Τα ξίφη τους διασταυρώνουν παράγοντες της αγοράς για τις τιμές των νωπών οπωροκηπευτικών. Αφορμή για τους φραστικούς... διαξιφισμούς αποτέλεσαν τα στοιχεία των τιμοληψιών του Υπουργείου Ανάπτυξης στις λαϊκές αγορές και τα σούπερ μάρκετ, που αποδεικνύουν ότι το οργανωμένο λιανεμπόριο διαθέτει φθηνότερα από τους πωλητές των λαϊκών –εκτός εξαιρέσεων– τα νωπά οπωροκηπευτικά.
Τα ξίφη τους διασταυρώνουν παράγοντες της αγοράς για τις τιμές των νωπών οπωροκηπευτικών. Αφορμή για τους φραστικούς… διαξιφισμούς αποτέλεσαν τα στοιχεία των τιμοληψιών του Υπουργείου Ανάπτυξης στις λαϊκές αγορές και τα σούπερ μάρκετ, που αποδεικνύουν ότι το οργανωμένο λιανεμπόριο διαθέτει φθηνότερα από τους πωλητές των λαϊκών –εκτός εξαιρέσεων– τα νωπά οπωροκηπευτικά.
Είναι χαρακτηριστικό ότι βάσει των στατιστικών στοιχείων του Παρατηρητηρίου Τιμών του Υπουργείου Ανάπτυξης, τον μήνα Σεπτέμβριο τα σούπερ μάρκετ πέτυχαν χαμηλότερες μεσοσταθμικές τιμές στα 28 από τα 34 βασικά εποχικά αγαθά. Από την επεξεργασία των μέσων μηνιαίων τιμών προέκυψε ότι υπήρξαν προϊόντα –όπως τα καρότα– τα οποία διατέθηκαν από τις λαϊκές αγορές ακριβότερα έως και 122,22% σε σχέση με τα σούπερ μάρκετ, με την τιμή τους να διαμορφώνεται στο οργανωμένο λιανεμπόριο στα 0,45 ευρώ το κιλό και στις λαϊκές 1 ευρώ το κιλό. Ακριβότερα κατά 114,81% διατέθηκαν όμως και τα λάχανα από τους πάγκους των λαϊκών –η μεσοσταθμική τιμή τον Σεπτέμβριο για μεν τις αλυσίδες έδειξε 0,27 ευρώ το κιλό για δε τις λαϊκές αγορές 0,58 ευρώ το κιλό.
Ανάλογες διαφορές υπέρ των αλυσίδων εμφάνισαν επίσης οι τιμές σε προϊόντα όπως τα ραδίκια με απόκλιση 89,47%, τα παντζάρια με απόκλιση 63,93%, τα μαρούλια με απόκλιση 52,77%, το σπανάκι με απόκλιση 50%, τα κρεμμύδια με απόκλιση 47,45%, οι πιπεριές με απόκλιση 41,89%, καθώς και άλλα αγαθά με αποκλίσεις από 0,78% έως και 36,84%.
Αντίθετα τον μήνα Σεπτέμβριο φθηνότερα στις λαϊκές αγορές διατέθηκαν μόλις έξι αγαθά, με διαφορές στις τιμές έναντι των σούπερ μάρκετ από 1,61% έως και 12,39%.
Από τον παραγωγό στο σούπερ μάρκετ
Ο πρόεδρος του ΣΕΣΜΕ, κ. Παντελής Παντελιάδης σχολιάζοντας τα στοιχεία του Υπουργείου Ανάπτυξης επεσήμανε στο «σελφ σέρβις» ότι «το γεγονός ότι τα σούπερ μάρκετ έχουν πιο ανταγωνιστικές τιμές στα οπωροκηπευτικά σε σχέση με τις λαϊκές αγορές δεν αποδεικνύεται μόνο από το Παρατηρητήριο Τιμών, αλλά και από το ότι ο τζίρος στο συγκεκριμένο τμήμα των αλυσίδων έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια». Η προτίμηση δε των καταναλωτών, σύμφωνα με τον κ. Παντελιάδη, στρέφεται προς τις αλυσίδες σούπερ μάρκετ για τις τιμές, την ποιότητα και την ευκολία που τους παρέχεται να κάνουν όλες τους τις αγορές ταυτόχρονα.
Ο κ. Παντελιάδης πρόσθεσε ότι «η αύξηση του τζίρου στο τμήμα μαναβικής επέτρεψε στις αλυσίδες να κάνουν αγορές απευθείας από τους παραγωγούς ή από συνεταιρισμούς συνάπτοντας ειδικά συμβόλαια. Τα συμβόλαια αυτά συμβάλουν στη μείωση του κόστους καθώς δημιουργούν ένα δίχτυ ασφάλειας για τους παραγωγούς. Συνήθως αφορούν την προμήθεια μεγάλων ποσοτήτων, με αποτέλεσμα να αναπροσαρμόζονται ανάλογα και οι τιμές».
