Το «σ.σ.» παρουσιάζει μία άκρως ενδιαφέρουσα γνωμοδότηση για τις πωλήσεις κάτω του κόστους. Πρόκειται για την τοποθέτηση του καθηγητή του Εμπορικού Δικαίου κ. Ν. Κ. Ρόκα σχετικά με την επίμαχη ρύθμιση (άρθρο 24) του ν. 2941/2001, που αφορά στην απαγόρευση των πωλήσεων κάτω του τιμολογιακού κόστους, τοποθέτηση στην οποία στήριξε την επιχειρηματολογία της γνωστή αλυσίδα του λιανεμπορίου ενώπιον του δικαστηρίου, πετυχαίνοντας τελικά την αθώωσή της.
Μία άκρως ενδιαφέρουσα γνωμοδότηση για τις πωλήσεις κάτω του κόστους παρουσιάζει στο τεύχος αυτό το «σ.σ.». Πρόκειται για την τοποθέτηση του καθηγητή του Εμπορικού Δικαίου κ. Ν. Κ. Ρόκα σχετικά τη την επίμαχη ρύθμιση (άρθρο 24) του ν. 2941/2001, που αφορά στην απαγόρευση των πωλήσεων κάτω του τιμολογιακού κόστους, τοποθέτηση στην οποία στήριξε την επιχειρηματολογία της γνωστή αλυσίδα του λιανεμπορίου ενώπιον του δικαστηρίου, πετυχαίνοντας τελικά την αθώωσή της.
Με τη γνωμοδότησή του ο καθηγητής κ. Ρόκας επιχειρεί να ερμηνεύσει το νέο καθεστώς που ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 2002, το οποίο χαρακτηρίζει ως «διεθνώς μοναδικό» και επισημαίνει ότι μόνο η γραμματική ερμηνεία τής εν λόγω διάταξης δεν οδηγεί σε ασφαλή συμπεράσματα, αφού η ρύθμιση αντιμάχεται τις βασικές αρχές του δικαίου του ανταγωνισμού, ενώ δεν συμβιβάζεται και προς τις γενικές αρχές του Δικαίου.
Ο κ. Ρόκας συμπερασματικά αναφέρει στη γνωμάτευσή του ότι οι πωλήσεις κάτω του τιμολογιακού κόστους, αλλά άνω του πραγματικού δεν αντιβαίνουν στο άρθρο 24 παρ. 1 του ν. 2941/2001, ενώ ο πωλήσεις κάτω του πραγματικού κόστους είναι παράνομες μόνο εφόσον συντρέχουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Ως τέτοιες αναφέρει τη διακινδύνευση ορισμένης αγοράς ή το ενδεχόμενο να θίγονται κατά τρόπο ουσιώδη οι αρχές του ανταγωνισμού ή τα συμφέροντα των καταναλωτών.
Την άτυπη συμφωνία των ΣΕΒΤ και ΣΕΣΜΕ περί αναγραφής όλων των εκπτώσεων στα τιμολόγια αγοράς ο κ. Ρόκας τη χαρακτηρίζει ως μη νόμιμη, «διότι ενέχει έμμεση παρότρυνση για παράβαση της απαγόρευσης καθορισμού των τιμών, πράξη η οποία αντιβαίνει στο νόμο περί προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού» (ν. 703/1977 όπως ισχύει). Μάλιστα υπογραμμίζει ότι οι δεσμεύσεις των δύο φορέων πρέπει να προσαρμοστούν στο πλαίσιο της σωστής ερμηνείας του αρ. 24 παρ. 1 του ν. 2941/2001, η οποία θέτει ως βάση το πραγματικό και όχι το τιμολογιακό κόστος.
Σύμφωνα με τον κ. Ρόκα, «η απαιτούμενη από τον νόμο αναγραφή των εκπτώσεων στο τιμολόγιο αποτελεί έναν –ενδεχομένως τον πλέον συνηθισμένο– τρόπο απόδειξης των εκπτώσεων ή και άλλων παροχών, όχι όμως τον μοναδικό, με αποτέλεσμα η επιχείρηση να μπορεί να επικαλείται και άλλα έγγραφα, για να αποδείξει ότι δεν προβαίνει σε πωλήσεις κάτω του κόστους».
Σε άλλο σημείο της γνωμοδότησής του ο καθηγητής αναζήτησε τους λόγους για τους οποίους ο νομοθέτης επιχείρησε να απαγορεύσει τις πωλήσεις κάτω του τιμολογιακού κόστους, μη αποδεχόμενος ωστόσο τη συλλογιστική αυτή, ενώ αναφερόμενος στους μηχανισμούς του Υπουργείου Ανάπτυξης και των νομαρχιών υπογράμμισε ότι δεν είναι σε θέση να διαπιστώσουν αν σε κάθε περίπτωση καταγγελίας πληρούνται οι «αόριστες νομικές έννοιες» που αφορούν τη διακινδύνευση μιας αγοράς, την καταστρατήγηση του νομικού πλαισίου περί ελεύθερου ανταγωνισμού και τη μη εφαρμογή των διατάξεων περί προστασίας των έννομων συμφερόντων των καταναλωτών.
Αναφερόμενος τέλος στην ουσία του ρύθμισης, υποστηρίζει μεταξύ άλλων ότι μόνο το γεγονός ότι μία οικονομικά ισχυρή επιχείρηση πωλεί τα προϊόντα της με τιμές κάτω του κόστους, με αποτέλεσμα την απόσπαση πελατών από άλλους οικονομικά ασθενέστερους ανταγωνιστές, δεν αρκεί για να καταστήσει την πράξη απαγορευμένη. Ο κ. Ρόκας διαχωρίζει τις μικρές αποκλίσεις από τις τιμές που πωλούν οι άλλοι ανταγωνιστές, από τις ουσιώδεις αποκλίσεις από τις τιμές αγοράς, τις οποίες οι άλλοι ανταγωνιστές αδυνατούν πραγματικά να ακολουθήσουν και επισημαίνει ότι αθέμιτη μπορεί να είναι η πώληση κάτω του κόστους όταν γίνεται σε υπερβολική έκταση και βαθμό, με αποτέλεσμα τη διακινδύνευση της υπόστασης του ανταγωνισμού ή του σχετικού κλάδου.
