Η κυρίαρχη οικονομική θεωρία, ειδικά μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, υποστηρίζει –αντίθετα προς την έννοια και τις πρακτικές του προστατευτισμού– την άρση ή μείωση των περιορισμών ή των φραγμών στην ελεύθερη ανταλλαγή αγαθών μεταξύ κρατών, όπως δασμούς-προσαυξήσεις, και μη οικονομικούς φραγμούς, όπως οι κανόνες των αδειοδοτήσεων και οι ποσοστώσεις. Για τους υπερασπιστές της η «απελευθέρωση» του εμπορίου μειώνει το κόστος υπέρ του καταναλωτή, αυξάνει τον ανταγωνισμό και την αποτελεσματικότητα και κατευθύνει την οικονομική ανάπτυξη.

Oι επικριτές της «απελευθέρωσης» ισχυρίζονται ότι κοστίζει σε θέσεις εργασίας και ότι συμπιέζει τους μισθούς, επειδή μια εγχώρια αγορά κινδυνεύει από προϊόντα ή υπηρεσίες που είτε είναι κατώτερης ποιότητας και λιγότερο ασφαλή, καθώς δεν υποβάλλονται στους ίδιους ελέγχους ασφάλειας και ποιότητας ή επιδοτούνται άμεσα ή έμμεσα.

Η ολοκλήρωση της διαδικασίας αυτής σε παγκόσμιο επίπεδο, που έχει γίνει γνωστή ως «παγκοσμιοποίηση», διέθετε και ιδεολογική βάση: Η μεταφορά της παραγωγής προϊόντων έντασης εργασίας σε φθηνότερες αναπτυσσόμενες χώρες θα έφερνε πλούτο σε αυτές, ώστε οι λαοί τους να μπορούν να αγοράζουν τα πιο εξελιγμένα προϊόντα της Δύσης και συγχρόνως να διεκδικούν περισσότερα δικαιώματα, διευρύνοντας τη δημοκρατία και τελικά αυξάνοντας το κόστος «λειτουργίας» τους.

Βεβαίως, όπως γίνεται εύκολα κατανοητό, οι σχετικές διακρατικές διαπραγματεύσεις που λαμβάνουν χώρα στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), δεν υπακούν σε ηθικές αρχές αλλά στη δύναμη του ισχυρού και σπανίως είναι ισότιμες. Με λίγα λόγια, η απελευθέρωση του εμπορίου εκ μέρους των ισχυρότερων οικονομιών όσο προωθείται για τις εξαγωγές τους, τόσο περιορίζεται για τις εισαγωγές τους.

Αλλαγή συσχετισμών
Όμως τα πράγματα δεν πήγαν όπως το σχεδίαζαν οι θεωρητικοί. Οι δυο τελευταίες δεκαετίες απέδειξαν ότι οι αναπτυσσόμενες χώρες, με κεντρικά ελεγχόμενες οικονομίες, κατάφεραν όχι μόνο να κατακλύσουν τις αγορές με τα προϊόντα τους, αλλά να μεταγγίσουν τεχνογνωσία και να απειλήσουν την κυριαρχία των δυτικών οικονομιών, διατηρώντας παράλληλα χαμηλά το κόστος παραγωγής.

Όχι μόνο η Κίνα, ο βασικός ανταγωνιστής των οικονομιών των ΗΠΑ και της ΕΕ, αλλά και οι υπόλοιπες των BRICS+ διεκδικούν πλέον την κυριαρχία όχι μόνο σε παραδοσιακούς κλάδους, όπως η κλωστοϋφαντουργία και η μηχανουργία, αλλά και στην υψηλή τεχνολογία. Οι «παλιές» οικονομίες και περισσότερο η Ευρώπη αντιμετωπίζουν πλέον έντονο ανταγωνιστικό έλλειμμα, που το αποδίδουν σε πολύ συγκεκριμένες συμπεριφορές των τρίτων χωρών, οι οποίες δεν ακολουθούν είτε τις διμερείς συμφωνίες ή τις δεσμεύσεις σε παγκόσμιες συμφωνίες:
• Τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες τους παράγονται συχνά σε συνθήκες που δεν τηρούν τα στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα και τα διοικητικά και περιβαλλοντικά πρότυπα,
• οι εξαγωγικές επιχειρήσεις επιδοτούνται ή ενισχύονται με έμμεσες παρεμβάσεις,
• οι δημόσιες συμβάσεις λειτουργούν προστατευτικά για τους εγχώριους προμηθευτές, ενώ
• οι επιχειρήσεις διευκολύνονται κεντρικά προκειμένου να αποκτούν ολιγοπωλιακή δύναμη και παγκόσμια εμβέλεια.

