Μετρώντας αντίστροφα από το τέλος του 2023, οι προβλέψεις σχετικά με τις οικονομικές και επιχειρηματικές προοπτικές το 2024 μοιάζουν με φευγαλέες φιγούρες σε κρυστάλλινη σφαίρα μάντισσας. Πάντως, η εισήγηση του κρατικού προϋπολογισμού –του πρώτου μετά από δεκατρία χρόνια, με την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας να έχει επανέλθει στην επενδυτική βαθμίδα– προδιαγράφει εξελίξεις αισιόδοξες τη νέα χρονιά. Ανεβάζει τον πήχη της ανάπτυξης στο 2,9%, ενώ αναμένει αποκλιμάκωση του πληθωρισμού στο 2,6% και υπερδιπλασιασμό των επενδύσεων στο 15,1% έναντι 7,1% το 2023.
Ωστόσο, οι εκτιμήσεις του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου «ψαλιδίζουν» τις κυβερνητικές φιλοδοξίες, προβλέποντας επιβράδυνση της ανάπτυξης στο 2% έναντι 2,4%, όπως εκτιμούν ότι θα κλείσει φέτος.
Πέραν των μακροοικονομικών προβλέψεων, όμως, οι οποίες παρά τις αποκλίσεις τους διαβεβαιώνουν ότι η ελληνική οικονομία έχει μπει σε τροχιά ανάκαμψης, υπάρχει και το κλίμα της αγοράς. Αυτό δεν αποτυπώνεται μόνο στους δείκτες των επιχειρηματικών προσδοκιών καθενός κλάδου δραστηριοτήτων, αλλά προκύπτει και από το πώς αφουγκράζονται καθημερινά τη «μυστική βοή των επικειμένων» οι μικρομεσαίοι επαγγελματίες, τα στελέχη των υπεύθυνων προμηθειών κομβικών κλάδων της εφοδιαστικής αλυσίδας, αλλά και οι ίδιοι οι καταναλωτές. Οι τελευταίοι ασφυκτιούν από την ακρίβεια και κατά πλειονότητα –οι τρεις στους τέσσερις– δηλώνουν την πεποίθησή τους στους ερευνητές ότι η κερδοσκοπία και η αισχροκέρδεια είναι παρούσες στον οικονομικό βίο της χώρας, σύμφωνα τουλάχιστον με έρευνα, που σχολίασε πρόσφατα στο συνέδριο του ΙΕΛΚΑ ο κ. Δημήτρης Μαύρος, διευθύνων σύμβουλος της MRB…
Συναίσθημα αναφοράς η απαισιοδοξία
Τα ελληνικά νοικοκυριά παραμένουν μακράν τα πλέον απαισιόδοξα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς σχεδόν οι έξι στους δέκα καταναλωτές εκτιμούν ότι η προσωπική οικονομική τους κατάσταση θα επιδεινωθεί τους επόμενους δώδεκα μήνες. Σύμφωνα με τις έρευνες οικονομικού κλίματος του Ινστιτούτου Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών, σ’ ένα αντίστοιχο ποσοστό οι καταναλωτές αναμένουν επιδείνωση της οικονομικής τους κατάστασης και της οικονομίας της χώρας, ενώ μόλις κατά το 18% αναμένουν σταθερότητα. Οι ελληνικές επιχειρήσεις από την πλευρά τους εμφανίζονται λιγότερο απαισιόδοξες απ’ όσο οι καταναλωτές, αναμένοντας οριακή βελτίωση των εγχώριων πωλήσεων, των εξαγωγών, της απασχόλησης και των επενδύσεων. Όπως καταγράφηκε στην ετήσια οικονομική έρευνα των Ευρω-Επιμελητηρίων ΕΕS 2024 (Εurochambres Economic Survey), ο δείκτης της επιχειρηματικής εμπιστοσύνης στην Ελλάδα κινείται σε θετικό έδαφος, σε αντίθεση με ισχυρές ευρωπαϊκές οικονομίες, όπως της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Ισπανίας, όπου ο κόσμος της αγοράς αναμένει επιδείνωση του επιχειρηματικού κλίματος.
