Desk reports για αλυσίδες της οργανωμένης λιανικής καταρτίζουν πολυεθνικοί όμιλοι αγορών, καθώς και διεθνή funds, ακτινογραφώντας τόσο τη δραστηριότητα των εγχώριων δικτύων όσο και τις συνθήκες λειτουργίας και τις προοπτικές της τοπικής αγοράς. Η ένταση της συγκέντρωσης του κλάδου των σούπερ μάρκετ τα τελευταία χρόνια και η δημιουργία μεγαλύτερων εταιρικών σχημάτων έφερε το ελληνικό λιανεμπόριο τροφίμων-ποτών στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος δυνητικών επενδυτών, που δραστηριοποιούνται εντός και εκτός Ευρώπης.

Mια αγορά η οποία έχει ετήσιο τζίρο της τάξης των 12-13 δισ. ευρώ και το 85% αυτής ελέγχεται από τέσσερα-πέντε δίκτυα πωλήσεων, μοιραία θα τεθεί στο ραντάρ διεθνών “παικτών” είτε αμιγώς εμπορικού χαρακτήρα είτε προφίλ καθαρά επενδυτικού», αποφαίνεται παράγοντας της αγοράς με μεγάλη εμπειρία στην οργανωμένη λιανική. Μάλιστα, αποκαλύπτει ότι λίγο πριν ξεσπάσει η πανδημία, ένας εξ αυτών ήταν πολύ κοντά στο να συνάψει επενδυτική συμφωνία με πολύ γνωστή εταιρεία, που έχει ισχυρή παρουσία στον τομέα της ένδυσης. Όπως εξηγεί, το deal δεν έκλεισε διότι οι γενικότερες συνθήκες δεν το επέτρεψαν, ενώ έκαναν πίσω και οι επενδυτές, οι οποίοι σκιαγραφούσαν τότε το εγχώριο οργανωμένο λιανεμπόριο, παρά το γεγονός ότι ο κλάδος λόγω ακριβώς της πανδημίας ευνοήθηκε επενδυτικά.

Ο κρίση στη δημόσια υγεία μπλόκαρε τα σχέδια για την εγχώρια αγορά των σούπερ μάρκετ εκ μέρους δύο-τριών ισχυρών διεθνών «παικτών», με πωλήσεις καθενός τους άνω των 20 δισ. ευρώ. Όμως, σήμερα που γενικότερα το περιβάλλον ομαλοποιήθηκε, όπως και οι οικονομικές συνέπειες από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία περιορίστηκαν, το επενδυτικό ενδιαφέρον για την Ελλάδα αναθερμαίνεται. Ο ίδιος παράγοντας σχολιάζει ότι οι εν λόγω εταιρείες γνωρίζουν εν μέρει την εγχώρια αγορά, καθότι συναλλάσσονται και με Έλληνες παραγωγούς, από τους οποίους προμηθεύονται τοπικά προϊόντα. Προσθέτει δε ότι το ελληνικό λιανεμπόριο τροφίμων-ποτών έχει δύο επιπλέον λόγους για τους οποίους αποτελεί ελκυστικό επενδυτικό προορισμό. Ο πρώτος είναι ότι στη χώρα «έχει πλέον επέλθει πολιτική ηρεμία», ενώ η οικονομία της επιστρέφει –αργά αλλά σταθερά– στην κανονικότητα, με την προοπτική στο δεύτερο εξάμηνο φέτος να ανακτήσει την επενδυτική της βαθμίδα. Ο δεύτερος είναι διότι ενισχύεται η θέση της Ελλάδας στη διεθνή τουριστική αγορά, με αποτέλεσμα τα πολυεθνικά σήματα να είναι αναγνωρίσιμα σε πολλούς καταναλωτές προερχόμενους από το εξωτερικό.

Αδύναμος κρίκος οι υποδομές
Ωστόσο, υψηλόβαθμο στέλεχος της αγοράς από τον τομέα των logistics επισημαίνει ότι για το ελληνικό λιανεμπόριο λειτουργεί ανασταλτικά το γεγονός ότι οι υποδομές μεταφορών και αποθήκευσης προϊόντων στη χώρα παρουσιάζουν πολλές ελλείψεις. «Στα desk reports των δυνητικών επενδυτών τσεκάρεται με «κόκκινο» όχι απλώς η έλλειψη μεγάλων αποθηκευτικών υποδομών, αλλά και η αδυναμία εύρεσης των κατάλληλων εκτάσεων για τη δημιουργία τέτοιων εγκαταστάσεων. Ένα διεθνές επιχειρηματικό σχήμα για να λειτουργήσει αποδοτικά σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, έχει ανάγκη την υποστήριξη τουλάχιστον ενός-δύο σύγχρονων κέντρων logistics, στεγασμένου χώρου 70.000τμ-80.000τμ. Όλοι γνωρίζουμε ότι χώροι με ανάλογες προδιαγραφές δεν υπάρχουν στη χώρα, τουλάχιστον στην παρούσα φάση», τονίζει ο ίδιος παράγοντας. Προσθέτει δε ότι στα μειονεκτήματα της αγοράς μας συνυπολογίζεται, επίσης, η απουσία ενός μεγάλου αεροδρομίου, που θα λειτουργεί αποκλειστικά ως cargo, ώστε οι επενδυτές να διευκολύνονται στη διακίνηση των εμπορευμάτων τους, χωρίς μάλιστα τα υψηλά κόστη διακίνησης των εμπορευμάτων που συνεπάγεται η χρήση των πολιτικών αεροδρόμιων. Ωστόσο, όπως εξηγεί, το ότι τα τελευταία χρόνια έχουν βελτιωθεί αισθητά οι λιμενικές υποδομές, όπως και οι υποδομές οδικών μεταφορών, βελτιώνει κάπως την κατάσταση και κυρίως δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να υπάρξουν big deals στο χώρο του οργανωμένου λιανεμπορίου, με τη συμμετοχή διεθνών επενδυτικών ή επιχειρηματικών σχημάτων.

