Η αλλαγή τιμονιέρη στο πηδάλιο της διακυβέρνησης της χώρας πυροδότησε, όπως ή-ταν φυσικό, αντεγκλήσεις και «έβγαλε στο φως» εκ διαμέτρου αντίθετες εκτιμήσεις για τις αντοχές της ελληνικής οικονομίας. Πολύς λόγος έγινε για τα «κρυφά ελλείμμα-τα» και την «κρυφή ανεργία», για καθυστερήσεις στα Ολυμπιακά έργα κλπ. Ο χρόνος θα δείξει την αλήθεια, που πιστεύουμε ότι βρίσκεται κάπου στη μέση των ισχυρισμών των δύο πλευρών, της απερχόμενης και της νυν κυβέρνησης.


Η αλλαγή τιμονιέρη στο πηδάλιο της διακυβέρνησης της χώρας πυροδότησε, όπως ήταν φυσικό, αντεγκλήσεις και «έβγαλε στο φως» εκ διαμέτρου αντίθετες εκτιμήσεις για τις αντοχές της ελληνικής οικονομίας. Πολύς λόγος έγινε για τα «κρυφά ελλείμματα» και την «κρυφή ανεργία», για καθυστερήσεις στα Ολυμπιακά έργα κλπ. Ο χρόνος θα δείξει την αλήθεια, που πιστεύουμε ότι βρίσκεται κάπου στη μέση των ισχυρισμών των δύο πλευρών, της απερχόμενης και της νυν κυβέρνησης.


Δεν χωρά αμφισβήτηση ότι η Ελλάδα κατάφερε να συμμετέχει στο κλαμπ των ισχυρών της Ευρώπης, όπως επίσης καμία αμφισβήτηση δεν χωρά και το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία παρουσιάζει σοβαρότατες αδυναμίες και στρεβλώσεις, και σε πολλούς τομείς παρακολουθεί εκ του μακρόθεν τα επιτεύγματα των άλλων εταίρων μας.

Είναι αλήθεια ότι τα τελευταία χρόνια ο πληθωρισμός κινείται στα χαμηλότερα επίπεδα της τεσσαρακονταετίας. Εξίσου αλήθεια όμως είναι και το γεγονός ότι οι τιμές στη χώρα μας αυξάνονται με ρυθμό τουλάχιστον 50% ταχύτερα από τον μέσο όρο της Κοινότητας, ροκανίζοντας αργά αλλά σταθερά τόσο τα εισοδήματα των καταναλωτών όσο και την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων.

Είναι ίσως αλήθεια ότι τους τελευταίους μήνες η ανεργία παρουσιάζει σαφή μείωση. Όμως, δεν επιδέχεται αμφισβήτηση το γεγονός ότι η ανεργία σπάει όλα τα ρεκόρ στη νεολαία. Στην Ελλάδα το 26,5% των νέων κάτω των 25 ετών είναι άνεργοι, επίδοση που φέρνει την Ελλάδα μαζί με την Ιταλία στην πρώτη θέση στον τομέα αυτό. Στις νέες γυναίκες η Ελλάδα είναι πρώτη χωρίς συγκάτοικο, αφού το ποσοστό ανεργίας φθάνει το 36%.

Είναι αλήθεια ότι η ελληνική οικονομία αναπτύσσεται με τους ταχύτερους ρυθμούς σε όλη την ΕΕ. Όμως, η ανάπτυξη αυτή δεν φαίνεται να «γεννά» ανάλογες θέσεις εργασίας, ούτε να έχει ανάλογη επίδραση στους δείκτες ευημερίας του ελληνικού λαού. Μάλλον πρέπει να έχουν σε μεγάλο βαθμό δίκιο όσοι υποστηρίζουν ότι η μεγάλη ανάπτυξη οφείλεται στα Ολυμπιακά έργα και στα υψηλά κονδύλια του Γ’ ΚΠΣ που εισρέουν στη χώρα μας.