Η περίπτωση της NAFTA
Η Βορειοαμερικανική Συμφωνία Ελεύθερων Συναλλαγών (NAFTA) τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1994 σε Καναδά, Μεξικό και ΗΠΑ, που κατάργησαν τους δασμούς μεταξύ τους. Στόχος ήταν η «προσάρτηση» του Μεξικού στις άλλες ιδιαίτερα ανεπτυγμένες οικονομίες ως νέα και προσοδοφόρα αγορά, βελτιώνοντας την μεξικανική οικονομία. Στο πλαίσιο της NAFTA, σε λίγα χρόνια το περιφερειακό εμπόριο τριπλασιάστηκε και οι διασυνοριακές επενδύσεις αυξήθηκαν δραστικά.

Ωστόσο, ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ θεώρησε τη συμφωνία επιζήμια για τις θέσεις εργασίας και τη μεταποίηση των ΗΠΑ και πέτυχε το 2020 την επαναδιαπραγμάτευση των όρων της, κάτι που μάλλον θα επαναλάβει στη νέα του θητεία. Εν τω μεταξύ, πριν λίγους μήνες και χωρίς προειδοποίηση η κυβέρνηση του Μεξικού επέβαλλε ξαφνικά νέους δασμούς σε πολλές εισαγωγές ενδυμάτων από τις ΗΠΑ.

Στην πρώτη του θητεία ο Ντόναλντ Τράμπ αύξησε τους δασμούς στους ηλιακούς συλλέκτες, στο χάλυβα, στο αλουμίνιο και σε άλλες πρώτες ύλες από την Κίνα –«Tariff Man» αποκαλούσε τον εαυτό του. Κατά τη διάρκεια της πρόσφατης προεκλογικής του εκστρατείας προχώρησε περισσότερο, προτείνοντας δασμούς 60% σε αγαθά από την Κίνα και έως 20% από οπουδήποτε αλλού εισάγουν οι ΗΠΑ. Για να «τιμωρήσει» δε την εταιρεία John Deere για τα σχέδια μεταφοράς μέρους της παραγωγής της στο Μεξικό, δεσμεύτηκε να φορολογήσει τις εξαγωγές της στις ΗΠΑ κατά 200% και γενικά τα μεξικανικά προϊόντα με δασμούς 100%.

Η Ευρώπη;
Το «βαρύ πυροβολικό» της ΕΕ, που απαντά στο οικονομικό, κοινωνικό και περιβαλλοντικό dubbing των τρίτων χωρών, ακούει στο όνομα CSRD. Πρόκειται για το νέο κανονιστικό πλαίσιο υποχρεωτικής υποβολής εκθέσεων βιωσιμότητας για όλες τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Ευρώπη. Εν τω μεταξύ, όμως, αναζητά τρόπους για να περιορίσει την ολοένα και μεγαλύτερη «πλημμύρα» προϊόντων μόδας δύο κινεζικών εταιρειών (Shein και Temu) σε ευρωπαϊκό έδαφος, μετά τη μεγάλη αύξηση των «αδασμολόγητων» ηλεκτρονικών πωλήσεων τους, που σε μεγάλο βαθμό παρακάμπτουν τους τελωνειακούς ελέγχους, καθώς δεν ξεπερνούν το όριο των 150 ευρώ. Εκτιμάται ότι μόνο στη Γερμανία καθημερινά φτάνουν 400.000 ξεχωριστά πακέτα της Temu και του οίκου μόδας Shein απευθείας από την Κίνα.

