Μία «υπερκατηγορία» με πωλήσεις που το 2023 έφτασαν σε αξία τα 2,22 δισ. ευρώ στο οργανωμένο λιανεμπόριο αποτελούν τα γαλακτοκομικά, σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασε αποκλειστικά στο 3ο Dairy Conference, powered by MIK3, που διοργάνωσε η BOUSSIAS Events, η Έφη Γιαννακοπούλου, Sales & Engagement Associate της NielsenIQ. Μάλιστα, τα στοιχεία της NielsenIQ δείχνουν πως η υπερκατηγορία αυτή αναπτύσσεται ταχύτατα: το 2021 οι πωλήσεις ήταν στα 1,84 δισ. ευρώ και το 2022 στα 2,04 δισ., με την ανάπτυξη μεταξύ 2022 και 2023 να πλησιάζει το +9%. Βέβαια, σε μεγάλο βαθμό αυτή η ανάπτυξη ήταν πληθωριστική, καθώς σε όλες τις κατηγορίες γαλακτοκομικών (πλην του βουτύρου) η αύξηση των τιμών σε ετήσια βάση κυμάνθηκε από 8 έως και 13%. Ωστόσο, αυτό δεν οδήγησε σε πτώση της κατανάλωσης σε όλες τις κατηγορίες. Μάλιστα, αξιοσημείωτη είναι η περίπτωση του γιαουρτιού (συμπεριλαμβανομένων και των επιδορπίων γιαουρτιού), όπου παρά την αύξηση της μέσης τιμής μονάδας κατά 8,7%, ο όγκος πωλήσεων αυξήθηκε το 2023 κατά 4.7%. Αντίθετα, στο λευκό γάλα η αύξηση της μέσης τιμής μονάδας κατά 7,9% επηρέασε και την κατανάλωση, με τον όγκο πωλήσεων να μειώνεται κατά 2,1%. Όσον αφορά στα τυριά, η κατανάλωση αυξήθηκε οριακά (+0,4%), παρά την αύξηση της μέσης τιμής κατά 8% σε σχέση με το 2022.
Μειώνεται το ενδιαφέρον για βιολογικά προϊόντα
Τα στοιχεία της NielsenIQ αποτυπώνουν και το πώς αλλάζουν οι καταναλωτικές τάσεις εξαιτίας των πληθωριστικών πιέσεων. Όπως προκύπτει, ο Έλληνας αγοραστής εμφανίζει μειωμένο ενδιαφέρον για το αν τα προϊόντα που αγοράζει είναι εγχώριας παραγωγής ή αν είναι βιολογικής προέλευσης. Τα χαρακτηριστικά αυτά δεν παύουν να είναι σημαντικά για τους καταναλωτές, όμως το ενδιαφέρον γι’ αυτά είναι μειωμένο σε σχέση με το 2022 – αντίστοιχη φθίνουσα πορεία ακολουθεί άλλωστε το ενδιαφέρον για τα βιολογικά προϊόντα και σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι πωλήσεις βιολογικού γάλακτος κατρακύλησαν κατά 10,9% σε αξία το 2023, υποχωρώντας στα 20,4 εκατ. ευρώ, με το μερίδιό τους επί του συνόλου των πωλήσεων λευκού γάλακτος να μην ξεπερνά το 4,4%.Αυτό όμως δεν ισχύει και για τα φυτικά ροφήματα και άλλα plant-based προϊ-όντα που χρησιμοποιούνται ως υποκα-τάστατα του γάλακτος, παρότι επίσης οι τιμές τους τείνουν να είναι υψηλότερες σε σχέση με τα γαλακτοκομικά. Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί η τάση των plant-based προϊόντων δεν έχει ακόμα φτάσει στο επίπεδο των κορεσμένων κατηγορι-ών και συνεχίζει να αναπτύσσεται, ενώ σημαντικό ρόλο παίζει και το γεγονός ότι καλύπτει μια εντελώς διαφορετική διατροφική ανάγκη των καταναλωτών.Αντίθετα, έντονα αυξητική τάση κατα-γράφεται στα προϊόντα με υψηλή περι-εκτικότητα πρωτεΐνης και σε κατηγορίες που συνδέονται στενά με την έννοια της ευεξίας και της προστασίας του πεπτι-κού συστήματος. Συγκεκριμένα, το 2023 καταγράφηκε ετήσια αύξηση ύψους 35,8% στις πωλήσεις κεφίρ, 36,3% στις πωλήσεις γάλακτος με υψηλή περιεκτικότητα πρωτεΐνης, 12,9% στις πωλήσεις γιαουρτιού χωρίς λακτόζη και 77,9% στις πωλήσεις γιαουρτιού με υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη.
Ισχυρό αποτύπωμα για φέτα και γιαούρτι στο εξωτερικό
H κ. Γιαννακοπούλου παρουσίασε ακόμα στοιχεία για τις πωλήσεις φέτας και ελληνικού γιαουρτιού στο εξωτερικό, τα οποία δείχνουν πως ειδικά οι αγορές του εξωτερικού μας «προσκαλούν» και μας προκαλούν να τις εξερευνήσουμε, και με μία σωστή στρατηγική να διεκδι-κήσουμε οτιδήποτε αναλογεί στη χώρα μας ως μερίδιο. Ενδεικτικά, το 2023 το μέγεθος της αγοράς του ελληνικού και greek-style γιαουρτιού στο Ηνωμένο Βασίλειο ήταν αυξημένο κατά 19,2% σε σχέση με το 2022, φτάνοντας σε αξία τα 518 εκατομμύρια ευρώ. Αυξήσεις κοντά στο 20% είχαμε επίσης και σε Γαλλία και Γερμανία, ενώ στην Ιταλία η αύξηση έφτασε το +22,6%. Όσον αφορά στη φέτα, οι πωλήσεις στη Γερμανία έφτασαν τα 750 εκατομμύρια ευρώ, καταγράφο-ντας αύξηση 14,7% σε ετήσια βάση, ενώ αυξήσεις γύρω στο 18% καταγράφηκαν σε Ιταλία και Ολλανδία.
Πρώτη δημοσίευση της είδησης στο καθημερινό newsletter FOODReporter