Η γνωμοδότηση
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της γνωμοδότησης του καθηγητή του κ. Ν. Κ. Ρόκα περί των πωλήσεων κάτω του κόστους:
Ιστορικό – ερώτημα
- Μου τέθηκαν υπόψη τα εξής πραγματικά περιστατικά:
1. Διεθνής αλυσίδα πολυκαταστημάτων (supermarket) με την επωνυμία * ανήκει στα οικονομικά ισχυρότερα πολυκαταστήματα που λειτουργούν στην Ελλάδα, με μερίδιο αγοράς σε τρόφιμα και είδη παντοπωλείου που ανέρχεται περίπου στο 5,11%.
2. Βασική επιλογή της οικονομικής πολιτικής που ακολουθεί η εταιρεία, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς, είναι να προσφέρει τα είδη της σε όσο το δυνατό φθηνότερες τιμές. Πράγματι, η εταιρεία πωλεί ορισμένα είδη της ελαφρώς φθηνότερα απ' ό,τι άλλα μεγάλα πολυκαταστήματα. Για να είναι σε θέση να προσφέρει τις τιμές αυτές, η εταιρεία έχει διαθέσει μεγάλα κεφάλαια, που άλλα ελληνικά πολυκαταστήματα δεν θέλουν ή δεν είναι σε θέση να διαθέσουν. Τα κεφάλαια αυτά έχουν μεταξύ άλλων, επενδυθεί για την αγορά πολύ μεγάλων χώρων, στους οποίους μπορεί να προσφέρονται και περισσότερα είδη απ' όσα προσφέρουν οι ανταγωνιστές και μεγαλύτερος όγκος αγαθών, καθώς και για τη δημιουργία πολλών σημείων πώλησης πανελλαδικά που επιτρέπουν πολλά κανάλια διανομής των προϊόντων των προμηθευτών.
3. Μια άλλη συνέπεια του μεγάλου αριθμού πωλήσεων που η εταιρεία είναι σε θέση να πραγματοποιεί λόγω του μεγέθους της, είναι η επίτευξη καλύτερων τιμών αγοράς από τους προμηθευτές της. Πράγματι, οι παρεχόμενες από τους προμηθευτές εκπτώσεις και άλλες παροχές που τελούν σε σχέση με την εκ μέρους της εταιρείας προώθηση των εμπορευμάτων των προμηθευτών, τελούν σε συνάρτηση με την ποσότητα των αγοραζόμενων εμπορευμάτων. Εντούτοις, σύμφωνα με την πρακτική που ακολουθεί η εταιρεία, αλλά και άλλα μεγάλα πολυκαταστήματα, οι εκπτώσεις και οι παροχές δεν αναγράφονται στα τιμολόγια αγοράς αλλά είτε παρακρατούνται από την πληρωμή κάθε μήνα είτε εκδίδεται από τους προμηθευτές πιστωτικό τιμολόγιο ίσο με το ποσό της έκπτωσης είτε η εταιρεία εκδίδει ισόποσο τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών. Η πρακτική αυτή έχει ως αποτέλεσμα να υπάρχει διάσταση τιμολογιακού κόστους και πραγματικού κόστους, καθότι δεν εμφαίνεται από το τιμολόγιο το πραγματικό κόστος αγοράς των εμπορευμάτων από τους προμηθευτές. Συνεπώς, για να ευρεθεί το πραγματικό κόστος αγοράς, θα πρέπει να αφαιρεθούν από το τιμολογιακό κόστος οι εκπτώσεις και οι άλλες παροχές. Η εταιρεία πωλεί πράγματι ορισμένα εμπορεύματα κάτω του τιμολογιακού κόστους, ποτέ όμως κάτω του πραγματικού. Σημειωτέον ότι και οι προμηθευτές επιθυμούν να μην εμφαίνονται στα τιμολόγια οι παρεχόμενες από αυτούς εκπτώσεις και οι άλλες παροχές, ώστε να μην υφίστανται την πίεση ορισμένων μικρότερων πολυκαταστημάτων, τα οποία απαιτούν να προσφέρονται οι ίδιες τιμές σε όλους.
4. Η νέα διάταξη του αρ. 24 παρ. 1 ν. 2941/2001, με ισχύ από 1.1.2002 φαίνεται ότι ικανοποιεί την επιθυμία των μικρότερων πολυκαταστημάτων που λόγω του μικρότερου όγκου των πωλήσεών τους δεν μπορούν να επιτύχουν τις εκπτώσεις και παροχές που επιτυγχάνουν τα μεγαλύτερα πολυκαταστήματα. Πράγματι, η διάταξη αφενός απαγορεύει τη λιανική πώληση εμπορευμάτων κάτω του κόστους, όταν τίθεται σε διακινδύνευση ορισμένη αγορά ή θίγονται κατά τρόπο ουσιώδη οι αρχές του ανταγωνισμού και τα συμφέροντα των καταναλωτών, αφετέρου θεωρεί ως κόστος αγοράς το τιμολογιακό κόστος.
5. Ο Σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων (ΣΕΒΤ) και ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων Σούπερ Μάρκετ Ελλάδος (ΣΕΣΜΕ) ανέλαβαν έναντι του υπουργού ανάπτυξης, μεταξύ άλλων, τη δέσμευση να προσαρμόσουν την εκπτωτική και τιμολογιακή τους πολιτική στις διατάξεις της νέας ρύθμισης και να μεταφέρουν στο τιμολόγιο ή σε αντίστοιχη μείωση του τιμοκαταλόγου των προμηθευτών το ποσοστό των υπερβολικών παροχών και εκπτώσεων.
6. Για την εταιρεία είναι πολύ σημαντικό να μπορεί να συνεχίσει να εφαρμόζει την ίδια πολιτική, να μην είναι δηλαδή υποχρεωμένη να εμφανίζει στα τιμολόγια αγοράς τις εκπτώσεις και τις παροχές των προμηθευτών της, λαμβανομένου υπόψη και ότι ορισμένες από αυτές υπολογίζονται βάσει των πωλήσεων σε μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα (π.χ. σε τριμηνιαία ή ετήσια βάση), οπότε εκ των πραγμάτων δεν είναι δυνατή η εμφάνιση των εκπτώσεων και παροχών αυτών σε κάθε τιμολόγιο αγοράς. Η εταιρεία θεωρεί επίσης ότι, αν γινόταν δεκτό ότι οι προμηθευτές οφείλουν να παρέχουν σε όλους τις ίδιες εκπτώσεις και παροχές, τούτο θα είχε ως συνέπεια τη στέρηση ενός βασικού ανταγωνιστικού της πλεονεκτήματος.