Είναι αλήθεια ότι οι επενδύσεις αυξάνονται με ρυθμό πολλαπλάσιο του πληθωρισμού, όμως εξίσου αλήθεια είναι και το γεγονός ότι ξένες επενδύσεις ουσιαστικά δεν γίνονται στη χώρα μας.

Είναι αλήθεια ότι οι λιανικές πωλήσεις αυξάνονται με ρυθμό υπερδιπλάσιο του πληθωρισμού. Όμως, παράλληλα αυξάνει και η συγκεντροποίηση της αγοράς που οδηγεί στον αφανισμό χιλιάδες μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, ενώ και ο δανεισμός των νοικοκυριών σπάει όλα τα προηγούμενα ρεκόρ και ήδη είναι πολύ κοντά στο να καλύψει το 30% του ΑΕΠ.


Αυξάνει η απαισιοδοξία των επιχειρηματιών


Σύμφωνα με την έρευνα οικονομικής συγκυρίας του ΙΟΒΕ οι Έλληνες επιχειρηματίες εξακολουθούν να εμφανίζονται σε γενικές γραμμές πιο αισιόδοξοι από τους κοινοτικούς συναδέλφους τους. Όμως το ποσοστό των απαισιόδοξων άρχισε να αυξάνει από τον Φεβρουάριο, γεγονός που θα πρέπει να ανησυχεί το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, καθώς τα στοιχεία βασίζονται στις εκτιμήσεις των ίδιων των επιχειρηματιών και αν μη τι άλλο προσδιορίζουν την ψυχολογική κατάσταση της αγοράς. Στη διόγκωση του κλίματος απαισιοδοξίας συμβάλει και η αύξηση άνω του 40% μέσα σε έναν χρόνο (Ιανουάριος 2004 σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2003) των ακάλυπτων επιταγών, που δείχνει ότι το πρόβλημα της ρευστότητας στην αγορά είναι ιδιαίτερα έντονο. Τέλος, το αίσθημα ανασφάλειας επιτείνει και το ECOFIN, το οποίο από τον περασμένο Φεβρουάριο προειδοποιεί ότι «με βάση τις σημερινές πολιτικές, στην Ελλάδα υπάρχει κίνδυνος να εμφανιστούν στο μέλλον μεγάλες δημοσιονομικές ανισορροπίες» και κάνει ιδιαίτερα αυστηρές συστάσεις στη χώρα μας για το επικαιροποιημένο πρόγραμμα σταθερότητας και ανάπτυξης 2003-2006.

Η ΕΕ όμως επιφυλάσσει και άλλα κακά μαντάτα για τη χώρα μας. Αυτά έχουν να κάνουν με την οριστική και ουσιαστική εξαίρεση των περιφερειών της Στερεάς Ελλάδας και του Νοτίου Αιγαίου από το Δ’ ΚΠΣ, καθώς θεωρούνται πλέον οι «πλούσιες» περιφέρειες με βάση το κατά κεφαλή ΑΕΠ. Επίσης, είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα περιοριστούν στο ελάχιστο οι κοινοτικές ενισχύσεις στις περιφέρειες Αττικής και Δυτικής Μακεδονίας, ενώ κινδυνεύουν να έχουν την ίδια τύχη και εκείνες της Κεντρικής Μακεδονίας, της Κρήτης και της Πελοποννήσου. Τελικά μόνο έξι περιφέρειες φαίνεται να μη διατρέχουν προς το παρόν παρόμοιο κίνδυνο: Δυτική Ελλάδα, Ήπειρος, Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, Βόρειο Αιγαίο, Επτάνησα και Θεσσαλία.

Ας δούμε όμως τις πιο πρόσφατες εξελίξεις σε ορισμένα μακροοικονομικά μεγέθη που διαμορφώνουν κατά κάποιο τρόπο την εικόνα της ελληνικής οικονομίας.


