Στη σημαντική αύξηση των πωλήσεών τους κατά 11,19% και των μεικτών κερδών κατά 16,20%, οι μικρομεσαίοι του κλάδου δεν κατάφεραν στη διάρκεια του 1999 να αποδώσουν στο μέτωπο της καθαρής κερδοφορίας, εφόσον τα καθαρά κέρδη σημείωσαν πτώση κατά -17,23%.

Στη σημαντική αύξηση των πωλήσεών τους κατά 11,19% και των μεικτών κερδών κατά 16,20%, οι μικρομεσαίοι του κλάδου δεν κατάφεραν στη διάρκεια του 1999 να αποδώσουν στο μέτωπο της καθαρής κερδοφορίας, εφόσον τα καθαρά κέρδη σημείωσαν πτώση κατά -17,23%.

Και οι μικρές αλυσίδες ακολούθησαν και σε κάποιο βαθμό ίσως και να ξεπέρασαν τους μεγάλους του κλάδου στις γενικές τάσεις για αύξηση του τζίρου και των μεριδίων της αγοράς. Πράγματι, οι πωλήσεις των 28 μικρομεσαίων αλυσίδων σούπερ μάρκετ που εξετάζονται εδώ αυξήθηκαν κατά 11,19% το 1999 σε σχέση με το 1998, ξεπερνώντας τα 115,2 δισ. δρχ., σε σύγκριση με το αντίστοιχο ποσοστό για τις μεγάλες επιχειρήσεις του ίδιου κλάδου, που διαμορφώθηκε για το 1999 στο 9,78%. Όσο για την κερδοφορία, τα μεικτά κέρδη των μικρότερων επιχειρήσεων του κλάδου σε απόλυτους αριθμούς αυξήθηκαν κατά 2,7 δισ., ή 16,20%. Το περιθώριο μεικτού κέρδους ως ποσοστό επί των πωλήσεων αυξήθηκε σε 17,62% από 16,47% το 1998, αλλά παρέμεινε σε χαμηλότερα επίπεδα από το αντίστοιχο μέγεθος των μεγάλων εταιριών (18,71%).

Κέρδη – Πωλήσεις

Παρ' όλα αυτά, το λειτουργικό αποτέλεσμα δεν παρουσίασε αναλόγου επιπέδου θετική μεταβολή (η αύξησή του περιορίστηκε σε 1,48%) λόγω, κυρίως, της κατά 21,14% αύξησης των εξόδων διάθεσης, με συνέπεια τα λειτουργικά κέρδη ως ποσοστό επί των πωλήσεων να μειωθούν το 1999 σε 1,25% από 1,37% το 1998. Επισημαίνεται στο σημείο αυτό ότι τα έξοδα διάθεσης και των μεγάλων αλυσίδων σούπερ μάρκετ παρουσίασαν μεταβολή του ιδίου περίπου μεγέθους (αύξηση 19,07%), υποδηλώνοντας έτσι τις ίδιες αγωνίες για όλους σχετικά με το ύψος των πωλήσεων. Τελικά και παρά την οριακή μεταβολή του λειτουργικού περιθωρίου, τα καθαρά κέρδη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων μειώθηκαν περισσότερο απ’ ό,τι αυτά των μεγάλων, ήτοι κατά -17,23% (ή 222 εκ. δρχ.) έναντι -11,17% αντιστοίχως. Κύρια αιτία είναι ο διπλασιασμός των εκτάκτων εξόδων και ζημιών και ο περιορισμός των εκτάκτων εσόδων. Το ποσοστό των καθαρών κερδών επί των πωλήσεων μειώθηκε σε 0,92% το 1999 από 1,24% το 1998.