- Ενόψει των παραπάνω μου τέθηκε το ερώτημα, αν η λιανική πώληση εμπορευμάτων σε τιμές κάτω του τιμολογιακού αλλά όχι κάτω του πραγματικού κόστους, αντίκειται στη διάταξη του αρ. 24 παρ. 1 ν. 2941/2001.
Απάντηση
Η απάντηση στο τεθέν ως άνω ερώτημα προϋποθέτει την ένταξη της νέας ρύθμισης στο όλο δίκαιο του ανταγωνισμού, προς τις βασικές αρχές του οποίου πρέπει να προσαρμοσθεί η ερμηνεία της. Πράγματι, η νομιμότητα των πωλήσεων κάτω του κόστους είναι ένα βασικό ζήτημα του δικαίου του ανταγωνισμού, το οποίο συζητείται διεθνώς. Το θέμα αυτό είχε απασχολήσει και την ελληνική νομολογία και βιβλιογραφία ήδη πριν την εισαγωγή της νομοθετικής ρύθμισης. Νέα όμως ζητήματα δημιουργήθηκαν με την εισαγωγή της διάταξης του αρ. 24 παρ. 1 ν. 2941/2001, τα οποία χρήζουν έρευνας.
Πριν την αναφορά στο ζήτημα της νομιμότητας των πωλήσεων κάτω του κόστους και των προϋποθέσεων εφαρμογής του αρ. 24 παρ. 1 ν. 2941/2001 (παρακάτω υπό ΙΙ και ΙΙΙ ), σκόπιμη είναι η διευκρίνιση ορισμένων προκαταρκτικών ζητημάτων (παρακάτω υπό Ι ).
Ι. Προκαταρκτικά ζητήματα
Τα προκαταρκτικά ζητήματα, στα οποία θα γίνει σύντομη αναφορά, αφορούν τη σημασία και τις συνέπειες του ανταγωνισμού (παρακάτω υπό Α) και την έκταση και τα όρια της ελεύθερης διαμόρφωσης των τιμών (παρακάτω υπό Β).
Α. Σημασία και συνέπειες του ανταγωνισμού
Θεμέλιο της σύγχρονης οικονομίας της αγοράς είναι η δυνατότητα απρόσκοπτης λειτουργίας του ανταγωνισμού (για τις λειτουργίες του ανταγωνισμού βλ. Λιακόπουλο. Η οικονομική ελευθερία αντικείμενο προστασίας στο δίκαιο του ανταγωνισμού, 1981, σ. 3 επ.). Η λειτουργία του οικονομικού ανταγωνισμού έχει ως ενδεχόμενη συνέπεια την απόσταση πελατείας από τους ανταγωνιστές. Πράγματι, κανείς δεν έχει δικαίωμα διατήρησης της θέσης του στην αγορά, έστω και αν τούτο έχει ως αποτέλεσμα την βλάβη των ανταγωνιστών ή και την εκτόπισή τους από την αγορά. Τούτο ισχύει και στην περίπτωση που η βλάβη ή η εκτόπιση ανταγωνιστών από την αγορά προέρχεται από οικονομικά ισχυρές επιχειρήσεις, οι οποίες, όπως είναι φυσικό, λόγω των κεφαλαίων που διαθέτουν, πλεονεκτούν έναντι των ασθενέστερων, διότι είναι σε θέση να επενδύουν μεγάλα κεφάλαια για την απόσπαση του πελάτη, όπως με τη χρήση έντονων διαφημίσεων, την οργάνωση άρτιων δικτύων διανομής, την προσφορά φθηνότερων τιμών κ.α. Η απόσπαση πελατών από μικρότερες επιχειρήσεις μπορεί μεν να έχει σκληρές συνέπειες γι' αυτές, είναι όμως απόρροια της ίδιας της φύσης του ανταγωνισμού, από τη λειτουργία του οποίου επέρχονται άλλα, μείζονος σημασίας πλεονεκτήματα για τη ολότητα και τους καταναλωτές. Πράγματι, η «επιλεκτική… διαδικασία του ανταγωνισμού αποτελεί κίνητρο προς βελτίωση της ποιότητας των προσφερομένων αγαθών και διατηρήσεως των τιμών εις λογικά επίπεδα…» (Ν. Ρόκας, Αθέμιτος Ανταγωνισμός, 1975, σ. 3).
Οι θέσεις αυτές, μολονότι αυτονόητες και γενικά αποδεκτές, φαίνεται ότι δεν έχουν κατανοηθεί απόλυτα στην εφαρμογή τους, γι' αυτό και διαφαίνεται, τόσο από την πολιτεία όσο και από ορισμένη μερίδα της νομολογίας, η τάση ιδιότυπου προστατευτισμού των μικρότερων επιχειρήσεων έναντι καθ' όλα θεμιτών πρακτικών μεγάλων επιχειρήσεων, με το πρόσχημα της δήθεν «αντίθεσης στα χρηστά ήθη», καθ' όλα νόμιμων μέσων ανταγωνισμού, εφ' όσον προέρχονται από οικονομικά ισχυρές επιχειρήσεις. Η αντίληψη αυτή είναι και εκτός των πλαισίων της έννομης και συνταγματικής και κοινοτικής τάξης αλλά και επικίνδυνη, διότι θέτει αυθαίρετα «κοινωνικούς» περιορισμούς στην επιχειρηματική ελευθερία. Περιορισμοί όμως στην οικονομική ελευθερία μπορούν να τίθενται μόνο στα πλαίσια του ν. 146/1914 «περί αθεμίτου ανταγωνισμού», του ν. 703/1977 «περί ελέγχου μονοπωλίων και ολιγοπωλίων και προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού» και του ισχύοντος καθεστώτος της οικονομίας της αγοράς. Αλλά και όταν ο ίδιος ο νόμος θέτει περιορισμούς σε οποιανδήποτε έκφανση της επιχειρηματικής ελευθερίας, αυτή θα πρέπει να είναι ουσιαστικά και αντικειμενικά δικαιολογημένη, διαφορετικά θα έρχεται σε αντίθεση προς το Σύνταγμα (ιδίως το αρ. 5 Συντ.) και την κοινοτική έννομη τάξη. Αποτελεί εξάλλου πάγια θέση ότι μόνο το γεγονός της κατοχής, ακόμα και δεσπόζουσας θέσης στην αγορά και της άσκησης μιας οικονομικής πολιτικής που μόνο επιχειρήσεις τέτοιου μεγέθους μπορούν να ασκήσουν, δεν συνιστά ούτε «αθέμιτη» πράξη ανταγωνισμού ούτε κατάχρηση οικονομικής ισχύος. Για να συμβαίνει τούτο θα πρέπει να συντρέχουν και άλλα, πρόσθετα, περιστατικά, τα οποία προβλέπονται στις διατάξεις των προαναφερθέντων νομοθετημάτων.