Παρουσιάζοντας τα αποτελέσματα της έρευνας, η Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων Ελλάδας (ΚΕΕΕ) αναφέρει ως βασικότερες προκλήσεις για το επιχειρείν στο νέο έτος την προμήθεια ενέργειας και πρώτων υλών σε οικονομικά προσιτές τιμές, το εργατικό κόστος και τις ελλείψεις προσωπικού και δη ειδικευμένων εργαζόμενων. Στη δεύτερη κατηγορία προκλήσεων συγκαταλέγονται –κατά σειρά προτεραιότητας– το πολύπλοκο ρυθμιστικό πλαίσιο της ΕΕ, που λειτουργεί ως τροχοπέδη για την ανταγωνιστικότητα, και τα εμπόδια στη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων, τα οποία συσσωρεύονται όσο συνεχίζεται η πολιτική των υψηλών επιτοκίων εκ μέρους των κεντρικών τραπεζών. Στην τρίτη κατηγορία αναφέρονται οι αναταράξεις στην εφοδιαστική αλυσίδα και τα κριτήρια βιωσιμότητας. «Οι κανόνες και οι απαιτήσεις που θέτει η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία θέτουν διαρκώς νέες προκλήσεις στις επιχειρήσεις και οι επιπτώσεις της θα γίνονται όλο και πιο εμφανείς τα χρόνια που έρχονται», σημειώνεται στο κεντρικό όργανο εκπροσώπησης των Ευρωπαϊκών Επιμελητηριακών φορέων.
Ανησυχία για το κόστος ενέργειας και πρώτων υλών
Το πρόβλημα της ενέργειας και της πρόσβασης σε πρώτες ύλες παραμένει η υπ’ αριθμόν ένα ανησυχία των επιχειρήσεων εν αναμονή του 2024. «Οι μηχανισμοί που έθεσαν σε λειτουργία οι κυβερνήσεις για να ελαφρύνουν τις πιέσεις από τα αυξημένα ενεργειακά κόστη και τους φουσκωμένους λογαριασμούς για τους καταναλωτές, για παράδειγμα μέσω επιδοτήσεων, δεν έχουν μειώσει τις ανησυχίες των επιχειρηματιών», προειδοποιούν τα επιμελητήρια. «Οι πρωτοβουλίες για να μειωθεί η ενεργειακή εξάρτηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τη Ρωσία, όπως το πρόγραμμα RePowerEU, εξισορρόπησαν τις ακραίες διακυμάνσεις και οδήγησαν σε μια σταθερή αποκλιμάκωση των τιμών ενέργειας το 2023, οι οποίες ωστόσο παραμένουν σε σημαντικά υψηλότερα επίπεδα από ό,τι πριν την κρίση», αναφέρει η EES 2024. «Για να ανταποκριθεί στην αλλαγή αυτή, η ΕΕ είναι πλέον πολύ πιο εξαρτημένη από τις θαλάσσιες μεταφορές Υγροποιημένου Φυσικού Αερίου (LNG) από ότι τα προηγούμενα χρόνια, εκθέτοντας τις ευρωπαϊκές οικονομίες σε αυξημένο κίνδυνο αστάθειας στις τιμές και στις ποσότητες των ενεργειακών αποθεμάτων», τονίζεται στην έρευνα. Εμμέσως τα ευρω-επιμελητήρια «φωτογραφίζουν» την εντεινόμενη ανησυχία για τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή. Σε περίπτωση που η σύγκρουση επεκταθεί, τα κοιτάσματα πετρελαίου που διαθέτουν οι χώρες της περιοχής μπορεί να αξιοποιηθούν ως «οικονομικό όπλο», με απρόβλεπτα αποτελέσματα ως προς την άνοδο των τιμών της ενέργειας.
Το δεύτερο επιτακτικό στοίχημα είναι η πρόσβαση στις αποκαλούμενες Κρίσιμες Πρώτες Ύλες, τις αναγκαίες για την Πράσινη και την Ψηφιακή μετάβαση. Σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας, για να επιτευχθεί ο στόχος της σταδιακής μετάβασης σε οικονομίες μηδενικού άνθρακα ως το 2050, απαιτείται ως το 2040 να έχουν εξαπλασιαστεί οι ορυκτές πρώτες ύλες των λεγόμενων «στρατηγικών μετάλλων» (λίθιου, νικέλιου, κοβάλτιου, χαλκού, σπάνιων γαιών). Αντίστοιχα η ΕΕ είναι εξαρτημένη από μια σειρά Κρίσιμες Πρώτες Ύλες, οι οποίες συχνά προέρχονται σε ποσοστό άνω του 90% από μία μόνο τρίτη χώρα. Η ζήτηση Κρίσιμων Πρώτων Υλών, απαραίτητων σ’ ένα ευρύ φάσμα τεχνολογιών –από τις μπαταρίες των ανεμογεννητριών ως τα ηλεκτρικά και υβριδικά αυτοκίνητα και τις ψηφιακές εφαρμογές– είναι πιο υψηλή από ποτέ και αναμένεται να αυξηθεί περισσότερο τα επόμενα χρόνια.
