Μπήκαμε από καιρό στο φθινόπωρο και παρακολουθούμε, σε ένα φυσικό σκηνικό μελαγχολίας, με κάποια ψήγματα ελπίδας να αγωνίζονται να επιβιώσουν, τις συνεχιζόμενες προσπάθειες χειραγώγησης της κοινής γνώμης, ώστε να αποδεχτεί μοιρολατρικά την καταστροφή κάθε έκφρασης κοινωνικού κράτους.

Στο κέντρο τής καλά στημένης αυτής επιχείρησης βρίσκεται η ιστορία της φοροδιαφυγής. Με τους ελέγχους του ΣΔΟΕ στα νησιά, τις λίστες με πολίτες που έχουν βγάλει λεφτά στην Ελβετία, τις ανακοινώσεις ονομάτων γνωστών καλλιτεχνών που έχουν δηλώσει αστεία ποσά ως εισόδημα, και άλλα πολλά, χτίζεται η βάση.

Πάνω σε αυτή αναπτύσσονται τα σχετικά ρεπορτάζ, όπου… ανίδεοι για το έγκλημα επαγγελματίες σχίζουν τα ιμάτιά τους για τη διαφθορά σε διάφορους κλάδους, για τον ρόλο των ελεγκτών της εφορίας, τη διαπλοκή με πολιτικούς, δικαστικούς και όσους συμμετείχαν στο μεγάλο φαγοπότι. Η επωδός είναι μία: αν δεν υπήρχε η φοροδιαφυγή, η χώρα μας θα ήταν ακόμη υπερήφανο μέλος της Ενωμένης Ευρώπης!

Στο ίδιο κλίμα κινούνται και τα σχόλια πολλών κυβερνητικών εκπροσώπων, που, κάνοντας πρώτα μια ανώδυνη άσκηση αυτοκριτικής («έχουμε όλοι ευθύνες») προχωρούν στην κατάθεση της άποψης πως «πρέπει επιτέλους να μπει ένα τέλος στην ασυδοσία και να χτίσουμε ένα κράτος που θα λειτουργεί εύρυθμα ώστε να μπορεί να κερδίσει τον σεβασμό και την εμπιστοσύνη των πολιτών». Επειδή σε όλα αυτά εμπεριέχονται στοιχεία αλήθειας, εκείνοι που τα υποστηρίζουν πιστεύουν πως θα καταφέρουν να μας πείσουν πως για την κατακρήμνιση της ανταγωνιστικότητας της χώρας μας, τη συνεχιζόμενη ύφεση, τους άνεργους χωρίς ελπίδα, την άρνηση επενδυτών να ασχοληθούν με εμάς, δεν φταίει ούτε το πώς εξελίχθηκε το μοντέλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ούτε οι δυνάμεις της οικονομίας που κερδοσκοπούν αδιαφορώντας για τα ανθρώπινα θύματα ούτε οι επιχειρήσεις (ελληνικές και ξένες), που χρηματοδότησαν τη διαφθορά, ούτε το χρηματοπιστωτικό σύστημα που όλοι αναγνωρίζουν πως έχει εξελιχθεί στον ρυθμιστή των εξελίξεων αλλά οι μισθωτοί και συνταξιούχοι που «έκλεβαν» το κράτος όταν δεν ζητούσαν απόδειξη από τον υδραυλικό και οι εστιάτορες, που δεν έδιναν απόδειξη σε Έλληνες και ξένους τουρίστες.

Είναι τεράστιο το θράσος εκείνων που εξακολουθούν να μας λένε πως η κρίση δεν είναι οικονομική αλλά ηθική. Και δεν εννοούν, φυσικά, την ηθική ευθύνη που έχουν όσοι κερδοσκόπησαν και κερδοσκοπούν εις βάρος εκείνων που εργάζονται, δημιουργούν, μοιράζονται και ελπίζουν. Εννοούν, όπως είπε και πρόσφατα σε εκδήλωση του ΣΕΒΤ ο υφυπουργός κ. Α. Σκορδάς, πως δεν θα είχαμε κρίση αν δεν είχαμε μάθει να καταναλώνουμε περισσότερα από όσα βγάζουμε, παίρνοντας δάνεια από τις τράπεζες, κάνοντας διακοπές στη Μύκονο και οδηγώντας ακριβά αυτοκίνητα! Δηλαδή, εξακολουθούμε ακόμη και σήμερα να προσπαθούμε να ορίσουμε τους πολίτες ως συνυπεύθυνους μιας εξέλιξης που καθοδηγήθηκε από το ίδιο το οικονομικό σύστημα, αυτή της υπερκατανάλωσης.

Αυτό που μας λένε κάποιοι είναι: «Πώς τολμήσατε να ζητήσετε μερίδιο από τα υπερκέρδη, να πάρετε χρήματα από τις τράπεζες και να στηρίξετε την φούσκα που εκείνες δημιούργησαν, να απολαύσετε προνόμια που η κοινωνία μας είχε ταυτίσει με τα προνόμια μιας μειοψηφίας, να πάτε διακοπές σε νησιά που δεν είναι για μας, να πάρετε αυτοκίνητα ίδια με τα δικά μας, να έχετε ιδιοκτησία και ακίνητα, να απαιτείτε καλύτερες συνθήκες δουλειάς, ασφάλιση, περίθαλψη κοκ; Τώρα ήρθε ο λογαριασμός και πρέπει να μας πείτε κι εσείς το «ουδείς αναμάρτητος», να αυτομαστιγωθείτε και να ελπίζετε πως θα φανούμε μεγαλόψυχοι ώστε να σας δώσουμε σανίδα σωτηρίας πριν αποφασίσετε πως δεν υπάρχει επιστροφή». Αν μη τι άλλο, ζούμε σε ενδιαφέρουσες εποχές και αξίζει να ζει κανείς για να παρακολουθεί αλλά και να συμβάλλει στις εξελίξεις.