Β. Η αρχή της ελεύθερης διαμόρφωσης των τιμών
Η ελευθερία κάθε επιχειρηματία να διαμορφώνει ελεύθερα τις τιμές των προσφερόμενων από αυτόν αγαθών και υπηρεσιών πηγάζει από τη φύση του ίδιου του ανταγωνισμού. Πράγματι, η τιμή και η ποιότητα, είναι τα δύο καθοριστικά μέτρα σύγκρισης των διαφόρων αγαθών και υπηρεσιών που προσφέρονται στην αγορά. Βάσει των στοιχείων αυτών καλείται ο καταναλωτής να εκδηλώσει την προτίμησή του για τα προϊόντα που θα επιλέξει. Εκείνος, ο οποίος μπορεί και προσφέρει φθηνότερα και καλύτερα προϊόντα, θα επικρατήσει, έστω και αν τούτο έχει ως συνέπεια τον παραγκωνισμό των άλλων ανταγωνιστών, αφού αυτή είναι η ουσία του ελεύθερου ανταγωνισμού, να επικρατεί δηλαδή ο καλύτερος και ο φθηνότερος (βλ. και Baumbach/Hefermehl, Weflbewerbsrecht, 22η έκδ., 2001, παρ. 1 UWG παρατ. 252: «Μια «δίκαια» τιμή, η οποία θα επέτρεπε τη διατήρηση όσο το δυνατόν περισσότερων επιχειρήσεων, θα ήταν η τιμή που θα εισέπραττε η ολότητα για τους ανίκανους και τους ατυχήσαντες. Με μια τέτοια τιμή δεν μπορεί να συντηρηθεί ή να προοδεύσει καμία οικονομία, ενόψει και του ότι τούτο θα είχε ως συνέπεια την τεράστια αύξηση των τιμών… Η ελευθερία κατά τη διαμόρφωση των τιμών είναι το κίνητρο για τον δραστήριο έμπορο, καθιστά δε τον ελεύθερο ανταγωνισμό ωφέλιμο για τον καταναλωτή και την ολότητα»).
Ως εκ τούτου γίνεται παγίως δεκτό ότι η μείωση των τιμών είναι όχι μόνο θεμιτό μέσο ανταγωνισμού αλλά σύμφυτο στοιχείο του και ευπρόσδεκτο αποτέλεσμά του (βλ. Ν. Ρόκα, ο.π. σ. 91 με παραπομπές στη σύμφωνη νομολογία στη σημ. 1: «Εφόσον η ουσία του ελεύθερου ανταγωνισμού συνίστανται εις την ίδια της ποιότητας και της διαμορφώσεως της τιμής των προϊόντων κτήσιν ή απόσπασιν πελατών, έπεται, ότι και η υπό συναγωνιζόμενου προς σκοπόν ανταγωνισμού μείωσις των τιμών αποτελεί κατά βάσιν θεμιτό μέσον ανταγωνισμού, έστω και αν ούτω πλήττονται ή εκτοπίζονται εκ της αγοράς οι λοιποί ανταγωνισταί», ομοίως Κοτσίρης, Δίκαιο ανταγωνισμού, 3η εκδ., 2000, σ. 137, Λιακόπουλος, Βιομηχανική ιδιοκτησία, 5η εκδ., 2000, σ. 425 επ. με παραπομπές, Σελέκος. Η υποτίμηση ως αθέμιτος ανταγωνισμός, Ενθύμημα Α. Αργυριάδη, ΙΙ, 1996, σ. 837 επ., Τριανταφυλλάκης, εις: Αθέμιτος ανταγωνισμός, επιμέλεια ύλης, Ν. Κ. Ρόκας, 1996. σ. 203 επ. βλ. και παρατ. Baumbach/Hefermehl, ο.π., παρ. 1 UWG παρατ. 871: «Η μείωσης των τιμών δεν παρεμποδίζει κατά βάση τη σύγκριση των προϊόντων ούτε παραλύει τον ανταγωνισμό, αλλά, αντίθετα, τον ενισχύει και τον αναζωογονεί»).
ΙΙ. Η νομιμότητα των πωλήσεων κάτω του κόστους με βάση τον ν. 146/1914
Συνέπεια της αποδοχής της αρχής της ελεύθερης διαμόρφωσης των τιμών είναι ότι ο επιχειρηματίας είναι κατ' αρχήν ελεύθερος να πωλεί ακόμα και κάτω του κόστους, χωρίς η πράξη αυτή να προσκρούει στο αρ. 1 ν. 146/1914 (βλ. όλες τις παραπάνω υπό Ι, Β παραπομπές, κρατούσα γνώμη και στη γερμανική νομολογία και βιβλιογραφία, βλ. Baumbach/Hefermehl, ο.π., παρ. 1 UWG παρατ. 256: «Εφόσον ένας ανταγωνιστής μειώσει τις τιμές του, πρέπει και οι ανταγωνιστές του να μειώσουν τις τιμές, για να μείνουν ανταγωνίσιμοι. Όποιος απαγορεύει τούτο, παραγνωρίζει την ενυπάρχουσα δυναμική στον ανταγωνισμό. Ως εκ τούτου ακόμα και η πώληση με πραγματική ζημία… δεν είναι κατά βάση αθέμιτη», βλ. επίσης τις παραπομπές στη σελ. 638).
Μόνο με τη συνδρομή ειδικών περιστατικών μπορεί να χαρακτηρισθεί η μείωση των τιμών πράξη αθέμιτη, όταν δηλαδή βασικός στόχος του ανταγωνιζομένου δεν είναι η άσκηση μιας πολιτικής φθηνών τιμών αλλά η εξουθένωση συγκεκριμένου ανταγωνιστή. Η θέση αυτή γίνεται δεκτή και από τη νομολογία (βλ. ΑΠ 15/1972, ΕΕΝ 39.298. Εφ. Αθ. 296/1074, Αρμ. 1974, 399, βλ. και Baumbach/Hefermehl, ο.π., παρ. 1 UWG παρατ. 255: «Όποιος έχει έχει ως πρωταρχικό στόχο στον ανταγωνισμό τον εξοβελισμό του ανταγωνιστή, ενεργεί αθέμιτα… Εν αμφιβολία πάντως πρέπει να ξεκινήσει κανείς από το ότι εκείνος, ο οποίος μειώνει τις τιμές του, το μόνο που επιδίωκε, ήταν να υπερφαλαγγίσει τον ανταγωνιστή του, πράγμα που μπορεί να έχει ως ενδεχόμενη συνέπεια ακόμα και τον εξοβελισμό του από την αγορά και όχι ότι κύριος σκοπός της μείωσης των τιμών ήταν η καταστροφή του ανταγωνιστή του»).