Τι ζητούν οι επιχειρήσεις για το 2024
Σύμφωνα με την ΚΕΕΕ, τα βασικά αιτήματα των επιχειρηματιών προς τα όργανα χάραξης της ευρωπαϊκής πολιτικής για το 2024 είναι κατά σειρά προτεραιότητας τα εξής:
• Απλοποίηση των ρυθμιστικών απαιτήσεων,
• ενίσχυση της ασφάλειας του εφοδιασμού με πρώτες ύλες ιδιαίτερης σημασίας για τη μετάβαση σε μια οικονομία χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα,
• ανάπτυξη και προσέλκυση ταλέντων και δεξιοτήτων για την προώθηση της διττής μετάβασης,
• δέσμευση σε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα αντιμετώπισης των εμποδίων στην ενιαία αγορά για την επίτευξη οικονομιών κλίμακας, ανάπτυξης και επενδύσεων και
• ευθυγράμμιση των ευρωπαϊκών ενεργειακών και βιομηχανικών στρατηγικών με τους κλιματικούς στόχους.
«Βλέπουμε το μέλλον με αισιοδοξία, χωρίς όμως να εφησυχάζουμε», δήλωσε σχολιάζοντας τα πορίσματα της έρευνας για το 2024 ο πρόεδρος της ΚΕΕΕ, κ. Ιωάννης Μασούτης, ευθυγραμμισμένος με τη στάση των ευρωπαϊκών επιμελητηρίων.
Σύγκρουση ΕΒΙΚΕΝ-ΔΕΔΑ
Από την πλευρά τους οι εκπρόσωποι της βιομηχανίας, ειδικότερα των ενεργοβόρων επιχειρήσεων, όπως εκφράζονται μέσα από την Ένωση Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας (ΕΒΙΚΕΝ), δεν συμμερίζονται την, συγκρατημένη έστω, αισιοδοξία των επιμελητηριακών φορέων. Επιμένουν ότι οι αυξήσεις στα τέλη χρήσης του δικτύου διανομής που διαχειρίζεται ο ΔΕΔΔΗΕ, οι οποίες φτάνουν ως και το 120%, απειλούν τη βιωσιμότητα των ελληνικών βιομηχανιών υψηλής έντασης ενέργειας. Στην εκπνοή του 2023 κορυφώνεται η σύγκρουση της ΕΒΙΚΕΝ με τη ΔΕΔΑ (Δημόσια Επιχείρηση Δικτύων Διανομής), την οποία καταγγέλλουν στην Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας για καταχρηστική συμπεριφορά. Ο λόγος είναι ότι αρνείται να συμμορφωθεί με τις τελεσίδικες αποφάσεις των δικαστηρίων, να επιστρέψει τα ποσά που χρέωσε στις βιομηχανίες την περίοδο μεταξύ του Αυγούστου του 2015 και του Δεκεμβρίου του 2016. Η μεγάλη εικόνα πίσω από τη δικαστική αντιπαράθεση είναι η μακροχρόνια διαμάχη των εκπροσώπων της βαριάς βιομηχανίας με τους παρόχους ηλεκτρικής ενέργειας. Ο πρόεδρος της ΕΒΙΚΕΝ, κ. Αντώνης Κοντολέων, δεν παύει να τονίζει στις δημόσιες τοποθετήσεις του ότι η αγορά της ηλεκτρικής ενέργειας έχει χαρακτηριστικά ολιγοπωλίου, με αποτέλεσμα οι εγχώριες βιομηχανίες να καθίστανται μη ανταγωνιστικές έναντι των άλλων ευρωπαϊκών. Ο ίδιος υπενθυμίζει ότι δεν διατίθενται οι αναγκαίοι πόροι στις βιομηχανίες για την αντιστάθμιση του έμμεσου κόστους των εκπομπών ρύπων διοξειδίου του άνθρακα, ενώ το κράτος οφείλει ποσά της τάξης των 150 εκατ. ευρώ από τις χρήσεις των δύο τελευταίων ετών…
