Οι πωλήσεις των μεγάλων αλυσίδων σούπερ μάρκετ το 1999 αυξήθηκαν με σταθερό ρυθμό (9,78%), ενώ τα καθαρά τους κέρδη προς πωλήσεις σημείωσαν μείωση κατά 19%, φθάνοντας στο 1,11%.
Οι πωλήσεις των μεγάλων αλυσίδων σούπερ μάρκετ το 1999 αυξήθηκαν με σταθερό ρυθμό (9,78%), ενώ τα καθαρά τους κέρδη προς πωλήσεις σημείωσαν μείωση κατά 19%, φθάνοντας στο 1,11%. Ωστόσο, ο δυναμισμός των μεικτών κερδών που αυξήθηκαν κατά 11,77% σε συνδυασμό με την υψηλή αύξηση (19,07%) των δαπανών διάθεσης και προώθησης των πωλήσεων, μας επιβεβαιώνουν ότι ήταν μια χρονιά μεγάλης όξυνσης του ανταγωνισμού, με κύριο μέλημα των μεγάλων του κλάδου να αποκτήσουν μεγαλύτερα μερίδια στην αγορά
Με σταθερούς ρυθμούς φαίνεται ότι αυξάνονται οι πωλήσεις των μεγάλων αλυσίδων σούπερ μάρκετ τροφίμων αφού, όπως θα δούμε αναλυτικότερα, η επέκτασή τους στο χώρο του λιανεμπορίου τροφίμων και το 1999 απέφερε άνοδο τζίρου κατά 9,78% , δηλαδή στα ίδια περίπου επίπεδα με το 1998. Η τάση αυτή συνεχίσθηκε και πέρυσι, αλλά οι επενδύσεις που έγιναν για να υποστηριχθεί αφορούσαν περισσότερο στη δημιουργία καινούργιων καταστημάτων παρά εξαγορών. Η επέκταση αυτή έχει όμως και τη συνακόλουθη όξυνση του ανταγωνισμού στον κλάδο, καθώς και τις επιπτώσεις της στο επίπεδο των καθαρών κερδών προς πωλήσεις, που σημείωσαν και το 1999 νέα υποχώρηση στο 1,11% από 1,37% το 1998, δηλαδή μείωση κατά 19% περίπου.
Να σημειώσουμε πάντως εδώ ότι ο κατάλογος των μεγάλων επιχειρήσεων λιανικών πωλήσεων τροφίμων που επέλεξε το επιτελείο του “σελφ σέρβις” περιλαμβάνει για το 1999 περισσότερες επιχειρήσεις από τον αντίστοιχο της προηγούμενης έκδοσης. Ωστόσο, οι ρυθμοί αύξησης των πωλήσεων ή το ποσοστό καθαρών κερδών δεν επηρεάζονται ουσιαστικά από την πρόσθεση λίγων επιχειρήσεων, διότι οι διαφορές που φέρνει μαζί της η προσθήκη αυτή είναι σε απόλυτα νούμερα ελάχιστη για να επηρεάσει τα συνολικά μεγέθη των μεγάλων επιχειρήσεων.
Επιστρέφοντας ωστόσο πίσω στις πωλήσεις να παρατηρήσουμε ότι η επέκταση των μεγάλων επιχειρήσεων στο χώρο των τροφίμων πρέπει να θεωρείται πλέον ως γεγονός. Για να θεμελιώσουμε δε καλύτερα τον ισχυρισμό αυτό να πούμε ότι, σύμφωνα με τους ισολογισμούς του 1998, η αύξηση των πωλήσεων των 25 μεγαλύτερων επιχειρήσεων λιανεμπορίου τροφίμων ήταν 9,1% σε σύγκριση με το 1997, ενώ σύμφωνα με τους ισολογισμούς του 1999 η αύξηση του τζίρου των 36 πλέον επιχειρήσεων ήταν 9,78% σε σύγκριση με το 1998. Να σημειώσουμε δε ότι και τις δύο χρονιές η αξία των λιανικών πωλήσεων τροφίμων συνολικά στην ελληνική αγορά αυξανόταν με ρυθμούς 3,8% το 1999 και περίπου 2,7% το 1998. Έτσι γίνεται προφανές ότι οι μεγάλες αλυσίδες προωθούν τις πωλήσεις τους με υψηλότερους ρυθμούς από τη συνολική μεγέθυνση της αγοράς τροφίμων, πράγμα που σημαίνει ότι οι μεγάλοι του κλάδου επεκτείνουν το μερίδιο της αγοράς που κατέχουν. Μάλιστα, η εξέλιξη αυτή έχει όλες τις προϋποθέσεις να συνεχισθεί, αφού η δημιουργία ολοένα και καινούργιων κολοσσών στον κλάδο συνεχίζεται χωρίς κανένα όριο.