Γίνεται εντούτοις από μερίδα των συγγραφέων και της νομολογίας δεκτό ότι πέρα από την προαναφερθείσα περίπτωση, αθέμιτη μπορεί να είναι η πώληση κάτω του κόστους και όταν γίνεται σε υπερβολική έκταση και βαθμό, με αποτέλεσμα την διακινδύνευση της υπόστασης του ανταγωνισμού ή του σχετικού κλάδου (βλ. ενδεικτικά Λιακόπουλο, ο.κ., σ. 427-428 και τις παραπομπές στη σημ. 10). Μολονότι δηλαδή αποστολή του ν. 146/1914 δεν είναι η προστασία της δομής του ανταγωνισμού (έτσι Baumbach/Hefermehl, ο.π., παρ. 1 UWG παρατ. 871), γίνεται δεκτό, ότι λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης, η βλάβη του συνόλου των ανταγωνιστών μπορεί να είναι αθέμιτη. Με τις προϋποθέσεις αυτές δεν αποκλείεται και η πώληση σε τιμές κάτω του πραγματικού κόστους να είναι αθέμιτη, εφόσον διαπιστωθεί ότι με τον τρόπο αυτόν τίθεται σε κίνδυνο η υπόσταση της συγκεκριμένης αγοράς.
ΙΙΙ. Η νομοθετική ρύθμιση του ζητήματος της πώλησης κάτω του κόστους
Α. Ένταξη της διάταξης του αρ. 24 παρ. 1 ν. 2941/2001 στο σύστημα δικαίου και τρόπος ερμηνείας της.
Με τη θέσπιση του αρ. 24 παρ. 1 ν. 2941/2001 η πολιτεία ήθελε να θέσει όρια στην αρχή του ελεύθερου σχηματισμού των τιμών. Πράγματι, η διάταξη απαγορεύει, με τις παρακάτω (υπό Β) αναφερόμενες προϋποθέσεις, τη λιανική πώληση εμπορευμάτων σε τιμές κάτω του τιμολογιακού κόστους αγοράς. Σκοπός της διάταξης είναι η αντιμετώπιση στις οριζόντιες σχέσεις εμπορικών πρακτικών οικονομικά ισχυρών επιχειρήσεων που παρεμποδίζουν σε υπερβολικό βαθμό μικρότερες επιχειρήσεις, με απώτερο αποτέλεσμα την εξασφάλιση της σωστής λειτουργίας του ανταγωνισμού. Μεθοδολογικά δηλαδή το αρ. 24, όπως και η αντίστοιχη γερμανική διάταξη (βλ. παραπάνω υπό ειδικά Γ, Ι), ρυθμίζει περίπτωση συμπεριφοράς που εντάσσεται στους σκοπούς του ν. 703/1977 και η οποία δεν υπαγόταν μέχρι σήμερα σε αυτόν. Δεν πρόκειται συνεπώς για νομοθετικά ρυθμιζόμενη περίπτωση πράξης αθέμιτου ανταγωνισμού. Τούτο συνάγεται άλλωστε και από το ίδιο το γράμμα του νόμου, το οποίο, στην παρ. 4 αρ. 24 ορίζει ότι, τυπική προϋπόθεση για την επιβολή προστίμου από τον υπουργό ανάπτυξης λόγω παράβασης της διάταξης, είναι η προηγούμενη εισήγηση της επιτροπής ανταγωνισμού. Συνάγεται επίσης τούτο από την παρ. 1 αρ. 24, η οποία αναφέρεται στις «αρχές του ανταγωνισμού». Η διαπίστωση αυτή, ότι δηλαδή το αρ. 24 εντάσσεται συστηματικά στα πλαίσια των στόχων του ν. 703/1977, αποκτά ιδιαίτερη σημασία προκειμένου να ερμηνευθούν οι διατάξεις της νέας διάταξης. Και τούτο, διότι η ερμηνεία της διάταξης θα πρέπει να είναι σύμφωνη προς τους βασικούς σκοπούς του ν. 703/1977, οι οποίοι αναφέρονται στη σωστή λειτουργία του ανταγωνισμού και την αποφυγή της στρέβλωσής του, και να μην βαίνει ούτε πέραν των σκοπών αυτών ούτε να ρυθμίζει καταστάσεις άσχετες με τους στόχους του ν. 703/1977 (βλ. και Market, εις Immenga/Mestmacher, GWB, Kommentar zum Kasteligesetz, 3η έκδ., 2001, παρ. 20 παρατ. 296, ο οποίος θεωρεί ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι αόριστες έννοιες της αντίστοιχης γερμανικής διάταξης «πρέπει να ερμηνεύονται κατά τρόπο που να συνάδει προς την αρχή του ελεύθερου σχηματισμού των τιμών»).