Πληθωρισμός


Ο δείκτης τιμών καταναλωτή αυξήθηκε κατά 2,5% τον περασμένο Φεβρουάριο σε σύγκριση με τον αντίστοιχο μήνα του 2003. Το ποσοστό αυτό είναι από τα χαμηλότερα των τελευταίων ετών, όμως είναι σχεδόν μία μονάδα υψηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ, που τον Φεβρουάριο διαμορφώθηκε στο 1,6%. Στην αύξηση του πληθωρισμού συνέβαλαν κυρίως τα προϊόντα και οι υπηρεσίες που περιλαμβάνονται στις κατηγορίες «ποτά και καπνός», «υγεία», «εκπαίδευση» και «ξενοδοχεία, καφενεία, εστιατόρια» και σε μικρότερο βαθμό τα «είδη διατροφής», ενώ κάτω από τον πληθωρισμό κυμάνθηκαν οι αυξήσεις στα «είδη ένδυσης και υπόδησης», στα «διαρκή αγαθά» κλπ. Το τελευταίο δωδεκάμηνο οι μεγαλύτερες αυξήσεις καταγράφηκαν στο ψωμί (8,3%), στα πουλερικά 6,2%, στο ελαιόλαδο 6,9%, στις πατάτες 23,8%, στα τσιγάρα 8,1%, στις ιατρικές υπηρεσίες 6%, στα πακέτα διακοπών 8,3%, στο φαγητό εκτός οικίας 5,4%, στα έξοδα ξενοδοχείου 8,5% κλπ.


Τιμές χονδρικής


Άγριες διαθέσεις έδειξε από την αρχή του νέου χρόνου ο τιμάριθμος χονδρικής, που σημείωσε αύξηση 2,6% τον Ιανουάριο σε δωδεκάμηνη βάση, έναντι αύξησης μόλις 0,5% τον αντίστοιχο μήνα πέρυσι. Για τη δυσμενή αυτή εξέλιξη ευθύνεται κυρίως η πρωτογενής παραγωγή που επλήγη από την κακοκαιρία. Πάντως, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ο εξαγόμενος τιμάριθμος εξακολουθεί να είναι πολύ χαμηλότερος από τον εγχώριο, δηλαδή οι παραγωγοί πωλούν φθηνότερα τα προϊόντα τους στο εξωτερικό παρά στην εσωτερική αγορά, όπου μάλλον θεωρούν τη θέση τους διασφαλισμένη… Να αναφέρουμε χαρακτηριστικά ότι μέσα σε έναν μήνα, δηλαδή τον Ιανουάριο σε σχέση με τον Δεκέμβριο, η βιομηχανία τροφίμων και ποτών αύξησε κατά μέσο όρο κατά 0,7% τις τιμές στα προϊόντα της που προορίζονται για εσωτερική κατανάλωση, ενώ το ίδιο διάστημα η αύξηση στα αγροτικά προϊόντα έφτασε το 5,7% και στα προϊόντα αλιείας το 6,9% (πάντα στα προοριζόμενα για εσωτερική κατανάλωση).


Λιανικές πωλήσεις


Αυξημένες κατά 4,3% ήταν οι πωλήσεις των καταστημάτων λιανικής τον περασμένο Δεκέμβριο σε σύγκριση με τον αντίστοιχο μήνα το 2002, ενώ στο σύνολο του έτους η μέση αύξηση των λιανικών πωλήσεων έφτασε το 7,8% σε σχέση με το 2002. Ως πιο ωφελημένα εμφανίζονται τα μεγάλα καταστήματα τροφίμων (σούπερ μάρκετ) που βλέπουν τις πωλήσεις τους να αυξάνονται από χρόνο σε χρόνο κατά μέσο όρο πάνω από 12%. Στον αντίποδα βρίσκονται τα καταστήματα ένδυσης και υπόδησης, όπου η αύξηση έφτασε μόλις το 2,9%, δηλαδή στην ουσία μειώθηκαν σε σταθερές τιμές σχεδόν κατά μία ποσοστιαία μονάδα.