Αναγκαίος ο επαναπροσδιορισμός στόχων
Από μια διαφορετική σκοπιά, η προτεραιότητα των επιχειρήσεων της οργανωμένης λιανικής στην Ελλάδα τα τελευταία λίγα χρόνια είναι η συγκέντρωση της αγοράς σε λίγα χέρια και η εστίαση του κλαδικού ανταγωνισμού σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα στις «τιμές», όταν σε άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές αγορές σε προτεραιότητα είναι η καινοτομία, οι δυνατότητες που προσφέρει η τεχνολογία και το επίπεδο του παρεχόμενου σέρβις. Μάλιστα, επιφανείς μάνατζερ του κλάδου διαπιστώνουν σε κάθε ευκαιρία ότι ο ανταγωνισμός έχει κυριολεκτικά εγκλωβιστεί στην υπόθεση «τιμές», ίσως ως κατάλοιπο της κρίσης χρέους και της έμφασης που κατ’ ανάγκην έδωσαν την περίοδο της «εσωτερικής υποτίμησης» στο κόστος αγορών του μέσου νοικοκυριού.

Στην αγορά του κλάδου λίγες είναι οι αλυσίδες, οι οποίες επενδύουν συστηματικά στη διαφοροποίηση. Όπου συμβαίνει αυτό, έχει ουσιαστικά ποιοτικά και μετρήσιμα αποτελέσματα, είτε αναφερόμαστε στα συστημικά δίκτυα λιανικής είτε στα τοπικά δίκτυα. Όπως τονίζει κορυφαίος παράγοντας του κλάδου, όσο «εύκολη» είναι η μείωση των τιμών, «δεδομένου ότι αφορά μια καθαρά λογιστική υπόθεση», άλλο τόσο δύσκολη είναι η αλλαγή στρατηγικής για μια αλυσίδα, που επιδιώκει στα σοβαρά τη διαφοροποίησή της. Στο βαθμό, μάλιστα, που ένας ή και περισσότεροι «παίκτες» της εγχώριας λιανικής βρεθούν τελικά υπό τον έλεγχο ισχυρών πολυεθνικών σχημάτων ή και επενδυτικών funds, είναι βέβαιο ότι η «επόμενη ημέρα» των εμπλεκόμενων στις εξαγορές θα είναι εντελώς διαφορετική απ’ όσα γνώριζαν έως τότε.

Όσο για τα διεκδικούμενα μερίδια αγοράς, δεν θα προέρχονται πλέον από κινήσεις εξαγορών, αλλά από ενέργειες διαφοροποίησης, οι οποίες θα αλλάξουν από μερικώς έως ολικά τις δομές και τη λειτουργία των επιχειρήσεων και κυρίως θα διαφοροποιήσουν την τοποθέτησή τους (positioning) στο εγχώριο λιανεμπόριο.

Ο πελάτης ή το bottom line;
Μάλιστα, ο εν λόγω συνομιλητής μας επισημαίνει με έμφαση ότι σήμερα ένας μάνατζερ με διεθνή εμπειρία, αν κάπου δίνει προτεραιότητα, είναι στον πελάτη του, ενώ ο ιδιοκτήτης λιανέμπορος είθισται να συγκεντρώνει την προσοχή του στο bottom line του εταιρικού ισολογισμού.

Όπως εξηγεί, κατά την περίοδο της κρίσης στη δημόσια υγεία οι αλυσίδες του κλάδου εξασφάλισαν, λόγω της υπερβάλλουσας ζήτησης, ιδιαίτερα αυξημένα έσοδα και κατά συνέπεια υπερκέρδη. Αρκεί να σκεφτούμε ότι, προκειμένου η αγορά να καλύψει την υπερβάλλουσα ζήτηση, οι επιχειρήσεις του υποχρεώθηκαν να προβούν σε 7.600 έξτρα προσλήψεις υπαλλήλων, που απορροφήθηκαν κατά ένα μεγάλο μέρος από τα e-shops, αλλά και από τα φυσικά καταστήματα και τα κέντρα logistics.

Η αγορά όλο αυτό το διάστημα εξασφάλισε σημαντικά κεφάλαια, τα οποία όμως δεν επένδυσε μακροπρόθεσμα. «Οι περισσότεροι στάθηκαν απλώς στην τελευταία γραμμή του ισολογισμού τους και στην αύξηση της κερδοφορίας τους. Λίγοι ήταν όσοι επένδυσαν τα διαθέσιμα κεφάλαιά τους στο παρεχόμενο σέρβις και σε μία πιο ποιοτική σχέση με το κοινό τους», αποφαίνεται ο ίδιος παράγοντας. Και καταλήγει: «Οι επιχειρήσεις του κλάδου πρέπει να κάνουν την υπέρβαση τώρα, αν θέλουν να αυξήσουν την «πίτα» της αγοράς τους, κερδίζοντας από τα κομμάτια της που υπάρχουν πέραν της ως τώρα ακτίνας δράσης τους».