Σημειώνεται ότι οι 6 από τις 28 εξεταζόμενες επιχειρήσεις ήταν ζημιογόνες κατά το 1999. Συμπερασματικά, όπως και για τις μεγάλες έτσι και για τις μικρομεσαίες αλυσίδες σούπερ μάρκετ, το 1999 δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως απολύτως επιτυχημένη χρονιά αφού, παρά την αύξηση των πωλήσεων κατά 11,19% και των μεικτών κερδών κατά 16,20%, τα καθαρά κέρδη προ φόρων μειώθηκαν κατά -17,23%. Κύριες αιτίες ήταν η αύξηση των δαπανών διάθεσης, εξέλιξη που οδήγησε στη συγκράτηση των λειτουργικών αποτελεσμάτων, καθώς και η αύξηση των εκτάκτων δαπανών και ζημιών. Να συμπληρώσουμε ωστόσο εδώ ότι η μείωση των καθαρών αποτελεσμάτων των μικρών αλυσίδων όπως και των μεγάλων δεν αποτελεί απαραιτήτως αρνητική εξέλιξη, δεδομένου ότι όλες, μεγάλες ή μικρές επιχειρήσεις στον εν λόγω κλάδο βρίσκονται σε μία κούρσα πίσω από τα μερίδια της αγοράς και έτσι δικαιολογείται η κάποια αδιαφορία τους για τα περιθώρια καθαρού κέρδους.

Κεφάλαια – Απόδοση

Περνώντας τώρα στους λογαριασμούς κεφαλαίου των μικρών αλυσίδων του κλάδου παρατηρούμε ότι αν και τα ίδια κεφάλαια αυξήθηκαν κατά 17,05%, η συνολική δανειακή επιβάρυνση παρέμεινε σε υψηλά επίπεδα (84,35% το 1999), παρουσιάζοντας μάλιστα και μικρή αύξηση (83,36% το 1998) και αυτό γιατί οι συνολικές υποχρεώσεις αυξήθηκαν σημαντικά (22,93%). Η αύξηση των βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων κατά 22,72% είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση τόσο της βραχυπρόθεσμης (75,61% το 1999 από 79,63% το 1998) όσο και της άμεσης ρευστότητας (28,76% από 30,37%), καθώς η αύξηση του κυκλοφορούντος ενεργητικού δεν ήταν ικανή να καλύψει την αύξηση των βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων. Πάντως, σχετικά με το θέμα της ρευστότητας, οι μικρομεσαίες εταιρίες παρουσιάζουν καλύτερη εικόνα από τις μεγάλες επιχειρήσεις του κλάδου, δεδομένης της δυνατότητάς τους να ελέγχουν καλύτερα τις ροές αποθεμάτων.

Οι δείκτες της απόδοσης των ιδίων κεφαλαίων και των καθαρών κερδών προς το σύνολο του ενεργητικού παρουσίασαν σημαντική κάμψη, λόγω του περιορισμού των καθαρών κερδών και διαμορφώθηκαν σε 16,71% και 2,62% αντιστοίχως. Συνολικά αντιμετωπίζοντας πάντως τις εξελίξεις στις μικρές και τις μεσαίες αλυσίδες του κλάδου οι επιδόσεις κρίνονται συγκρίσιμες με εκείνες των μεγάλων, αφού και οι δύο θεωρούνται πλέον ως οι βασικοί άξονες πάνω στους οποίους κινείται το Ελληνικό λιανεμπόριο τροφίμων. Όπως φαίνεται από τους αριθμούς που παρατέθηκαν ως εδώ, οι αλυσίδες λιανεμπορίου τροφίμων φαίνεται ότι καταφέρνουν να επεκτείνουν την παρουσία τους γενικά στο χώρο του λιανεμπορίου τροφίμων κερδίζοντας μερίδιο αγοράς από τις άλλες μορφές εμπορίου ειδών διατροφής γενικά. Και αυτό έχει να κάνει με την εμφάνιση και στην Ελλάδα μιας νέας γενιάς μεταποιημένων τροφίμων, τα οποία εμφανίζονται στα ράφια έτοιμα για κατανάλωση, υποκαθιστώντας έτσι έναν όγκο πωλήσεων των καταστημάτων πρόχειρου φαγητού.