Β. Προϋποθέσεις εφαρμογής του αρ. 24 παρ. 1
- Η πώληση εμπορευμάτων σε τιμές κάτω του κόστους αγοράς δεν είναι σύμφωνα με το αρ. 24 παρ. 1, πράξη per se απαγορευμένη. Η πράξη καθίσταται απαγορευμένη μόνο, όταν η πώληση κάτω του κόστους μπορεί να έχει ως συνέπεια τη διακινδύνευση της αγοράς ή την κατά τρόπο ουσιώδη προσβολή των αρχών του ανταγωνισμού και των συμφερόντων των καταναλωτών. Επομένως, μόνο το γεγονός ότι ορισμένη οικονομικά ισχυρή επιχείρηση πωλεί κάτω του κόστους, με αποτέλεσμα την απόσπαση πελατών από άλλους, οικονομικά ασθενέστερους ανταγωνιστές, δεν αρκεί για να καταστήσει την πράξη απαγορευμένη (βλ. και την από 4.4.1995 απόφαση γερμανικού ακυρωτικού, σχετικά με την ερμηνεία αντίστοιχης διάταξης της γερμανικής νομοθεσίας: «Μέτρα ανταγωνισμού προερχόμενα από επιχειρήσεις με υπέρτερη οικονομική δύναμη δεν θεωρούνται ανεπιεικής παρεμπόδιση μικρών και μεσαίων ανταγωνιστών εκ μόνου του λόγου ότι μπορούν να συμβάλουν στη μεταβολή της θέσης μικρών και μεσαίων ανταγωνιστών ή να εκτοπίσουν κατ' ιδίαν ανταγωνιστές ή ομάδες ανταγωνιστών. Και τούτο, διότι η συνέπεια αυτή είναι χαρακτηριστικό κάθε αποτελεσματικού ανταγωνισμού»). Απαγορευμένη καθίσταται η πράξη, όταν πρόκειται για ουσιώδεις αποκλίσεις από την τιμή της αγοράς, τις οποίες όλοι οι άλλοι ανταγωνιστές αντικειμενικά αδυνατούν να ακολουθήσουν, με συνέπεια την οικονομική τους εξουθένωση ή και την εξαφάνισή τους από την αγορά. Επομένως μικρές αποκλίσεις από τις τιμές που πωλούν οι άλλοι ανταγωνιστές, με συνέπεια την απλή παρενόχλησή τους και την απόσπαση από αυτούς, κάποιου όχι εξαιρετικά σημαντικού μεριδίου της αγοράς, δεν αρκεί για τη στοιχειοθέτηση της απαγόρευσης. Τούτο συνάγεται και από το ίδιο το γράμμα της παρ. 1 αρ. 24, το οποίο προϋποθέτει ότι για την εφαρμογή της πρέπει να θίγονται οι αρχές του ανταγωνισμού κατά τρόπο ουσιώδη. Και βέβαια, η απόσπαση του μεριδίου της αγοράς από τους ανταγωνιστές πρέπει να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις πωλήσεις κάτω του κόστους. Επομένως, αν ορισμένοι ανταγωνιστές περιέρχονται σε δύσκολη θέση, όχι τόσο λόγω των ελαφρώς φθηνότερων τιμών αλλά κυρίως λόγω άλλων πλεονεκτημάτων που προσφέρει μια μεγάλη επιχείρηση (π.χ. μεγάλη ποικιλία εμπορευμάτων, θέσεις πάρκινγκ, καλή εξυπηρέτηση, σωστή διαφήμιση), με αποτέλεσμα οι καταναλωτές να τους προτιμούν βασικά για τους λόγους αυτούς, τότε η πράξη δεν θα καταλαμβάνεται από την απαγόρευση του αρ. 24 παρ. 1.
- Για να επιβληθεί το προβλεπόμενο από την παρ. 4 αρ. 24 πρόστιμο, δεν αρκεί να διαπιστωθεί απλώς η πώληση σε τιμές κάτω του κόστους, αλλά θα πρέπει να συντρέχουν οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις εφαρμογής της παρ. 1, αρ. 24, δηλαδή η διαπίστωση ότι τίθεται σε διακινδύνευση ορισμένη αγορά ή ότι θίγονται κατά τρόπο ουσιώδη οι αρχές ανταγωνισμού και τα συμφέροντα των καταναλωτών. Όπως είναι φανερό, οι υπάλληλοι των αρμόδιων διευθύνσεων του υπουργείου εμπορίου και των νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων, στις οποίες έχει ανατεθεί ο έλεγχος της τήρησης των διατάξεων του αρ. 24, δεν είναι σε θέση να διαπιστώσουν αν σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση πληρούνται οι παραπάνω αόρατες νομικές έννοιες, αφού όπως προαναφέρθηκε δεν αρκεί η διαπίστωση μόνου του γεγονότος της πώλησης σε τιμές κάτω του κόστους, για να στοιχειοθετείτε η παράβαση του αρ. 24. Επομένως, το κύριο βάρος για τη διαπίστωση, αν συντρέχει παράβαση, έχει ανατεθεί στην Επιτροπή Ανταγωνισμού, η οποία και εισηγείται προς τον υπουργό ανάπτυξης. Αν ο υπουργός επιβάλλει τελικά πρόστιμο, χωρεί προσφυγή στο διοικητικό πρωτοδικείο.
- Η εισαγωγή της διάταξης του αρ. 24 δεν κατέστησε ανενεργή την εφαρμογή του αρ. 1 ν. 146/1914. Εντούτοις το μεγαλύτερο πεδίο εφαρμογής της σε περίπτωση διακινδύνευσης της υπόστασης του ανταγωνισμού, σύμφωνα με τα παραπάνω (υπό ΙΙ), έχει απορροφηθεί από τη νέα διάταξη.
Γ. Τιμολογιακό κόστος αγοράς και πραγματικό κόστος
- Η ρύθμιση σε άλλες χώρες
- Η ρύθμιση του αρ. 24 παρ. 1 ν. 2941/2001
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τότε μόνο μπορεί να γίνεται λόγος για απαγορευμένη πώληση εμπορευμάτων λόγω χαμηλής τιμής, ως εκ της οποίας τίθεται σε κίνδυνο η υπόσταση του ανταγωνισμού, όταν η τιμή αυτή είναι κάτω του πραγματικού κόστους, του κόστους δηλαδή που κοστίζει για την επιχείρηση η αγορά των εμπορευμάτων, αφαιρουμένων όλων των εκπτώσεων και των άλλων παροχών εκ μέρους του προμηθευτή που σχετίζονται με την αγορά των εμπορευμάτων. Πράγματι, σε καμία από τις χώρες στις οποίες ρυθμίζεται με διάταξη το ζήτημα της πώλησης κάτω του κόστους, δεν γίνεται αναφορά προς το εμφαινόμενο στο τιμολόγιο κόστος αλλά λαμβάνεται βασικά υπόψη το πραγματικό κόστος που βαρύνει την επιχείρηση για την αγορά των εμπορευμάτων. Έτσι, σύμφωνα με την παρ. 20 ΙV 2 του γερμανικού νόμου κατά των περιορισμών του ανταγωνισμού (GWB), απαγορεύεται η σε υπερβολικό βαθμό παρεμπόδιση των ανταγωνιστών, η οποία μπορεί να συνίσταται ιδίως στην όχι ευκαιριακή πώληση σε τιμές κάτω του κόστους, εκτός αν τούτο είναι αντικειμενικά δικαιολογημένο. Σύμφωνα με τις αποφάσεις της γερμανικής ομοσπονδιακής επιτροπής ανταγωνισμού (Bundeskartellant) ως τιμή πώλησης νοείται η τιμή καταλόγου αφαιρουμένων όλων των εκπτώσεων και των άλλων πλεονεκτημάτων που σχετίζονται με την αγορά των εμπορευμάτων (βλ. σχετικά Emmerich, Kartellrecht, 9η εκδ., 2001, σ. 191 και τις παραπεμπόμενες αποφάσεις στη σημ. 103, βλ. επίσης Markert, εις εις Immenga/Mestmacher, ο.π., παρ. 20 παρατ. 299). Στην τιμή πώλησης κάτω του (πραγματικού) κόστους αναφέρεται και η ρύθμιση του αρ. 3 στοιχ. f του ελβετικού νόμου για τον ανταγωνισμό. Κάπως διαφορετικό κριτήριο θέτει η αντίστοιχη γαλλική ρύθμιση, η οποία αναφέρεται στην καταχρηστικά χαμηλή τιμή πώλησης στους καταναλωτές σε σύγκριση με τα έξοδα παραγωγής, μεταποίησης ή εμπορικής διάθεσης, εφόσον οι προσφορές αυτές σκοπό έχουν τον εξοβελισμό ή την παρεμπόδιση εισόδου επιχείρησης ή των προϊόντων της στην αγορά (αρ. L 420-5 γαλΕΚ). Πάντως και στο γαλλικό δίκαιο δεν λαμβάνεται ως βάση το τιμολογιακό κόστος.
