής από τον ελαιοτριβέα, πληρώνει αντιθέτως το ελαιοτριβείο για τις υπηρεσίες του και κρατά εκείνος το λάδι, που πλέον αποτελεί δικό του προϊόν με αποστολή να το πουλήσει ο ίδιος σε μεσάζοντες ή τελικούς καταναλωτές.
Η συγκεκριμένη ιδιομορφία έχει εν πολλοίς καθορίσει τον τρόπο που εμπορεύεται το λάδι στην Ελλάδα. Ένας ευρύς αριθμός ελαιοπαραγωγών συνεισφέρουν ενεργά κάθε χρόνο στον καθορισμό της τελικής τιμής κιλού. Η συγκεκριμένη πρακτική διατηρεί αποδυναμωμένους και τους ελαιοκομικούς συνεταιρισμούς της χώρας, πλην εξαιρέσεων.
Το ατυποποίητο ελαιόλαδο και οι έλεγχοι
Είναι και εκείνη που κρατά σε υψηλά επίπεδα την κατανάλωση ατυποποίητου ελαιολάδου σε τενεκέ εκ μέρους του Έλληνα καταναλωτή, προερχόμενο κατά κανόνα από μικρούς τοπικούς παραγωγούς. Η πιθανότητα το ελαιόλαδο αυτό να τύχει νοθείας είναι μεγάλη, όμως υπάρχουν πλημμελείς έλεγχοι επ’ αυτού, άρα είναι δύσκολο να αποδειχθεί. Οι ελεγκτικοί μηχανισμοί της ελληνικής γεωργίας, εξάλλου, αποτελούν δομικό και χρόνιο πρόβλημα. Πρόσφατα, ο ΕΦΕΤ επιβεβαίωσε ότι διατηρεί μόλις 110 ελεγκτές για το σύνολο των προϊόντων αγροδιατροφής που παράγονται στην Ελλάδα. Μόνο την τελευταία δεκαετία, πολιτειακοί και κυβερνητικοί παράγοντες είχαν εξαγγείλει την πρόσληψη τουλάχιστον 500 ελεγκτών που θα ήταν αφοσιωμένοι αποκλειστικά στους ελέγχους ελαιολάδου, όπως ανέφεραν στο FOODReporter κύκλοι του ελαιοκομικού κλάδου, όμως καμία από τις παραπάνω εξαγγελίες δεν έχει προχωρήσει. Αν οι έλεγχοι παρήγαγαν πραγματικά αποτελέσματα σε ευρεία κλίμακα που θα αποδείκνυαν τη διαφορά ποιότητας του χύμα ελαιολάδου σε σχέση με το τυποποιημένο που διατηρεί υψηλές προδιαγραφές ασφάλειας τροφίμου και ημερομηνίας λήξης καθότι συσκευασμένο, ίσως γινόταν περισσότερο πιθανό το ευρύ κοινό να πειθόταν να εγκαταλείψει τη συνήθεια του τενεκέ, επειδή το χύμα ελαιόλαδο θα έχανε σημαντικό μέρος της θετικής φήμης που σήμερα διαθέτει, επισημαίνουν άλλοι παράγοντες του κλάδου. «Η συνολική αξία του ελαιολάδου πρέπει να καλύπτει το αυξημένο πια κόστος καλλιέργειας του παραγωγού συν ένα μικρό κέρδος, σε σχέση με το συνολικό βιώσιμο μέγεθος της ελαιοκαλλιέργειας που θα διαθέτει, διότι, σε διαφορετική περίπτωση, η ελαιοκαλλιέργεια στην Ελλάδα θα εγκαταλειφθεί», σημείωσε ο κ. Γιαννούλης.
Πρώτη δημοσίευση της είδησης στο καθημερινό newsletter FOODReporter