Προϊόντα «υψηλού ανταγωνισμού»
Ένας ακόμη λόγος για τον οποίο οι τιμές των οπωροκηπευτικών έχουν συμπιεστεί στον κλάδο του οργανωμένου λιανεμπορίου είναι το γεγονός ότι τα συγκεκριμένα προϊόντα έχουν ενταχθεί στα λεγόμενα «υψηλού ανταγωνισμού» είδη μεταξύ των αλυσίδων, σχολίασε ο πρόεδρος του ΣΕΣΜΕ, προσθέτοντας: «Η μεγαλύτερη δραστηριοποίηση των σούπερ μάρκετ στην αγορά οπωροκηπευτικών, εκτός από τη συγκράτηση των τιμών, έχει μία επιπλέον σημαντική συνέπεια. Ενισχύει το εισόδημα των παραγωγών, σε μια περίοδο κατά την οποία η ελληνική ύπαιθρος αντιμετωπίζει τα γνωστά προβλήματα. Όσο για τις εισαγωγές, γίνονται σε περιόδους κατά τις οποίες η ελληνική παραγωγή, για λόγους που σχετίζονται με τα καιρικά φαινόμενα, δεν επαρκεί για να καλύψει τη ζήτηση». Τέλος, ο κ. Παντελιάδης πρόσθεσε ότι τα σούπερ μάρκετ είναι από τους ελάχιστους χώρους όπου ο καταναλωτής θα βρει ενδείξεις προέλευσης των προϊόντων.
Καταγγελίες για παραπληροφόρηση από τους πωλητές των λαϊκών
Στο μεταξύ ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Παραγωγών Πωλητών Λαϊκών Αγορών, κ. Παντελής Μόσχος, μιλώντας στο «σελφ σέρβις», αμφισβήτησε την ορθότητα των τιμολογιακών δεδομένων του Παρατηρητηρίου Τιμών, προβάλλοντας συγκεκριμένες ενστάσεις, που αφορούν κυρίως στη μεθοδολογία βάσει της οποίας το Υπουργείο Ανάπτυξης διενεργεί καθημερινά τις τιμοληψίες.
Ειδικότερα υποστήριξε ότι οι τιμολήπτες δεν λαμβάνουν υπόψη τους βασικά στοιχεία διαμόρφωσης των τιμών στα νωπά οπωροκηπευτικά, όπως για παράδειγμα τις διαφορετικές ποικιλίες των προϊόντων ή την ποιότητά τους, καθώς και το εάν είναι εισαγόμενα ή εγχωρίως παραγόμενα. Μάλιστα, όπως υπογράμμισε, από τιμοληψίες τις οποίες πραγματοποίησε η ομοσπονδία με δικά της μέσα σε αγαθά τα οποία το Παρατηρητήριο Τιμών εμφάνιζε να πωλούνται ακριβότερα στις λαϊκές αγορές έναντι των σούπερ μάρκετ, αποδείχθηκε ότι στις αλυσίδες είχαν τιμολογηθεί ακριβότερα και από τη μέγιστη τιμή του Παρατηρητηρίου Τιμών.
Ο κ. Μόσχος έθεσε ζήτημα μη αντικειμενικότητας των τιμών όπως αυτές εμφανίζονται καθημερινά από την ιστοσελίδα του Υπουργείου Ανάπτυξης, επισημαίνοντας ότι το καταναλωτικό κοινό παραπληροφορείται, αφού καθοδηγείται προς αγορές όπου τα αγαθά δεν πωλούνται πάντα φθηνότερα όπως ισχυρίζεται η ηγεσία του υπουργείου, ενώ την ίδια στιγμή πλήττεται το κύρος ενός θεσμού πού για πολλές δεκαετίες έχει υπηρετήσει με συνέπεια τον καταναλωτή.
Ανάλογα σχόλια διατύπωσε προς το «σελφ σέρβις» και ο γραμματέας της Ομοσπονδίας Επαγγελματιών Πωλητών Λαϊκών Αγορών, κ. Κωνσταντίνος Πανάγενας. Ειδικότερα ανέφερε ότι τα νωπά οπωροκηπευτικά πωλούνται φθηνότερα από 15% έως 20% σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο κέντρο διάθεσης ανάλογων αγαθών. Υποστήριξε μάλιστα ότι τα στοιχεία του Παρατηρητηρίου Τιμών είναι εκτός πραγματικότητας, ενώ αμφισβήτησε και τις διαδικασίες τις οποίες τηρεί το Υπουργείο Ανάπτυξης για τη διενέργεια των τιμοληψίων. Ανέφερε χαρακτηριστικά ότι οι τιμές στις λαϊκές αγορές κατά τη διάρκεια της ημέρας και ανάλογα με την προσφορά και τη ζήτηση ακολουθούν πτωτική πορεία, η οποία όμως δεν καταγράφεται από τα συνεργεία του Υπουργείου Ανάπτυξης.
Ασφαλής η διάγνωση των τάσεων, λέει το υπουργείο
Υψηλόβαθμα στελέχη του υπουργείου υπεραμύνθηκαν της αντικειμενικότητας του Παρατηρητηρίου Τιμών, δηλώνοντας ότι οι τιμοληψίες διενεργούνται καθημερινά σε έναν μεγάλο αριθμό λαϊκών αγορών και σούπερ μάρκετ, σε όλες τις ποιότητες των αγαθών, σε προϊόντα εισαγόμενα αλλά και εγχωρίως παραγόμενα, κατά το μεγαλύτερο διάστημα της ημέρας, λαμβάνοντας έτσι υπόψη το σύνολο σχεδόν των μεταβολών στην τιμολόγηση των αγαθών. Όπως επισήμαναν, τα δεδομένα του Παρατηρητηρίου Τιμών είναι ενδεικτικά, μεταξύ μέγιστης και ελάχιστης τιμής εμφανίζουν μεγάλη διακύμανση και αποσκοπούν στο να περιγράψουν την τάση σε ό,τι αφορά την εξέλιξη των τιμών και όχι να προσδιορίσουν τιμές.