Από την προηγηθείσα σύντομη επισκόπηση των ξένων δικαίων συνάγεται ότι σε όσες χώρες ρυθμίζεται το θέμα της πώλησης σε τιμές κάτω του κόστους, λαμβάνεται υπόψη το πραγματικό κόστος. Επομένως, όταν η επιχείρηση πωλεί ακόμα και στο (πραγματικό) κόστος (χωρίς δηλαδή κέρδος), δεν τίθεται καν θέμα νομιμότητας της πράξης αυτής.
α) Επιδιωκόμενοι σκοποί
Το πλέον επίμαχο σημείο της διάταξης του αρ. 24 είναι εκείνο της παρ. 1 στοιχείο α, το οποίο ορίζοντας την έννοια του κόστους αγοράς φαίνεται να έρχεται σε αντίθεση με την παραπάνω (υπό Ι), αυτονόητη αρχή, ότι δηλαδή ως βάση λαμβάνεται το πραγματικό κόστος. Πράγματι, σύμφωνα με τη διάταξη: «Ως κόστος αγοράς θεωρείται η τιμή μονάδας του προϊόντος που αναγράφεται στο τιμολόγιο του προμηθευτή, αφαιρουμένων των εκπτώσεων που αναφέρονται σε αυτό, συνυπολογιζομένων του ΦΠΑ και των λοιπών δασμών και φόρων, όπου υπάρχουν καθώς και των μεταφορικών, εφόσον δεν περιέχονται στην τιμολογιακή τιμή». Επομένως, σύμφωνα με την πρώτη εντύπωση που δίνει το γράμμα της διάταξης για την εξεύρεση του κόστους αγοράς λαμβάνονται υπόψη μόνο οι εκπτώσεις που αναφέρονται στο τιμολόγιο, έστω και αν η λιανική τιμή πώλησης εμπορευμάτων δεν θα ήταν κάτω του κόστους, εφόσον ήθελαν ληφθεί υπόψη και άλλες εκπτώσεις ή άλλες παροχές του προμηθευτή που δεν αναφέρονται στο τιμολόγιο.
Δύο είναι οι πιθανοί λόγοι της τουλάχιστον περίεργης και διεθνώς μοναδικής αυτής διάταξης. Ο πρώτος είναι ότι ο νομοθέτης έκρινε ότι αν λαμβανόταν υπόψη το πραγματικό κόστος, θα υπήρχαν πρακτικές δυσχέρειες άμεσης εφαρμογής της διάταξης, ιδίως επί καταστημάτων με μεγάλη ποικιλία ειδών, ενόψει του ότι όπως προαναφέρθηκε, το ύψος ορισμένων συμφωνηθεισών εκπτώσεων μπορεί να εξαρτώνται π.χ. από τον ετήσιο τζίρο, οπότε θα έπρεπε οι αρμόδιες αρχές να αναμένουν μέχρι τη λήξη του χρόνου για να κρίνουν αν υπάρχει πώληση κάτω του κόστους. Το ζήτημα είναι υπαρκτό και έχει απασχολήσει το γερμανικό δίκαιο χωρίς όμως βέβαια να έχει ποτέ τεθεί θέμα μη υπολογισμού, για τον λόγο αυτόν, των μη αναφερομένων στα τιμολόγια εκπτώσεων. Σύμφωνα με θέσεις που υποστηρίζονται στο γερμανικό δίκαιο, για να αντιμετωπισθεί το ζήτημα, λαμβάνεται κατ' αρχήν υπόψη η τιμή πώλησης κατά τον χρόνο της προσφοράς, οι δε ακόμα μη προσδιορισμένες εκπτώσεις λαμβάνονται υπόψη κατά την έναρξη της διοικητικής ή δικαστικής διαδικασίας (Markert, εις Immenga/Mestmacher, ο.π., παρ. 20 παρατ. 300). Το συμπέρασμα είναι ότι οι πρακτικές δυσχέρειες άμεσης εφαρμογής της διάταξης δεν μπορεί να είναι λόγος, ο οποίος να δικαιολογεί τη λήψη υπόψη μόνο του τιμολογιακού και όχι του πραγματικού κόστους, διότι τούτο θα είχε τις απαράδεκτες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται αμέσως παρακάτω.