Έτσι, σε μια αγορά τροφίμων που μεγεθύνεται με μέσο όρο 3% περίπου το χρόνο, η επέκταση των πωλήσεων των μεγάλων αλυσίδων έχει ρυθμό που αγγίζει το 9%. Αυτό επιτυγχάνεται φυσικά εκτός των άλλων τρόπων και με την αύξηση του αριθμού των μεγάλων επιχειρήσεων στον κλάδο, πράγμα που σημαίνει ότι αν συνεχισθεί η πορεία αυτή, τότε το λιανεμπόριο τροφίμων θα συγκεντρωθεί σε ελάχιστα χέρια. Και ενώ η διαπίστωση αυτή γίνεται ενστικτωδώς από τους παράγοντες του κλάδου από πολλά χρόνια, τώρα θεμελιώνεται και με τους αριθμούς. Ας δούμε όμως πώς κινήθηκαν πέρυσι οι επιμέρους παίκτες στη μεγάλη σκακιέρα του λιανεμπορίου, που καταλαμβάνει πλέον όχι μόνο ολόκληρο το γεωγραφικό χώρο της Ελλάδας, μη αφήνοντας σχεδόν καμία περιοχή ακάλυπτη από την παρουσία των μεγάλων, αλλά επεκτείνοντάς την και σε κοντινές περιοχές, όπως τα Βαλκάνια, αλλά και σε παραπλήσιες αγορές όπως το έτοιμο φαγητό, η ένδυση και η υπόδηση κ.λπ.
Οι μεγάλες επιχειρήσεις
Πιο αναλυτικά τώρα, κατά το 1999 οι πωλήσεις των 36 μεγάλων αλυσίδων αυξήθηκαν από 1,518 τρισ. δρχ. σε 1,666 τρισ. δρχ., δηλαδή κατά 9,78%. Ούτε λίγο ούτε πολύ δηλαδή σε διάστημα δώδεκα μηνών οι μεγάλοι του λιανεμπορίου τροφίμων ανέπτυξαν τη δραστηριότητά τους στο συγκεκριμένο χώρο κατά σχεδόν δέκα ακέραιες εκατοστιαίες μονάδες. Περνώντας τώρα στις επιμέρους επιχειρήσεις να πούμε ότι την πρώτη θέση στον κατάλογο των μεγάλων από την άποψη των λιανικών πωλήσεων συνέχισε να κατέχει και το 1999 η εταιρία ΝΙΚΗ, με πωλήσεις ύψους 221,7 δισ. δρχ. Ακολουθούν οι εταιρίες ΣΚΛΑΒΕΝΙΤΗΣ (180 δισ. δρχ.), ΑΛΦΑ ΒΗΤΑ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ (148,8 δισ. δρχ.), ΜΑΚΡΟ (124,4 δισ. δρχ.) και ΑΦΟΙ ΒΕΡΟΠΟΥΛΟΙ (121,9 δισ. δρχ.). Αθροιστικά, οι πέντε προαναφερθείσες επιχειρήσεις συγκέντρωσαν το 47,8% των συνολικών πωλήσεων των 36 μεγάλων αλυσίδων του ελληνικού λιανεμπορίου τροφίμων.