Η μείωση του ενεργειακού κόστους των εγχώριων βιομηχανικών καταναλωτών είναι το θέμα της νεοσύστατης ομάδας εργασίας του Υπουργείου Ενέργειας και Περιβάλλοντος και της Επιτροπής Ενέργειας του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών. Στην κορυφή της ατζέντας είναι η άμεση ενεργοποίηση του μηχανισμού αντιστάθμισης του κόστους CO2 για την περίοδο 2021-2030 για τις επιλέξιμες επιχειρήσεις. Η διελκυστίνδα μεταξύ του υπουργείου και των στελεχών του ΣΕΒ αναφέρεται στο κατά πόσο πρέπει να αυξηθούν τα κονδύλια για τις αποζημιώσεις των βιομηχανιών. Με βάση την υφιστάμενη κατανομή των δικαιωμάτων ρύπων, για τις σχετικές αποζημιώσεις πρόκειται να διατεθεί το 11% των εσόδων του μηχανισμού. Η βιομήχανοι αντιτείνουν ότι το ποσοστό αυτό δεν είναι επαρκές, ενώ η πολιτική ηγεσία του υπουργείου έχει δεσμευθεί ότι θα αυξηθεί, χωρίς να υπάρχει καταληκτική πρόταση. Στόχος της ομάδας εργασίας είναι να διερευνηθεί το ύψος στο οποίο θα πρέπει να αυξηθούν τα έσοδα του μηχανισμού, προκειμένου να καλυφθούν οι σχετικές αποζημιώσεις.
Οι ανησυχίες των μικρομεσαίων για το 2024
Αν το ενεργειακό κόστος είναι η βασική ανησυχία των μεγάλων βιομηχανιών και στο 2024, για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τους πολίτες το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα παραμένει η γενικευμένη ακρίβεια. Σε πρόσφατη έρευνα της Opinion Poll για το Επαγγελματικό Επιμελητήριο Αθήνας, πάνω από το 86% των επαγγελματιών και των επιχειρήσεων απαντούν ότι η ακρίβεια τους προβληματίζει «πολύ» και «αρκετά», ενώ το σχετικό ποσοστό είναι ακόμα υψηλότερο στο γενικό πληθυσμό, καθώς ξεπερνά το 96%. Μοιρασμένες είναι οι απόψεις για τα αίτια της ακρίβειας, με τον έναν στους δύο μικρομεσαίους επιχειρηματίες (53%) να θεωρεί ως βασικό υπεύθυνο την πολιτική της κυβέρνησης, ενώ σχεδόν ο ένας στους τρεις την αποδίδει στη διεθνή συγκυρία. Πιο αυστηροί με την κυβέρνηση είναι οι πολίτες, κατονομάζοντάς την ως υπαίτια για την ακρίβεια σε ποσοστό 60%. Κατά το 55% οι πολίτες απαντούν ότι αντιμετωπίζουν την προσωπική τους οικονομική κατάσταση για τους επόμενους μήνες «σίγουρα» ή «μάλλον» απαισιόδοξα και κατά το 42% αισιόδοξα. Τα ποσοστά είναι αντεστραμμένα στους επαγγελματίες και επιχειρηματίες, καθώς κατά το 53% δηλώνουν αισιόδοξοι για την οικονομική κατάσταση της επιχείρησής τους επόμενους μήνες και κατά το 44% «σίγουρα» και «μάλλον» απαισιόδοξοι. Στο συντριπτικό ποσοστό τους οι ερωτηθέντες (το 86% των πολιτών και άνω του 90% οι επαγγελματίες) θεωρούν αναγκαίο στο νέο έτος να ληφθούν νέα μέτρα, ρυθμίσεις και παρεμβάσεις για την βελτίωση του τρόπου είσπραξης των ληξιπρόθεσμων χρεών και την διευκόλυνση των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων που έχουν συσσωρευμένες οφειλές.