Βιομηχανική παραγωγή


Κάμψη παρουσίασε η παραγωγή της ελληνικής βιομηχανίας το 2003, μετά από μια διετία ανοδικής πορείας. Η μείωση της παραγωγής είναι ιδιαίτερα σημαντική στον κλάδο της διατροφής, όπου φθάνει το –2,6%, ενώ την προηγούμενη διετία τα ποσοστά ετήσιας αύξησης ξεπερνούσαν το 2%. Από τους υπόλοιπους κλάδους που σχετίζονται με το λιανικό εμπόριο, αυξημένη παραγωγή εμφανίζει μόνο η καπνοβιομηχανία. Η κλωστοϋφαντουργία, η ένδυση, η υπόδηση, η βιομηχανία ξύλου και η βιομηχανία χάρτου εμφανίζουν αρνητικές επιδόσεις καθ’ όλη τη διάρκεια της τελευταίας τριετίας. Πάντως, το 2003 η κλωστοϋφαντουργία, η ένδυση και η βιομηχανία χάρτου δείχνουν κάποια σημεία ανάκαμψης, καθώς κατόρθωσαν να επιβραδύνουν σημαντικά τον ρυθμό πτώσης της παραγωγής τους. Αντίθετα, στην υπόδηση και στη βιομηχανία ξύλου η πτώση της παραγωγής αγγίζει το 10% σε σχέση με το 2002. Ο γενικός δείκτης παραγωγής σημείωσε πέρσι αύξηση 1,4% έναντι 1,8% πρόπερσι.


Εμπορικό ισοζύγιο


Ελαφρά κάμψη παρουσίασαν οι εισαγωγές αγαθών τον περασμένο Ιανουάριο, ενώ αυξημένες γύρω στο 10% ήταν οι ελληνικές εξαγωγές. Αποτέλεσμα αυτού ήταν η μείωση κατά 170 εκατομμύρια ευρώ του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου της χώρας. Πάντως, οι εισαγωγές συνεχίζουν να είναι περίπου τριπλάσιες από τις εξαγωγές ελληνικών προϊόντων.


Η Έρευνα Οικονομικής Συγκυρίας του ΙΟΒΕ


Η βραδεία αλλά σταθερή βελτίωση που παρουσίαζε ο Δείκτης Επιχειρηματικών Προσδοκιών στο λιανικό εμπόριο το τελευταίο διάστημα, ανακόπηκε τον Φεβρουάριο, καθώς η τελευταία έρευνα οικονομικής συγκυρίας του ΙΟΒΕ τον εμφανίζει να υποχωρεί έναντι του προηγούμενου μήνα. Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλαν κυρίως οι μετριοπαθέστερες εκτιμήσεις και προβλέψεις για τις πωλήσεις, γεγονός που δείχνει ότι οι επιχειρηματίες προβληματίζονται όλο και περισσότερο για τη συρρίκνωση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών στη χώρα μας. Οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές διατηρούνται συγκρατημένες, καθώς το 71% των επιχειρήσεων δεν προβλέπει μεταβολές στις παραγγελίες προς τους προμηθευτές. Σε ορισμένους κλάδους του λιανεμπορίου οι εξελίξεις συνοψίζονται στα εξής:



Τρόφιμα – Ποτά – Καπνός


Στον κλάδο καταγράφεται σαφής βελτίωση του κλίματος τον Φεβρουάριο, καθώς ο Δείκτης Επιχειρηματικών Προσδοκιών διαμορφώθηκε στις 112,1 μονάδες έναντι των 109,7 μονάδων τον Ιανουάριο. Στην άνοδο του δείκτη συνέβαλαν η διατήρηση του υψηλού ποσοστού επιχειρήσεων που εκτιμούν ότι οι πωλήσεις τους αυξήθηκαν, και η διαφαινόμενη ρευστοποίηση των αποθεμάτων του κλάδου. Μολαταύτα, μεσοπρόθεσμα δεν αναμένονται σημαντικές εξελίξεις στον κλάδο, καθώς ενισχύεται το ποσοστό των επιχειρήσεων που προβλέπουν στασιμότητα των παραγγελιών, της απασχόλησης και των πωλήσεων.


