Το χρόνιο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας, όμως, είναι ότι η πρόοδος στα έργα αυτά γίνεται με ρυθμό… χελώνας, διότι επικρατεί η άποψη ότι πρέπει όλα να γίνουν με την παρέμβαση, επίβλεψη, χρηματοδότηση και τον αποκλειστικό έλεγχο του δημοσίου. Κατά συνέπεια, έργα τα οποία θα έπρεπε να γίνονται σε ένα, δυο ή τρία χρόνια πραγματοποιούνται σε βάθος δεκαετιών, λόγω έλλειψης κεφαλαίων για συγχρηματοδότηση με την ΕΕ, αλλά και εξ αιτίας της ανεπάρκειας των δημόσιων υπηρεσιών στην απορρόφηση των κοινοτικών πόρων.

‘Αλλος σημαντικός λόγος είναι η δομική ανικανότητα του δημοσίου να κινηθεί σε παραγωγικούς ρυθμούς, λόγω της μάστιγας της συναρμοδιότητας μεταξύ υπουργείων, δημοσίων οργανισμών, τοπικής αυτοδιοίκησης κλπ.

Τα τελευταία χρόνια καταλυτική είναι και η παρέμβαση του Συμβουλίου Επικρατείας, το οποίο έχει επεκτείνει τις συνταγματικές του αρμοδιότητες και στην ουσιαστική παρέμβαση στις αποφάσεις της εκτελεστικής εξουσίας, κρίνοντας πλέον -πέραν της συνταγματικότητας των νόμων και πράξεων της διοίκησης- και την ουσία τους, χωρίς να έχει την ικανότητα και την αρμοδιότητα για το έργο αυτό.

‘Ολοι ασχολούνται με όλα σε μια προσπάθεια να αποκτήσουν αξία, αναγνωρισιμότητα, επιρροή και οτιδήποτε άλλο ήθελε προκύψει μέσα από αυτές τις διαδικασίες παρέμβασης εγκρίσεων και αδειοδοτήσεων.

Αν σε αυτά προσθέσουμε και την μονομέρεια της γενικότερης οικονομικής πολιτικής, με τα «σύνδρομα ελλειμματομανίας» από τα οποία διακατέχεται την τελευταία εικοσαετία, που καταλήγουν στην ακύρωση των δημόσιων επενδύσεων ως μόνης εύκολης λύσης για τη μείωση των ελλειμμάτων, τότε αντιλαμβάνεται κανείς ότι τα μεγάλα έργα αποτελούν ένα αναπτυξιακό «ανέκδοτο». Κι αυτό γιατί, όταν και αν πραγματοποιηθούν, θα έχουν χάσει μεγάλο μέρος των πολλαπλασιαστικών τους αποτελεσμάτων, σε σχέση με άλλες χώρες στην περιφέρεια της ΕΕ.

Οι υψηλοί αναπτυξιακοί ρυθμοί της ελληνικής οικονομίας την τελευταία δεκαετία, που στηρίχθηκαν κατά τα 2/3 στην αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης και κατά το 1/3 στην αύξηση της οικοδομής, αποκλειστικά και μόνο λόγω του υπερδανεισμού και της μαύρης οικονομίας, εξάντλησαν πλέον τα όριά τους. Ήδη από το 2009 προβλέπονται ρυθμοί ανάπτυξης κάτω του 2%, αν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα ανάπτυξης και εξωστρέφειας της πραγματικής οικονομίας.

Σε λίγο θα καταλήξουμε να κοιτάμε την πλάτη των νέων χωρών-μελών της ΕΕ (Βουλγαρίας, Ρουμανίας, Πολωνίας κλπ), καταλαμβάνοντας τις τελευταίες θέσεις στην οικονομική κατάταξη των ευρωπαϊκών χωρών.

Πρέπει άμεσα να αλλάξει η φιλοσοφία πραγματοποίησης των μεγάλων έργων και επενδύσεων στη βάση της παραδοχής ότι το δημόσιο δεν έχει την ικανότητα να τα μελετήσει, παρακολουθήσει, εκτελέσει και χρηματοδοτήσει. Το δημόσιο πρέπει να τα παραχωρήσει με διαφανείς διαδικασίες σε μεγάλους εγχώριους και ξένους επενδυτές υπό μορφή αυτοχρηματοδοτούμενων έργων, με την προκήρυξη μεγάλων δημόσιων διεθνών διαγωνισμών.

Οι συμπράξεις δημοσίου-ιδιωτικού τομέα υπήρξαν μια σωστή και φιλότιμη προσπάθεια του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών προς την κατεύθυνση αυτή. Πολύ φοβάμαι, όμως, ότι αναλώθηκαν σε μικρά έργα, που δεν έχουν την αναπτυξιακά κρίσιμη αναπτυξιακή μάζα και, κατά συνέπεια, θα έχουν ανεπαρκή πολλαπλασιαστικά οικονομικά αποτελέσματα.

Αλλαγή φιλοσοφίας

Οι επενδύσεις στα μεγάλα έργα και τις υποδομές είναι βέβαιο ότι θα βοηθήσουν το λιανικό εμπόριο, το οποίο ευρίσκεται σε κρίση διαρκείας, πλην όμως οι ρυθμοί και η φιλοσοφία πραγματοποίησής τους δεν επιτρέπουν αισιοδοξία.

Προς το παρόν, οι μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις λιανικού εμπορίου «βλέπουν» στο εξωτερικό, μεταφέροντας εκεί πόρους που στερούν την εγχώρια ανάπτυξη, οι δε μικρές επιχειρήσεις θα βρεθούν, δυστυχώς, σε δεινή οικονομική θέση, λόγω και της πρόσφατης διεθνούς κρίσης, αν δεν αλλάξει άμεσα το μίγμα της οικονομικής πολιτικής.