Η φορολογική μεταρρύθμιση διχάζει
Στην ίδια έρευνα καταγράφεται η δυσπιστία της κοινής γνώμης για τα αποτελέσματα της φορολογικής μεταρρύθμισης. Κατά το 71% οι πολίτες και κατά το 67% οι επιχειρηματίες θεωρούν ότι δεν θα καταφέρει να περιορίσει συνολικά τη φοροδιαφυγή, ενώ αντίθετη άποψη έχει το 26% και το 30% αυτών αντίστοιχα. Πολίτες και επιχειρηματίες θεωρούν σε ποσοστό 84% ότι τα μεγάλα εισοδήματα θα μείνουν στο απυρόβλητο, ενώ οι εννιά στις δέκα επιχειρήσεις διαφωνούν με τα οριζόντια μέτρα φορολόγησης. Ωστόσο η κοινή γνώμη στέκεται αμήχανα απέναντι στο πώς πρέπει να παταχθεί η φοροδιαφυγή, καθώς οι μισοί θεωρούν ότι αυτό θα επιτευχθεί με την αξιοποίηση όλων των διαθέσιμων ψηφιακών εργαλείων και την παροχή κινήτρων στους καταναλωτές για την συλλογή αποδείξεων και οι άλλοι μισοί διαφωνούν. Στο σύνολό της η κοινωνία εμφανίζεται διχασμένη απέναντι στο φορολογικό νόμο, καθώς το 47% του συνολικού δείγματος τον αντιμετωπίζει αρνητικά και το 43% θετικά, ενώ, όπως είναι αναμενόμενο, στους επαγγελματίες και τους επιχειρηματίες οι αρνητικές απόψεις ανεβαίνουν στο 66% και οι θετικές υποχωρούν στο 29%.
Αν το Επαγγελματικό Επιμελητήριο Αθήνας επικεντρώνεται στην αδικία των οριζόντιων φορολογικών μέτρων, χτυπώντας καμπανάκι για τα επερχόμενα λουκέτα στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις εντός του 2024, το Επαγγελματικό Βιομηχανικό Επιμελητήριο Πειραιά υιοθετεί μετριοπαθέστερη στάση. Αναγνωρίζει ότι οι σημειακές βελτιώσεις δεν αλλάζουν τη φιλοσοφία του νόμου, αλλά κρατάει αποστάσεις από τις κινητοποιήσεις των ελεύθερων επαγγελματιών και των μικρών εμπόρων. «Οι αντιδράσεις των συνδικαλιστικών φορέων μάλλον οδήγησαν για άλλη μια φορά στο γνωστό “κόψε ράψε” αντί για την ολική αναμόρφωση του φορολογικού», τονίζεται χαρακτηριστικά.
Εκτιμώντας ότι οι πληθωριστικές πιέσεις θα διατηρηθούν τουλάχιστον το πρώτο τετράμηνο του 2024, το ΕΒΕΠ υποστηρίζει ότι η αντιμετώπιση της ακρίβειας απαιτεί συνεργασίες κράτους, επιχειρήσεων και καταναλωτών. «Η ακρίβεια στα τρόφιμα, η ανθεκτικότητα της οικονομίας, η ανάπτυξη του ΑΕΠ, η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος, η αποτελεσματικότητα στο περιορισμό της φοροδιαφυγής, καθώς και η αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας, είναι οι επτά βασικές προτεραιότητες που ξεχωρίζουν στο τέλος του 2023 και θα συνεχίσουν το 2024», σημειώνεται επιγραμματικά. «Το 2024, πρέπει να είναι έτος ταχύρρυθμων μεταρρυθμίσεων και ενός παραγωγικού μοντέλου που θα λειτουργήσει σαν επιταχυντής των επενδύσεων, υπό την προϋπόθεση ότι θα «τρέξει» και η κωδικοποίηση της νομοθεσίας. Η ψηφιοποίηση του κράτους πρέπει να είναι ο στόχος, με τα όσα θετικά έχουν απορρεύσει από την μέχρι τώρα ψηφιοποίησή του για το επιχειρείν, αλλά και το κοινωνικό σύνολο. Επίσης το «time management» στο Δημόσιο, δηλαδή η στρατηγική σωστής διαχείρισης, θα επιτρέψει και στο «business management» να ακολουθήσει, οδηγώντας έτσι στην ολοκλήρωση ενός σύγχρονου ψηφιακού κράτους από την αξιοποίηση των πόρων του ΤΑΑ και του ΕΣΠΑ», καταλήγει στις προτάσεις για το νέο έτος το ΕΒΕΠ.