Υφάσματα – Ένδυση – Υπόδηση


Ανάλογες εκτιμήσεις καταγράφονται και σε αυτό τον κλάδο, καθώς το 65% των επιχειρήσεων εκτιμά ότι οι πωλήσεις είναι ανοδικές κατά την τρέχουσα περίοδο και το 73% θεωρεί ότι τα αποθέματα είναι κανονικά για την εποχή. Οι προσδοκίες για το επίπεδο απασχόλησης και των παραγγελιών προς τους προμηθευτές διατηρούνται μάλλον σταθερές, ενώ υψηλό (αλλά χαμηλότερο του Ιανουαρίου) παραμένει το ποσοστό αυτών που αναμένουν άνοδο των πωλήσεων.


Είδη οικιακού εξοπλισμού


Εδώ οι προσδοκίες εμφανίζονται μειωμένες σε σχέση με τον Ιανουάριο. Ιδιαίτερα μετριοπαθείς είναι οι εκτιμήσεις για τις πωλήσεις την τρέχουσα περίοδο, ενώ εκφράζονται σοβαρές ανησυχίες για πιθανή διόγκωση των αποθεμάτων. Ωστόσο, οι προοπτικές για το επίπεδο των παραγγελιών και της απασχόλησης το επόμενο τρίμηνο διαγράφονται θετικές.


Πολυκαταστήματα


Ο Δείκτης Επιχειρηματικών Προσδοκιών παρουσιάζει αύξηση έναντι του Ιανουαρίου. Η πορεία του δείκτη επηρεάστηκε θετικά από τη ρευστοποίηση των αποθεμάτων, ενώ οι εκτιμήσεις και οι βραχυπρόθεσμες προβλέψεις των επιχειρήσεων για τις πωλήσεις παρέμειναν μετριοπαθείς. Παράλληλα, η πλειονότητα των επιχειρήσεων αναμένει σταθερότητα των παραγγελιών και της απασχόλησης στα σημερινά επίπεδα.


Σταθεροποίηση του Δείκτη Επιχειρηματικού Κλίματος στην Ευρώπη


Σε ό,τι αφορά το σύνολο της ελληνικής οικονομίας, ο δείκτης οικονομικού κλίματος στην Ελλάδα τον περασμένο Φεβρουάριο μειώθηκε οριακά έναντι του Ιανουαρίου, αλλά παραμένει υψηλότερος από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, σημειώνεται στην έρευνα του ΙΟΒΕ. Το ίδιο διάστημα σαφής άνοδος του δείκτη καταγράφεται στη Δανία (0,6 μονάδες) και την Ιρλανδία (0,5 μονάδες) και μικρότερη στη Γερμανία και την Ισπανία. Αντίθετα πτωτική ήταν η πορεία του δείκτη στη Γαλλία και την Ιταλία και παρέμεινε αμετάβλητος στη Βρετανία.

Τον Φεβρουάριο, όπως τονίζεται στην έρευνα του ΙΟΒΕ, ο Δείκτης Επιχειρηματικού Κλίματος στην ΕΕ και την Ευρωζώνη σταθεροποιήθηκε στο επίπεδο που είχε φτάσει μετά από τη συνεχή βραδεία άνοδο που ξεκίνησε το καλοκαίρι του 2003. Από την ανάλυση των επιμέρους δεικτών προκύπτει σταθερότητα του κλίματος στη βιομηχανία και το λιανικό εμπόριο κατά το τελευταίο δίμηνο σε επίπεδα σαφώς καλύτερα απ’ ό,τι έναν χρόνο πριν και ευνοϊκότερη στάση των καταναλωτών. Πιο συγκεκριμένα:

  • Αμετάβλητος παρέμεινε ο δείκτης στη βιομηχανία τόσο στην ΕΕ όσο και στην Ευρωζώνη, καθώς οι διαφοροποιήσεις στην πορεία των προβλέψεων για την παραγωγή και των εκτιμήσεων για τα επίπεδα της ζήτησης και των αποθεμάτων ήταν οριακές.