Αντίστοιχα, όταν συνυπολογίσουμε το άθροισμα των πωλήσεων των δέκα πρώτων επιχειρήσεων του καταλόγου διαπιστώνουμε ότι συγκέντρωσαν κατά το 1999 το 70,16% επί των συνολικών πωλήσεων των 36 μεγάλων αλυσίδων τροφίμων. Αξιοσημείωτο είναι επίσης και το γεγονός ότι η κατάταξη των επιχειρήσεων της πρώτης ενδεκάδας κατά το 1998 παρέμεινε ακριβώς η ίδια και κατά το 1999. Εάν εξαιρεθεί η περίπτωση του ΑΞΟΝΑ, του οποίου το 1999 ήταν η δεύτερη εταιρική χρήση, τη μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση των πωλήσεων παρουσίασε και πάλι η DIA HELLAS (59,28%), ακολουθούμενη από την ΜΑΡΚΕΤ ΙΝ (34,80%) και την ΕΝΑ (27,84%). Τη μεγαλύτερη μείωση των πωλήσεων παρουσίασε η ΒΣΜ (-15,37%) και η ΔΥΟ ΑΛΦΑ (-12,87%). Η μείωση κατά 22,30% των πωλήσεων της Α. ΜΠΑΛΗΣ & ΣΙΑ δεν αξιολογείται, δεδομένου ότι η χρήση του 1998 ήταν υπερδωδεκάμηνη.
Τα καθαρά κέρδη
Περνώντας τώρα στην κερδοφορία να παρατηρήσουμε εξ' αρχής ότι ο κλάδος βρίσκεται σε φάση οξυμένου ανταγωνισμού. Έτσι η μικρή υποχώρηση του ποσοστού καθαρού κέρδους στο 1,11% το 1999, από 1,35% το 1998, δεν είναι κατ' ανάγκη αρνητική εξέλιξη. Άλλωστε, σε κάθε αγορά, όταν οι συνθήκες ευνοούν την ανάπτυξη, οι επιμέρους επιχειρήσεις, ιδιαίτερα οι μεγάλες, έχουν την τάση να ενδιαφέρονται περισσότερο για τα μερίδια της αγοράς και λιγότερο για τα κέρδη. Ας εξετάσουμε όμως σε μεγαλύτερο βάθος την ανάλυση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων του κλάδου, η οποία εκτός από το ποσοστό κέρδους επί των πωλήσεων συναρτάται στενά και με τα χρηματοοικονομικά μεγέθη του ισολογισμού, σε έναν κλάδο που περισσότερο από κάθε άλλον έχει αναπτύξει τη διαχείριση και την αξιοποίηση των διαθεσίμων του σε πολύ υψηλό βαθμό.
Έτσι η διαφορά μεταξύ χρηματοοικονομικών εσόδων και εξόδων παρέμεινε αρνητική στον κλάδο, γεγονός που σημαίνει ότι τα χρηματοοικονομικά έξοδα (χρεωστικοί τόκοι, έξοδα και ζημίες συμμετοχών και χρεογράφων, διαφορές αποτίμησης συμμετοχών και χρεογράφων) ήταν μεγαλύτερα των σχετικών εσόδων (πιστωτικοί τόκοι, έσοδα συμμετοχών και χρεογράφων, κέρδη πωλήσεων συμμετοχών και χρεογράφων). Το συνολικό χρηματοοικονομικό κόστος αυξήθηκε το 1999 οριακά σε 0,17% από 0,16% το 1998. Νικητής αυτής της κούρσας αναδείχθηκε η ΜΑΚΡΟ, που παρουσίασε θετική διαφορά ύψους 1,61 δισ. δρχ. (1,30% επί των πωλήσεων), λόγω υψηλών εσόδων από χρεόγραφα, καθώς και η μικρότερη αλυσίδα ΓΟΥΝΤΣΙΔΗΣ, η οποία παρουσίασε επίσης θετική διαφορά (4,24% επί των πωλήσεων), ενώ μεγάλος χαμένος ήταν η CONTINENT (-1,44 δισ. δρχ. ή -1,60% επί των πωλήσεων) και η αλυσίδα ΒΣΜ (-1,48% επί των πωλήσεων).
