Τρελαίνονται γι’ αυτήν μικροί και μεγάλοι. Ένα μόνο κομμάτι της είναι ικανό να μας γλυκάνει και να μας δώσει ενέργεια που είναι απαραίτητη για τον οργανισμό. Τις κρύες μέρες του χειμώνα μάς ζεσταίνει ως ρόφημα, ενώ το καλοκαίρι μία μπάλα παγωτό σοκολάτα είναι το καλύτερο δροσιστικό. Θέλετε κι άλλα παραδείγματα για να διαπιστώσετε πόσο πολύτιμο είναι αυτό το γλυκό αγαθό;

Τρελαίνονται γι’ αυτήν μικροί και μεγάλοι. Ένα μόνο κομμάτι της είναι ικανό να μας γλυκάνει και να μας δώσει ενέργεια που είναι απαραίτητη για τον οργανισμό. Τις κρύες μέρες του χειμώνα μάς ζεσταίνει ως ρόφημα, ενώ το καλοκαίρι μία μπάλα παγωτό σοκολάτα είναι το καλύτερο δροσιστικό. Θέλετε κι άλλα παραδείγματα για να διαπιστώσετε πόσο πολύτιμο είναι αυτό το γλυκό αγαθό;

Η ιστορία της σοκολάτας ξεκινά επισήμως κάπου στο 600 μ.Χ., στην εποχή του πολιτισμού των Μάγια, οι οποίοι, σύμφωνα με πληροφορίες, καλλιεργούσαν κακαόδεντρα στη χερσόνησο Γιουκατάν. Ωστόσο θεωρείται απόλυτα βέβαιο ότι η καλλιέργεια των κακαόδεντρων πραγματοποιείτο αιώνες πριν στην κεντρική Αμερική.


Από τους Μάγια στους Αζτέκους


Στη συνέχεια οι Αζτέκοι γνώρισαν το κακάο από το βασιλιά Zuetzalcoatl, ο οποίος σύμφωνα με το μύθο είχε κλέψει τους καρπούς των κακαόδεντρων από τη χώρα των γιων του Ήλιου, για να τους προσφέρει στους ανθρώπους. Την εποχή εκείνη οι καρποί, που προσφέρονταν συνήθως στους βασιλιάδες και παράλληλα χρησίμευαν ως μέσο εμπορικών συναλλαγών, αποτελούσαν σπάνιο είδος και άξιζαν όσο και το χρυσάφι. Παλιά χειρόγραφα της εποχής αναφέρουν ότι με 10 καρπούς κακάο αγόραζες ένα κουνέλι, ενώ με 100 καρπούς αγόραζες ένα σκλάβο.


Η συλλογή των καρπών


Οι Αζτέκοι ανακάλυψαν, μάλλον κατά τύχη, τον τρόπο να συλλέγουν τους καρπούς των κακαόδεντρων. Παρατήρησαν ότι όταν οι καρποί του κακάο ξεραίνονταν στον ήλιο ή ψήνονταν στη φωτιά, αρκούσε να τους τρίψει κανείς μεταξύ τους ή να τους χτυπήσει με πέτρες για να συλλέξει μέσα από αυτούς τους πολύτιμους κόκκους του κακάο. Στη συνέχεια θρυμμάτιζαν τους κόκκους και με τη σκόνη που προέκυπτε αρωμάτιζαν ένα μείγμα από βανίλια, καλαμπόκι και κόκκινες καυτερές πιπεριές, στο οποίο πρόσθεταν ζεστό νερό και το έπιναν. Το μείγμα αυτό το ονόμαζαν «choclatl» και θεωρούσαν ότι ήταν χωνευτικό και δυναμωτικό, καθώς και ότι συνέβαλε στη θεραπεία κάθε νοσήματος.


Το ταξίδι στην Ευρώπη


Ο Χριστόφορος Κολόμβος ήταν ο πρώτος Ευρωπαίος που ήρθε σε επαφή με τους καρπούς του κακάο, όταν στις 30 Ιουλίου του 1502 αποβιβάστηκε στις ακτές της σημερινής Νικαράγουα, κατά τη διάρκεια του τέταρτου ταξιδιού του προς την Αμερική. Οι ιθαγενείς της περιοχής χρησιμοποιούσαν τότε τους κόκκους του κακάο κυρίως ως μέσο συναλλαγής, αλλά και για την παρασκευή του «choclatl». Όμως οι κόκκοι του κακάο δεν έτυχαν καμίας προσοχής από το Χριστόφορο Κολόμβο, ο οποίος εκείνη την εποχή ήταν απασχολημένος με την ανακάλυψη του θαλάσσιου δρόμου που θα τον οδηγούσε στις Ινδίες.

Πέρασαν δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια για να βρεθεί ο επόμενος Ευρωπαίος που θα έδινε στο κακάο τη σημασία που του άξιζε. Πρόκειται για τον Hernando Cortez, ο οποίος το Πάσχα του 1519 προσάραξε με το στόλο του στη χερσόνησο Γιουκατάν. Εκεί τον υποδέχθηκε ο βασιλιάς των Αζτέκων, Μοντεζούμα, προσφέροντάς του χρυσάφι, πολύτιμους λίθους και ένα καλάθι με κόκκους κακάο. Έτσι ο Cortez, μόλις κατέκτησε ένα τμήμα του Μεξικού, έσπευσε να δημιουργήσει μία δική του φυτεία με κακαόδεντρα –δίνοντας σημασία κυρίως στη συναλλακτική αξία των καρπών– αφού έλεγε χαρακτηριστικά: «σε αυτή τη φυτεία το χρήμα φυτρώνει κατά βούληση».