  • Στο λιανικό εμπόριο ο αντίστοιχος δείκτης αυξήθηκε κατά μία μονάδα στην ΕΕ, καθώς οι επιχειρήσεις διατυπώνουν θετικότερες εκτιμήσεις για την παρούσα κατάσταση της δραστηριότητάς τους με παράλληλη ρευστοποίηση των αποθεμάτων. Αντίθετα, συγκρατημένες παραμένουν οι προβλέψεις για το άμεσο μέλλον.

  • Ο δείκτης εμπιστοσύνης των καταναλωτών αυξήθηκε κατά μία μονάδα έναντι του Ιανουαρίου, καθώς οι προβλέψεις των καταναλωτών για τη γενικότερη οικονομική τους κατάσταση και για την πορεία της ανεργίας ήταν ευνοϊκότερες σε σχέση με τον πρώτο μήνα του έτους. Παράλληλα, οριακή ήταν η βελτίωση των προβλέψεων για τη χρηματοοικονομική τους κατάσταση και τη δυνατότητα αποταμίευσης.

Στις κατασκευές ο δείκτης προσδοκιών παρουσίασε σημαντική μείωση τόσο στην ΕΕ όσο και στην Ευρωζώνη, ενώ αμετάβλητη παρέμεινε η κατάσταση στις υπηρεσίες. Στην Ελλάδα βελτιωμένες εμφανίζονται οι προβλέψεις στη βιομηχανία για τρίτο κατά σειρά μήνα, στις κατασκευές οι δείκτης παρέμεινε αμετάβλητος στα ίδια με τον Ιανουάριο επίπεδα, ενώ στις υπηρεσίες σημειώθηκε υποχώρηση μετά από μια περίοδο βραδείας βελτίωσης που είχε παρατηρηθεί τους προηγούμενους μήνες.

Στον υποκλάδο των ξενοδοχείων και εστιατορίων, που εν προκειμένω μας ενδιαφέρει, η εικόνα τον Φεβρουάριο ήταν βελτιωμένη. Ο δείκτης επιχειρηματικών προσδοκιών σημείωσε άνοδο έναντι του Ιανουαρίου, καθώς επηρεάστηκε θετικά από τις εκτιμήσεις για την κατάσταση της επιχειρηματικής δραστηριότητας και της ζήτησης, οι οποίες τροφοδότησαν τη διατύπωση ευνοϊκότερων προβλέψεων. Ιδιαίτερα ενισχυμένες έναντι του Ιανουαρίου ήταν οι προοπτικές αύξησης της ζήτησης βραχυπρόθεσμα, ενώ ευνοϊκές ήταν και οι προβλέψεις για τα επίπεδα της απασχόλησης.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι έρευνες οικονομικής συγκυρίας (το ΙΟΒΕ πραγματοποιεί τέσσερις τέτοιες κλαδικές έρευνες κάθε μήνα σε ένα δείγμα 4.000 επιχειρήσεων), θεωρούνται ιδιαίτερα σημαντικές γιατί παρέχουν πληροφορίες που βασίζονται στις αντιλήψεις και τις εκτιμήσεις των επιχειρηματιών. Πληροφορίες αυτού του τύπου θεωρούνται πολύτιμες και χρησιμοποιούνται ευρέως στην Ελλάδα και το εξωτερικό ως έγκαιροι δείκτες του επιχειρηματικού κλίματος.


Αναλυτικούς πίνακες βλέπε τεύχος Νο.328 σελ.52-54