Οι συνολικές αποσβέσεις αυξήθηκαν κατά 4,55 δισ. δρχ., ήτοι αύξηση κατά 15,37% και ως ποσοστό επί των πωλήσεων αυξήθηκαν οριακά σε 2,05% από 1,95% το 1998. Σημειώνεται ότι ο ρυθμός αύξησης των (καθαρών) παγίων άγγιξε το 13,27%. Έτσι τα συνολικά καθαρά κέρδη προ φόρων μειώθηκαν κατά 2,33 δισ. δρχ. (μείωση -11,17%). Η μείωση οφείλεται κυρίως στο ότι κατά το 1999 το λειτουργικό αποτέλεσμα μειώθηκε στα 2/3 περίπου του αντιστοίχου ποσού του 1998. Δεδομένης της αύξησης των πωλήσεων είναι αναμενόμενη η μείωση του ποσοστού των καθαρών κερδών προς τις πωλήσεις, το οποίο τελικώς διαμορφώθηκε σε 1,11% έναντι 1,37% της προηγουμένης χρήσης. Τα υψηλότερα ποσοστά καθαρής κερδοφορίας παρουσίασαν οι ΓΟΥΝΤΣΙΔΗΣ (7,48%), ΑΡΓΩ ΜΑΡΚΕΤ (3,42%), ΧΑΛΚΙΑΔΑΚΗΣ (3,11%), ΠΕΝΤΕ (3,01%) και ΜΑΣΟΥΤΗΣ (2,76%). Ζημιογόνες ήταν οι επιχειρήσεις ΜΑΡΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ (-7,83%), DIA HELLAS (-2,41%), Γ. ΜΠΙΣΚΑΣ (-1,40%) και BAZAAR (-0,86%), ενώ η CONTINENT κατάφερε το 1998 να είναι η τελευταία (κατά τα φαινόμενα) ζημιογόνος χρήση της και σημείωσε οριακά κέρδη (16,5 εκ. ή 0,02% επί των πωλήσεων). Συμπερασματικά, το 1999 από την άποψη της καθαρής κερδοφορίας δεν μπορεί να χαρακτηριστεί μια επιτυχημένη χρονιά για τις μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ, εφόσον, παρά την αύξηση των πωλήσεων κατά 9,78% και των μεικτών κερδών κατά 11,77%, τα καθαρά κέρδη προ φόρων μειώθηκαν κατά -11,17%. Κύρια αιτία ήταν η αύξηση κατά 19,07% των δαπανών διάθεσης, που οδήγησε στον περιορισμό των λειτουργικών και κατ' επέκταση των καθαρών αποτελεσμάτων. Αυτό όμως δεν αποτελεί απαραιτήτως και ένδειξη αποτυχίας των αλυσίδων, αφού, όπως αναφέραμε και πριν, για πολλές επιχειρήσεις προέχει η επέκταση του μεριδίου που κατέχουν στην αγορά παρά η καθαρή κερδοφορία.
Τα μεικτά και λειτουργικά κέρδη
Προχωρώντας περαιτέρω την ανάλυση της κερδοφορίας, να περάσουμε στα μεικτά και τα λειτουργικά κέρδη των εταιριών, πάνω στα οποία και χτίζεται η καθαρή κερδοφορία. Έτσι το περιθώριο μεικτού κέρδους ως ποσοστό επί των πωλήσεων παρέμεινε ουσιαστικώς αμετάβλητο, στο επίπεδο του 18,71%, σε σχέση με το προηγούμενο έτος, που ήταν 18,34%, εξέλιξη που πιστοποιεί αυτό που αναφέραμε προηγουμένως, ότι δηλαδή η υποχώρηση του καθαρού κέρδους δεν είναι απαραιτήτως αρνητική εξέλιξη, αφού η πηγή της κερδοφορίας -δηλαδή τα μεικτά κέρδη- διατηρούν αμείωτο το δυναμισμό τους. Σε επίπεδο επιχειρήσεων, το μεγαλύτερο ποσοστό μεικτού κέρδους παρουσίασε η ΑΛΦΑ ΔΕΛΤΑ (25,39%). Ακολουθούν οι ΑΤΛΑΝΤΙΚ και ΑΦΟΙ ΜΠΙΣΚΑ (23,66%), ΜΑΣΟΥΤΗΣ (23,63%) και ΜΑΡΚΕΤ ΓΑΛΑΞΙΑΣ (23,31%), ενώ το μικρότερο ποσοστό, όπως είναι αναμενόμενο λόγω της έμφασής της στο χονδρεμπόριο, είχε και το 1999 η ΜΑΚΡΟ (9,95%).
Τα λειτουργικά έξοδα (διοικητικά έξοδα και έξοδα διαθέσεως) αυξήθηκαν κατά 43,5 δισ. δρχ., ήτοι κατά 17,29% σε σχέση με το 1998, ποσοστό το οποίο δεν δικαιολογείται όταν συγκριθεί με την κατά πολύ μικρότερη αύξηση των πωλήσεων (9,78%). Κύρια αιτία είναι η αύξηση των δαπανών διαθέσεως, προώθησης των πωλήσεων και διαφήμισης κατά 19,07%, επιβεβαιώνοντας για μια ακόμα φορά αυτό που αναφέραμε από την αρχή, ότι ο κλάδος βρίσκεται σε φάση οξυμένου ανταγωνισμού. Ως ποσοστό επί των πωλήσεων, τα συνολικά λειτουργικά έξοδα αυξήθηκαν από 16,58% το 1998 σε 17,71% το 1999. Τα χαμηλότερα λειτουργικά έξοδα ως ποσοστό των πωλήσεων παρουσίασαν οι ΕΝΑ (8,91%), ΜΑΚΡΟ (8,97%), ΑΡΒΑΝΙΤΙΔΗΣ (12,32%) και ΑΡΓΩ ΜΑΡΚΕΤ (13,60%), ενώ τα μεγαλύτερα οι Γ. ΜΠΙΣΚΑΣ (23,88%), ΑΦΟΙ ΜΠΙΣΚΑ (22,94%), ΑΛΦΑ ΔΕΛΤΑ (22,92%) ΑΤΛΑΝΤΙΚ (22,60%) και ΔΥΟ ΑΛΦΑ (21,86%). Από τις 5 επιχειρήσεις που κατάφεραν να μειώσουν τα λειτουργικά τους έξοδα ως ποσοστό επί των πωλήσεων, τη μεγαλύτερη μείωση πέτυχε η ΙΝΚΑ ΧΑΝΙΩΝ (από 16,91% το 1998 σε 14,53% το 1999), αλλά η επιχείρηση αυτή ξεκίνησε από πολύ υψηλά επίπεδα λειτουργικών δαπανών στο 16,91%, ώστε είχε μεγάλα περιθώρια γιά βελτίωση.
Συνολικά στον κλάδο τα λειτουργικά αποτελέσματα (ή κέρδη) συρρικνώθηκαν περαιτέρω πέρυσι. Από 26,8 δισ. το 1998 μειώθηκαν σε 16,7 δισ. δρχ. το 1999, ήτοι κατά -37,52%. Αντίστοιχα, το ποσοστό τους επί των πωλήσεων διαμορφώθηκε σε 1% έναντι 1,76% το 1998, αντανακλώντας όπως σημειώσαμε και πριν την όξυνση του ανταγωνισμού στον κλάδο. Η μείωση αυτή οφείλεται κυρίως στην αύξηση των δαπανών διάθεσης και προώθησης των πωλήσεων που προαναφέρθηκε. Τα μεγαλύτερα ποσοστά λειτουργικής κερδοφορίας κατά το 1999 παρουσίασαν οι εξής επιχειρήσεις: ΜΑΣΟΥΤΗΣ (3,44%), ΓΟΥΝΤΣΙΔΗΣ (3,21%), ΑΡΓΩ (3,05%), CONTINENT (2,96%) και ΔΟΥΚΑΣ (2,74%). Τη μεγαλύτερη θετική μεταβολή του εν λόγω ποσοστού σημείωσε η ΔΟΥΚΑΣ (από 0,59% σε 2,74%), η ΜΑΡΚΕΤ ΓΑΛΑΞΙΑΣ (από -0,04% σε 2,00%) και τέλος η CONTINENT (από 1,02% σε 2,96%). Αρνητικό λειτουργικό αποτέλεσμα παρουσίασαν οι ΜΑΡΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ (-6,07% από 0,44%), ΒΣΜ (-3,94% από 4,92%), DIA HELLAS (-2,51% από 2,80%), ΝΙΚΗ (-1,58% από 1,13%) και ΥΠΕΡΜΑΡΙΝΟΠΟΥΛΟΣ (-0,32% από 1,33%).
Η ρευστότητα
Τόσο η βραχυπρόθεσμη όσο και η άμεση ρευστότητα το 1999 παρέμειναν ουσιαστικά στα ίδια χαμηλά επίπεδα με το 1998, αν και παρουσίασαν διαφορετική τάση. Πιο αναλυτικά, ο μέσος όρος του κλάδου για το δείκτη της βραχυπρόθεσμης ρευστότητας βελτιώθηκε οριακά σε 62,01% από 61,14% το 1998 και της άμεσης ρευστότητας επιδεινώθηκε επίσης οριακά σε 21,02% από 21,85% το 1998. Η διαφορετική τάση μεταξύ των δύο δεικτών ρευστότητας οφείλεται στο ότι η αύξηση του κυκλοφορούντος ενεργητικού βασίστηκε κυρίως στην αύξηση των αποθεμάτων και δευτερευόντως στην αύξηση των χρεογράφων. Συνεπώς η αφαίρεση των αποθεμάτων από τον αριθμητή του κλάσματος της βραχυπρόθεσμης ρευστότητας, οπότε προκύπτει η άμεση ρευστότητα, έχει ως αποτέλεσμα χαμηλότερη τιμή.
