Σημαντικά στοιχεία για τις εξελίξεις στην αγορά των καλλυντικών παρουσιάστηκαν στην 8η ετήσια ημερίδα, που οργάνωσε πρόσφατα ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Βιομηχανίας Καλλυντικών (ΠΣΒΑΚ).
Σημαντικά στοιχεία για τις εξελίξεις στην αγορά των καλλυντικών παρουσιάστηκαν στην 8η ετήσια ημερίδα, που οργάνωσε πρόσφατα ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Βιομηχανίας Καλλυντικών (ΠΣΒΑΚ).
Προλογίζοντας την ημερίδα, ο κ. Ν. Κουτσιανάς, πρόεδρος του ΠΣΒΑΚ ανακοίνωσε πως, σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες αγοράς, το 98% του ενήλικου ελληνικού πληθυσμού χρησιμοποιεί προϊόντα μαλλιών, το 93% χρησιμοποιεί προϊόντα περιποίησης σώματος, ενώ πάνω από 70% είναι τα ποσοστά διείσδυσης και σε άλλες κατηγορίες καλλυντικών, όπως τα αρωματικά, τα καλλυντικά προσώπου, το μακιγιάζ και τα toiletries.
Συνεχίζοντας ο κ. Κουτσιανάς υπογράμμισε επίσης την πολύ θετική συμβολή του κλάδου στην εθνική οικονομία, αναφέροντας ενδεικτικά ότι ο κλάδος πραγματοποιεί ετήσιο κύκλο εργασιών 240 δισ. δρχ., εκ των οποίων το 35% καλύπτεται από εγχώρια παραγωγή. Αξιόλογη είναι και η εξαγωγική του δραστηριότητα, η οποία μάλιστα σημειώνει αλματώδη ανάπτυξη, αφού από 250 εκ. το 1985, ανήλθε στα 11,5 δισ. δρχ. το 1998.
Τάσεις που επικράτησαν και το μέλλει γενέσθαι
Οι βασικές τάσεις της ευρωπαϊκής αγοράς καλλυντικών -στην οποία η Ελλάδα αντιπροσωπεύει το 2%- τα τελευταία έτη, αλλά και η παρουσίαση των πιθανών τάσεων που θα επικρατήσουν μεσοπρόθεσμα, αποτέλεσαν το αντικείμενο του πάνελ με συντονιστή τον κ. Σ. Γεωργαντά, διευθύνοντα σύμβουλο της “Φ. Γεωργαντάς 1864 ΑΕΒΕ”. Στο πάνελ συμμετείχαν η διευθύντρια μάρκετινγκ της Elida Faberge (όμιλος Unilever) κα Ε. Νιαούρη και ο αντιπρόεδρος της ιταλικής εταιρίας L' Erbolario Srl Δρ. Α. Argentieri και ο πρώην πρόεδρος και νυν μέλος της Statistics Task Force (Ειδική Ομάδα Εργασίας της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Καλλυντικών (Colipa), που επεξεργάζεται τα στατιστικά στοιχεία του κλάδου σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι η πρώτη αγορά καλλυντικών του κόσμου, εκπροσωπώντας το 33% της παγκόσμιας αγοράς. Το υπόλοιπο διανέμεται μεταξύ των ΗΠΑ (28%), της Ιαπωνίας (12%) και των λοιπών κρατών του κόσμου (28%).
Οι όροι αντιστρέφονται σε ό,τι αφορά την κατά κεφαλή κατανάλωση. Οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία έχουν υψηλότερη κατανάλωση από την Ε.Ε. Στο εσωτερικό της τελευταίας, ο μεγαλύτερος καταναλωτής είναι φυσικά η Γαλλία, ενώ η Ελλάδα είναι προτελευταία, ακολουθούμενη από την Πορτογαλία. Αυτό, όμως, σύμφωνα με τους αναλυτές, δεν αποτελεί αναγκαία ένα αρνητικό παράγοντα, αφού σημαίνει ότι οι προοπτικές εξέλιξης είναι καλές.
Η ανάπτυξη της ευρωπαϊκής αγοράς καλλυντικών υπήρξε θετική κατά τα τελευταία πέντε χρόνια, υψηλότερη δηλαδή του ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εσωτερικό Προϊόν), τάση που αναμένεται να συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια.
Συγχωνεύσεις και εξαγορές
Μία από τις τάσεις που επικράτησαν στον κλάδο την τελευταία πενταετία είναι αυτή των συγχωνεύσεων και των εξαγορών, η οποία άρχισε τη δεκαετία του '70 και οδήγησε σε συγκέντρωση αρκετούς μεγάλους ομίλους καλλυντικών. Ωστόσο, ο αριθμός των εταιριών καλλυντικών ούτε έχει μειωθεί ούτε πρόκειται να μειωθεί, αφού συνεχώς νέες επιχειρήσεις πραγματοποιούν την είσοδό τους στον κλάδο. Τα παραπάνω βρίσκουν την ερμηνεία τους στην έννοια “παγκοσμιοποίηση της αγοράς”. Η διεθνοποίηση αφορά τώρα πια σε όλες τις εταιρίες, που θέλουν να επιβιώσουν στο χώρο και εστιάζεται πρωταρχικά σε έννοιες μάρκετινγκ. Οι επιχειρήσεις πρέπει να αναπροσαρμόσουν τη στρατηγική τους και να φροντίσουν να απευθύνονται σε όλες τις αγορές.
Σε ό,τι αφορά στο μέλλον της τάσης της ενοποίησης των δυνάμεων, σύμφωνα με τον κ. Argentieri θα αποδυναμωθεί στο μέλλον και θα αφορά μόνο σε επιχειρήσεις που χάνουν την αποτελεσματικότητά τους, ή ανήκουν σε ομίλους οι οποίοι δεν θα θεωρούν πλέον τα καλλυντικά ως στρατηγικής σημασίας δραστηριότητα.
Η παγκοσμιοποίηση των παραγωγών συνοδεύεται από τη συγκέντρωση της διανομής με τη δημιουργία διεθνών ομίλων. Η Douglas και η Sephora είναι πρωταρχικά παραδείγματα. Αυτή η τάση θα συνεχισθεί σε μεγάλο ποσοστό και μόνο οι μεγάλοι βιομηχανικοί όμιλοι θα έχουν τη δυνατότητα να αντιμετωπίσουν την “ισχύ” αυτών των ομίλων.
Τάση που επίσης ξεκίνησε τη δεκαετία του '70 και εκτιμάται ότι θα συνεχιστεί είναι η συγκέντρωση της παραγωγής σε εργοστάσια εξειδικευμένα σε μια κατηγορία προϊόντων.
Σε ό,τι αφορά στη διανομή των προϊόντων, από το 1994 και μετά ενισχύεται ο τύπος διανομής μέσω λιανεμπόρων σε όλη την Ευρώπη, που προμηθεύονται το εμπόρευμά τους από μία κεντρική αποθήκη. Η μέθοδος αυτή αποδείχτηκε ότι κοστίζει λιγότερο από τη διατήρηση μιας αποθήκης σε μια χώρα και την αποστολή αγαθών από εκεί προς τους πελάτες. Μάλιστα, σε ό,τι αφορά στην Ελλάδα, που είναι μια αγορά εισαγωγέων παρά παραγωγών, ο τύπος αυτός διανομής παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον