Παρά τις επιτυχίες, η οκταετία της πρωθυπουργίας του κ. Κ. Σημίτη θα μείνει στην ιστορία και για τις έντονες αντιθέσεις που σημάδεψαν την οικονομική ζωή της χώρας. Ο υψηλός, σε σχέση με τους εταίρους μας στην ΕΕ, ο πληθωρισμός ροκανίζει την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, ενώ η χώρα μας «χάνει πόντους» στον τομέα του κόστους εργασίας και έχει να καλύψει τεράστιες αποστάσεις για να πλησιάσει τους εταίρους της στους τομείς της παραγωγικότητας και του κατά κεφαλή ΑΕΠ. Η ανεργία παραμένει ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που πλήττει ιδιαίτερα τους νέους και τις γυναίκες, καθώς απ’ ό,τι φαίνεται οι επενδύσεις –παρά την αύξησή τους– δεν «γεννούν» τις προσδοκώμενες νέες θέσεις εργασίας.
Ο κ. Κ. Σημίτης σίγουρα έχει εξασφαλίσει μία περίοπτη θέση στη νεοελληνική ιστορία ως ο πρωθυπουργός που οδήγησε με επιτυχία την Ελλάδα στην ΟΝΕ και την ευρωζώνη. Όμως η οκταετία της πρωθυπουργίας του θα μείνει στην ιστορία και για τις έντονες αντιθέσεις που σημάδεψαν την οικονομική ζωή της χώρας.
Ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια οι ρυθμοί ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας ήταν οι ταχύτεροι της 25ετίας και το κατά κεφαλή ΑΕΠ πλησίασε όσο ποτέ άλλοτε τα ευρωπαϊκά μεγέθη. Ο πληθωρισμός κινήθηκε στα χαμηλότερα επίπεδα των τριάντα τελευταίων ετών, όμως η ακρίβια δεν τιθασεύτηκε. Η ανεργία παραμένει σε υψηλά επίπεδα, παρά την αύξηση του ρυθμού των επενδύσεων τα τελευταία χρόνια.
Με λίγα λόγια, τα στοιχεία που «αλιεύσαμε» από το πιο πρόσφατο τεύχος της «Ελληνικής Οικονομίας» του ΙΟΒΕ, δείχνουν ανάγλυφα τις προόδους που επιτεύχθηκαν τα τελευταία 7 ή 8 χρόνια (από το 1996 έως το 2002 ή το 2003, ανάλογα με τα τελευταία στοιχεία που υπάρχουν), αλλά και το δίκαιο των πολιτών, οι οποίοι κατά τη μακρά προεκλογική περίοδο που διανύσαμε ανέδειξαν την ανεργία και την ακρίβια ως δύο από τα σημαντικότερα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά:
- Το εθνικό ΑΕΠ αυξάνεται με ιδιαίτερα ταχείς ρυθμούς, πολλαπλάσιους του αντίστοιχου μεγέθους της ευρωζώνης (υπερδεκαπλάσιος ρυθμός αύξησης στην Ελλάδα το 2003), ενώ υπάρχει πρόβλεψη από τη Eurostat για συνέχιση της ίδιας τάσης και την επόμενη διετία (4,2% το 2004 και 3,4% το 2005).
- Αποτέλεσμα αυτού ήταν η αύξηση του κατά κεφαλή ΑΕΠ, που έφτασε πλέον το 73,5% του κοινοτικού μέσου όρου και εκτιμάται ότι θα ανέβει στο 76,5% το 2005. Βέβαια, η χώρα μας συνεχίζει να κατέχει τη 14η θέση ανάμεσα στους εταίρους της (υπερέχει μόνο της Πορτογαλίας), ενώ στα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας δεν αναφέρεται πουθενά ποιοι καρπώνονται την αύξηση του πλούτου της χώρας.
- Η ανεργία το 2003 άγγιξε τα χαμηλότερα επίπεδα της τελευταίας οκταετίας. Όμως, παραμένει υψηλότερη κατά μισή ποσοστιαία μονάδα από τον μέσο όρο της ευρωζώνης. Το ποσοστό της μακροχρόνιας ανεργίας παραμένει στα ίδια με το 1996 επίπεδα, τη στιγμή που το ίδιο διάστημα στην ευρωζώνη το αντίστοιχο μέγεθος μειώθηκε κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες, δηλαδή γύρω στο 40%.
- Καθόλου ικανοποιητικές ήταν και οι επιδόσεις της κυβέρνησης Σημίτη και στο θέμα της αύξησης της απασχόλησης. Μέχρι το 2002 η συνολική απασχόληση στην Ελλάδα αυξήθηκε μόλις 2,4% σε σχέση με το 1995, ενώ το ίδιο διάστημα στην ευρωζώνη η αντίστοιχη αύξηση άγγιξε το 10%.
- Αντίστροφη είναι η εικόνα σε ό,τι αφορά τις επενδύσεις. Το 2002 οι ιδιωτικές επενδύσεις στην Ελλάδα ξεπέρασαν το 20% του ΑΕΠ έναντι 17,8% στην ευρωζώνη. Μέχρι και το 1998 οι επιδόσεις της χώρας μας ήταν χαμηλότερες από τον μέσο όρο της ευρωζώνης. Έκτοτε η Ελλάδα όχι μόνο απέκτησε προβάδισμα, αλλά από χρόνο σε χρόνο διευρύνει τη διαφορά.
- Η παραγωγικότητα βελτιώθηκε σημαντικά τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας, όμως συνεχίζει να τη χωρίζει ένα χάσμα 14 ποσοστιαίων μονάδων από την Κοινότητα και περισσότερες από 15 μονάδες από την ευρωζώνη. Βέβαια, η διαφορά το 1996 έφτανε τις 22 και τις 25 ποσοστιαίες μονάδες αντίστοιχα.
- Το κόστος εργασίας σε σχέση με το 1995 μειώθηκε κατά 2,2 ποσοστιαίες μονάδες το 2002 στη χώρα μας (η πορεία δεν ήταν σταθερά καθοδική αλλά διακρινόταν από έντονα σκαμπανεβάσματα από χρόνο σε χρόνο). Το ίδιο διάστημα, το αντίστοιχο μέγεθος στην ευρωζώνη παρουσίασε σταθερή πτώση και το 2002 είχε μειωθεί πάνω από 4 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 1995.
- Σοβαρή αποκλιμάκωση παρουσίασε ο πληθωρισμός την οκταετία, όμως συνεχίζει να παραμένει γύρω στο 50% υψηλότερος από τα μέσα επίπεδα της ευρωζώνης.
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι ο υψηλός σε σχέση με τους εταίρους μας πληθωρισμός ροκανίζει την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, ενώ η χώρα μας «χάνει πόντους» και στον τομέα του κόστους εργασίας και έχει να καλύψει τεράστιες αποστάσεις για να πλησιάσει τους εταίρους της στους τομείς της παραγωγικότητας και του κατά κεφαλή ΑΕΠ. Η ανεργία παραμένει ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα, που πλήττει ιδιαίτερα τους νέους και τις γυναίκες, καθώς, απ’ ό,τι φαίνεται, οι επενδύσεις –παρά την αύξησή τους– δεν «γεννούν» τις προσδοκώμενες νέες θέσεις εργασίας.