Η διάδοση της σοκολάτας


Επιστρέφοντας στην Ισπανία το 1528, ο Cortez έφερε μαζί του τους πρώτους καρπούς του κακάο και όλα τα απαραίτητα σύνεργα για την παρασκευή του ροφήματος «choclatl». Παρ’ όλο που οι Ισπανοί κράτησαν μυστικό τον τρόπο παρασκευής του για περισσότερο από μισό αιώνα, το ρόφημα κατέκτησε αμέσως τη βασιλική αυλή της Ισπανίας και τα πριγκιπικά σαλόνια, ενώ η φήμη του άρχισε να διαδίδεται και στην υπόλοιπη Ευρώπη.

Το 1615 το ρόφημα «choclatl» κατέκτησε και τη βασιλική αυλή της Γαλλίας, όταν η πριγκίπισσα Άννα της Αυστρίας –ισπανικού γένους– μετά το γάμο της με το Λουδοβίκο 13ο της Γαλλίας μετέφερε στη χώρα του μαζί με τα υπάρχοντά της και τα σύνεργα για την παρασκευή του αγαπημένου της ροφήματος. Το παράδειγμά της ακολούθησε στη συνέχεια και η Μαρία Θηρεσία και έτσι το ρόφημα έγινε μόδα της εποχής. Περίπου 60 χρόνια αργότερα, το 1674, παρασκευάζονται για πρώτη φορά γλυκίσματα σοκολάτας σε στερεά μορφή και σοκολατένια ραβδάκια «αλά ισπανικά». Η πατρότητα της γλυκιάς αυτής εφεύρεσης ανήκει σε ένα παραδοσιακό μαγαζί του Λονδίνου με την επωνυμία «Ο μύλος του καφέ».


Ημερομηνίες – σταθμοί


Το 1765 εμφανίστηκε για πρώτη φορά η σοκολάτα στην Αμερική, όταν ο John Hanan έφερε κόκκους κακάο από τις δυτικές Ινδίες στο Ντόρτσεστερ και τη Μασαχουσέτη και με τη βοήθεια του Dr. Jame Baker τούς επεξεργάστηκε φτάνοντας στη στερεή μορφή της σοκολάτας. Στη Μασαχουσέτη ιδρύθηκε και το πρώτο εργοστάσιο σοκολάτας των ΗΠΑ.

Το 1780 επιχειρείται για πρώτη φορά η βιομηχανοποιημένη παραγωγή σοκολάτας με ατμομηχανές.

Το 1815 ο Ολλανδός Conrad Van Houten με μία μικρή ομάδα παραγωγών σοκολάτας κατάφερε να διαχωρίσει το κακάο στα συστατικά του απομονώνοντας το βούτυρο του κακάο.

Το 1819 ο Francois – Louis Gailler εγκατέστησε και άρχισε να λειτουργεί το πρώτο εργοστάσιο σοκολάτας κοντά στο Vevey της Ελβετίας.

Το 1847 μία αγγλική εταιρεία παρουσίασε μία νέα μορφή συμπαγούς σοκολάτας, η οποία ήταν πιο μαλακή και «βελούδινη» και αντικατέστησε την κλασική σοκολάτα που μέχρι τότε κυκλοφορούσε στην παγκόσμια αγορά.

Το 1875 οι Ελβετοί σοκολατοποιοί, Daniel Pieter και Henri Nestlι, παρασκευάζουν σοκολάτα γάλακτος αντικαθιστώντας με γάλα το νερό, που μέχρι τότε χρησιμοποιείτο για την πρόσμειξη της σοκολάτας.

Το 1923 ο Frank Mars λανσάρει για πρώτη φορά στις ΗΠΑ τη σοκολάτα σε μορφή bar.


Η σοκολάτα στην Ελλάδα


Το 1841 παρασκευάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα σοκολάτα από την εταιρεία ΠΑΥΛΙΔΗΣ. Το προϊόν κυκλοφορεί στην ελληνική αγορά με την ονομασία «τσοκολάτα»

Το 1930 παράγεται για πρώτη φορά στη χώρα μας σοκολάτα αμυγδάλου από την εταιρεία ΙΟΝ.


Κακάο ή «θεόβρωμα»


Κλείνοντας αυτή τη γλυκιά ιστορία αξίζει να αναφέρουμε ότι ο Σουηδός φυσιοδίφης Charles de Linne, που αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του προσπαθώντας να βρει αντιπροσωπευτικά ελληνικά ή λατινικά ονόματα για τα είδη του ζωικού και φυτικού βασιλείου, θεώρησε ότι η λέξη «κακάο» ήταν ανεπαρκής για να δηλώσει ένα τόσο ευγενές και αξιαγάπητο ρόφημα και την αντικατέστησε με τη σύνθετη λέξη «θεόβρωμα», που σημαίνει τροφή των θεών. Η φράση «θεόβρωμα κακάο», που εξακολουθεί να αναφέρεται ως επιστημονικός όρος χωρίς ποτέ να επικρατήσει στην καθομιλουμένη, δηλώνει πόσο μεγάλη αξία έδιναν οι άνθρωποι της εποχής εκείνης στο κακάο, που είχε ήδη αρχίσει να μπαίνει στη ζωή ορισμένων προνομιούχων, αλλά και στα περισσότερα κοινωνικά στρώματα του πληθυσμού.