Ικανοποιητική βραχυπρόθεσμη και άμεση ρευστότητα παρουσίασαν η ΓΟΥΝΤΣΙΔΗΣ (129,64% και 80,49% αντίστοιχα) και η ΜΑΚΡΟ (114,20% και 73,24%), ενώ η πλειονότητα των επιχειρήσεων παρουσιάζει ρευστότητα κάτω των αποδεκτών επιπέδων, όπως άλλωστε φαίνεται και από τον κλαδικό δείκτη. Τα συνολικά αποθέματα αυξήθηκαν κατά 9,37% (ή 18,2 δισ. δρχ.) το 1999 και τα χρεόγραφα κατά 51,53% (ή 7,4 δισ. δρχ.), ενώ οι απαιτήσεις και τα διαθέσιμα μειώθηκαν κατά 6,37% (ή 3,2 δισ. δρχ.) και 7,53% (ή 3,2 δισ. δρχ. επίσης) αντίστοιχα. Μείωση των αποθεμάτων τους πέτυχαν οι ΜΑΚΡΟ (-38,47%), ΝΙΚΗ (-25,45%) και ΑΡΓΩ ΜΑΡΚΕΤ (-2,02%). Η ΒΣΜ δεν θεωρείται ότι πέτυχε μείωση των αποθεμάτων (αν και αυτά μειώθηκαν κατά 10,90%), γιατί παρουσίασε μείωση των πωλήσεων κατά 15,37%. Μικρότερη αύξηση αποθεμάτων σε σχέση με τις πωλήσεις παρουσίασαν οι ΣΚΛΑΒΕΝΙΤΗΣ, ΑΦΟΙ ΒΕΡΟΠΟΥΛΟΙ, ΜΕΤΡΟ (οριακή διαφορά), ΕΝΑ, όμιλος επιχειρήσεων ΓΑΛΗΝΟΥ ΛΑΟΥΤΑΡΗ, ΑΡΒΑΝΙΤΙΔΗΣ, ΙΝΚΑ ΧΑΝΙΩΝ, ΞΥΝΟΣ και ΜΑΡΚΕΤ ΙΝ.
Κυκλοφοριακή ταχύτητα αποθεμάτων
Όσον αφορά τώρα την κυκλοφοριακή ταχύτητα των αποθεμάτων, το μέγεθος αυτό παρέμεινε αμετάβλητο (6,52 το 1999 έναντι 6,51 το 1998). Τη μεγαλύτερη κυκλοφοριακή ταχύτητα πέτυχε η CONTINENT (13 φορές από 15 το 1998) και ακολούθησαν οι ΔΟΥΚΑΣ (11 από 23 το 1998), ΝΙΚΗ (11 από 7 το 1998), ΙΝΚΑ ΧΑΝΙΩΝ (10 από 8 το 1998) και ΜΑΚΡΟ (10 από 6 το 1998), ενώ τη μικρότερη η ΑΤΛΑΝΤΙΚ (3 από 5 το 1998).
Μέσος χρόνος πληρωμής προμηθευτών
Ο δείκτης για το μέσο χρόνο πληρωμής των προμηθευτών μειώθηκε κατά 2 σχεδόν ημέρες (από 112,01 το 1998 σε 110,20 το 1999). Τη μεγαλύτερη περίοδο πίστωσης πέτυχε η Γ. ΜΠΙΣΚΑΣ (192 ημέρες) και ακολουθούν οι ΑΤΛΑΝΤΙΚ (182), ΑΦΟΙ ΜΠΙΣΚΑ (167), ΔΥΟ ΑΛΦΑ (161) και DIA (150). Αντίθετα, τη μικρότερη περίοδο πίστωσης είχε η ΒΣΜ (50) ακολουθούμενη από τις ΜΑΚΡΟ (59), ΑΡΓΩ ΜΑΡΚΕΤ (68), ΣΚΛΑΒΕΝΙΤΗΣ (87) και ΠΕΝΤΕ (88).
Τα κεφάλαια
Όπως φαίνεται και από τους πίνακες που δημοσιεύονται, η ήδη κακή κεφαλαιακή διάρθρωση του κλάδου επιδεινώθηκε περαιτέρω το 1999. Όσον αφορά το σύνολο των 36 επιχειρήσεων, τα ίδια κεφάλαια (που αυξήθηκαν μόλις κατά 1,84% ) αποτελούν το 17,13% του παθητικού το 1999, έναντι 18,63% το 1998. Συνεπώς, η συνολική δανειακή επιβάρυνση ως ποσοστό επί του παθητικού αυξήθηκε από 81,37% σε 82,87% το 1999. Σημειώνεται ότι στις περιπτώσεις που ο εν λόγω δείκτης είναι μεγαλύτερος του 100% (όπως στην περίπτωση της ΜΑΡΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ), η καθαρή θέση της επιχείρησης είναι αρνητική. Οι υποχρεώσεις κατά το μεγαλύτερο μέρος είναι βραχυπρόθεσμες, δεδομένου ότι οι μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις κάλυψαν το 7,35% του παθητικού.
Το ποσοστό αυτό είναι σημαντικά αυξημένο σε σχέση με το 1998 που ήταν 1,56%, και διαμορφώθηκε (κατά 93%) από τις μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις των CONTINENT, ΝΙΚΗ, ΥΠΕΡΜΑΡΙΝΟΠΟΥΛΟΣ και ΤΡΟΦΟ. Τη χαμηλότερη δανειακή επιβάρυνση συνέχισε να έχει η ΜΑΚΡΟ (54,17%) και ακολούθησαν οι ΓΟΥΝΤΣΙΔΗΣ (59,09%), ΠΕΝΤΕ (60,87%), ΕΞΤΡΑ ΠΡΩΤΑ & ΦΘΗΝΑ (73,69%) και ΑΛΦΑ ΒΗΤΑ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ (75,51%), οι οποίες και κατά το 1998 παρουσίασαν την καλύτερη χρηματοοικονομική διάρθρωση. Η σύγκριση των ποσών των παγίων και των ιδίων κεφαλαίων καταδεικνύει τη χρηματοδότηση των παγίων με ξένα κεφάλαια, καθώς τα ίδια κεφάλαια καλύπτουν μόλις το 35,64% των παγίων στο σύνολο των εξεταζομένων επιχειρήσεων.
Αποδοτικότητα
Ο δείκτης της αποδοτικότητας του ενεργητικού μειώθηκε σημαντικά σε 2,67% το 1999, από 3,32% το 1998, λόγω αφενός της μείωσης των καθαρών προ φόρων κερδών κατά -11,17% και αφετέρου της αύξησης του ενεργητικού κατά 10,78%. Τις υψηλότερες αποδόσεις πέτυχαν οι ΓΟΥΝΤΣΙΔΗΣ (17,50%), ΑΡΓΩ ΜΑΡΚΕΤ (14,42%), ΧΑΛΚΙΑΔΑΚΗΣ (10,73%), ΠΕΝΤΕ (7,54%) και ΜΑΣΟΥΤΗΣ (6,79%). Η μείωση των καθαρών κερδών είχε ως συνέπεια και τον περιορισμό της αποδοτικότητας των ιδίων κεφαλαίων σε 15,57% το 1999 από 17,85% το 1998. Οι ΧΑΛΚΙΑΔΑΚΗΣ και ΑΡΓΩ ΜΑΡΚΕΤ παρουσιάζουν τα υψηλότερα ποσοστά (161,06% και 135,50% αντίστοιχα), που οφείλονται στα χαμηλά επίπεδα των ιδίων κεφαλαίων τους. Η ΜΑΡΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ παρουσιάζει επίσης πολύ υψηλό ποσοστό (101,84%), το οποίο είναι πλασματικό, δεδομένου ότι η επιχείρηση παρουσιάζει και ζημίες και αρνητική καθαρή θέση και η παρουσία των δύο αρνητικών προσήμων έχει ως αποτέλεσμα το εκπληκτικό αυτό ποσοστό.