Οι πωλήσεις των δύο αυτών πλατφορμών, των οποίων τα αεροπορικά ταχυδρομικά έξοδα επιδοτούνται υποβοηθούμενες, απειλούν τους Ευρωπαίους ανταγωνιστές τους, που επιπλέον αντιμετωπίζουν υψηλότερο κόστος παραγωγής. Οι ευρωπαϊκές αρχές ασφαλείας, έχοντας εντοπίσει έναν αυξανόμενο αριθμό επικίνδυνων και παραποιημένων προϊόντων, που αποστέλλονται απευθείας στους καταναλωτές –καλλυντικά, παιχνίδια, ηλεκτρικές συσκευές και βεβαίως προϊόντα ένδυσης-υπόδησης–, αξιώνουν τη συμμόρφωση της κινεζικής παραγωγής με τα σχετικά ευρωπαϊκά πρότυπα.

Στις αρχές του 2024 η Ευρωπαϊκή Ένωση Παιχνιδιών διαπίστωσε κινδύνους για την ασφάλεια στο 95% των παιδικών παιχνιδιών που πωλούνται μέσω Temu. Η Γερμανική Ένωση Προστασίας Καταναλωτών έχει επανειλημμένα εκδώσει σχετικές προειδοποιήσεις. Παράλληλα ναρκοθετείται η κανονιστική παρέμβαση για τη μετατόπιση από τη «fast» στη «slow fashion» για περιβαλλοντικούς λόγους.

Τον Οκτώβριο του 2024 η πίεση στην Temu αυξήθηκε και πάλι, αφού η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ξεκίνησε επίσημη έρευνα σχετικά με το εμπορικό μοντέλο της πλατφόρμας αγορών, δεδομένου ότι ενοχοποιείται για παραπλανητικές εκπτώσεις στους πελάτες, για δημοσιεύσεις ψευδών κριτικών, για ανεπαρκείς πληροφορίες των προμηθευτών προς τους καταναλωτές και για τον «εθιστικό» σχεδιασμό της. Της είχε μάλιστα δοθεί προθεσμία μέχρι τις αρχές του Δεκεμβρίου, προκειμένου να προτείνει τα λεγόμενα «διορθωτικά μέτρα» και να κάνει προσαρμογές στο επιχειρηματικό της μοντέλο. Εάν δεν συμμορφωθεί, η πλατφόρμα θα αντιμετωπίσει βαριά πρόστιμα.

Τα μέτρα που εξετάζονται (ώστε να μην προσκρούουν στο διεθνές δίκαιο και τον ΠΟΕ) περιλαμβάνουν έναν νέο φόρο στα έσοδα των πλατφορμών ηλεκτρονικού εμπορίου και ένα διοικητικό τέλος διαχείρισης ανά αντικείμενο, που θα καταστήσει τις περισσότερες αποστολές λιγότερο ανταγωνιστικές. Το εκτελεστικό όργανο της ΕΕ έχει ήδη προτείνει να καταργηθεί το όριο των 150 ευρώ ανά παραγγελία, κάτω από το οποίο τα δέματα απαλλάσσονται από τους τελωνειακούς δασμούς –ένα βήμα που κάνουν και οι ΗΠΑ–, αλλά κάτι τέτοιο θα αυξήσει υπέρογκα τον φόρτο εργασίας των ήδη υπερφορτωμένων τελωνειακών υπαλλήλων.

Φυσικά ένα τέτοιο τέλος θα εφαρμοζόταν σε κάθε διαδικτυακό λιανοπωλητή που αποστέλλει σε πελάτες της ΕΕ απευθείας από τρίτες χώρες, πράγμα που δεν θα ενοχλούσε περιπτώσεις εταιρειών με έδρα τις ΗΠΑ, όπως η Amazon, οι οποίες χρησιμοποιούν κέντρα πωλήσεων που εδρεύουν στην Ευρώπη.