Ο δεύτερος ενδεχόμενος σκοπός, τον οποίο θα μπορούσε να σκεφθεί κανείς ότι εξυπηρετεί η επίμαχη διάταξη, είναι ότι μέσω αυτής, θα αναγκασθούν οι προμηθευτές να δεχθούν να αναγράφονται όλες οι παραχωρούμενες εκπτώσεις και οι άλλες παροχές στα τιμολόγια, με αποτέλεσμα να μπορούν όλα τα πολυκαταστήματα να αξιώσουν να τους παρέχονται οι ίδιες εκπτώσεις και παροχές. Το αποτέλεσμα όμως τούτο, αν και φαίνεται ότι αποτέλεσε την occasio legis για τους συντάκτες του συγκεκριμένου εδαφίου, οι οποίοι ενδεχομένως υπέκυψαν σε σχετικές πιέσεις των εκπροσώπων των μικρών πολυκαταστημάτων, είναι εκτός του πλαισίου της τελολογίας του ίδιου του νόμου. Πράγματι, εφαρμογή των σκοπών του ιστορικού νομοθέτη μπορεί μεν να έχει ως αποτέλεσμα την ευθυγράμμιση των τιμών που προσφέρονται από όλα τα πολυκαταστήματα, αποτέλεσμα που «βολεύει» τα μικρά πολυκαταστήματα, καταργεί όμως τον ανταγωνισμό των τιμών, καταργεί δηλαδή εκείνο το οποίο η ίδια η διάταξη καλείται να εξασφαλίσει, δηλαδή την μη διακινδύνευση της αγοράς και το να μην θιγούν οι αρχές του ανταγωνισμού και τα συμφέροντα των καταναλωτών. Η ευθυγράμμιση των τιμών προσομοιάζει κατ' αποτέλεσμα προς αγορανομικό καθορισμό των τιμών όλων των πωλούμενων εμπορευμάτων, δηλαδή και εκείνων για τα οποία δεν συντρέχουν κοινωνικού λόγοι κρατικού καθορισμού τους (όπως π.χ. τα φάρμακα), κατά παρέκκλιση της συνταγματικά προστατευόμενης αρχής του ελεύθερου καθορισμού των τιμών. Παραμονή σε μόνη τη γραμματική ερμηνεία της διάταξης θα έθιγε επίσης τα συμφέροντα των καταναλωτών, τα οποία υποτίθεται ότι θέλει να προστατεύσει η διάταξη, αφού δεν θα υπάρχουν φθηνότερες τιμές αλλά όλες οι τιμές θα είναι ίδιες. Επιπλέον, αν τυχόν γινόταν δεκτή αντίθετη άποψη, τούτο θα σήμαινε ότι ακόμα και πωλήσεις πάνω από το πραγματικό κόστος – όπως σε περιπτώσεις που παρέχονται εκπτώσεις με βάση τις πωλήσεις μεγαλύτερου χρονικού διαστήματος (π.χ. σε ετήσια βάση), οι οποίες εκ των πραγμάτων δεν μπορούν να αναγραφούν στα τιμολόγια – μπορεί να απαγορεύονται, απαγόρευση παράλογη, αντι-ανταγωνιστική, αντισυνταγματική και μη απαντώμενη σε καμία αντίστοιχη ρύθμιση ξένων δικαίων. Αλλά και σε αντίθεση με θεσμούς της έννομης τάξης θα ερχόταν τυχόν παραμονή σε μόνη τη γραμματική ερμηνεία της διάταξης. Πράγματι, εφαρμογή μόνου του γράμματος του νόμου θα είχε ως συνέπεια ότι το τιμολόγιο θα επιτελούσε τη λειτουργία τυπικού εγγράφου, αφού μόνο οι εκπτώσεις που αναγράφονται σε αυτό θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη. Θα υποχρέωνε επίσης τις αποδέκτριες της απαγόρευσης επιχειρήσεις αλλά και τους προμηθευτές – μολονότι δεν αναφέρεται και σε αυτούς η απαγόρευση (Ι) – να εμφανίζουν προς τα έξω τις συμφωνίες τους περί εκπτώσεων και άλλων παροχών, παρ' ότι οι συμφωνίες αυτές αποτελούν ενδεχομένως επαγγελματικά μυστικά.
Όπως είναι φανερό, μόνη η γραμματική ερμηνεία της επίμαχης διάταξης οδηγεί σε άτοπα, τόσο διότι αντιμάχεται τους βασικούς στόχους του ίδιου του αρ. 24 και του δικαίου του ανταγωνισμού όσο και διότι δεν συμβιβάζεται προς γενικές αρχές του δικαίου.
β) Η τελολογική ερμηνεία της διάταξης
Ενόψει των παραπάνω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο ερμηνευτής δεν μπορεί να παραμείνει στη γραμματική ερμηνεία της διάταξης, αλλά θα πρέπει να προβεί σε ερμηνεία σύμφωνη με την τελολογία της όλης ρύθμισης του αρ. 24 και συμβατή προς όλο το σύστημα του δικαίου. Σύμφωνα με σωστή ερμηνεία θα πρέπει να γίνει δεκτό, ότι η απαιτούμενη από τον νόμο αναγραφή των εκπτώσεων στο τιμολόγιο αποτελεί ένα, ενδεχομένως τον πλέον συνηθισμένο τρόπο απόδειξης των εκπτώσεων ή και άλλων παροχών, όχι όμως τον μοναδικό, με αποτέλεσμα η επιχείρηση να μπορεί να επικαλείται και άλλα έγγραφα, για να αποδείξει ότι δεν προβαίνει σε πωλήσεις κάτω του κόστους. Επομένως, σε περίπτωση ελέγχου τήρησης των διατάξεων του αρ. 24, η ελέγχουσα αρχή θα είναι υποχρεωμένη να λάβει υπόψη όλα τα σχετικά με εκπτώσεις και άλλες παροχές των προμηθευτών έγγραφα και δεν θα δικαιούται να περιορισθεί σε μόνες τις τιμολογιακές εγγραφές.
ΙV. H επερχόμενη εξέλιξη
Όπως προαναφέρθηκε, πλην της ελληνικής και ορισμένες άλλες νομοθεσίες απαγορεύουν τις πωλήσεις κάτω του κόστους προκειμένου να προστατεύσουν τις μικρότερες επιχειρήσεις από πρακτικές που μόνο οικονομικά ισχυρές επιχειρήσεις μπορούν να εφαρμόσουν. Ήδη όμως οι θέσεις αυτές εγκαταλείπονται ως οικονομικά εσφαλμένες, βλαπτικές του ανταγωνισμού και αντίθετες προς τα συμφέροντα των καταναλωτών. Πράγματι, στην από 2.10.2001 πρόταση του Κανονισμού της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σχετικά με τη χρήση και τις εμπορικές ανακοινώσεις που αφορούν την προώθηση πωλήσεων στην εσωτερική αγορά, οι πωλήσεις κάτω του κόστους θεωρούνται επιτρεπόμενο μέσο. (βλ. σχετικά το άρθρο των Σαράντη/Κοϊμτζόγλου στην «Καθημερινή» της 26.12.2001).
Συμπέρασμα
Από τα παραπάνω συνάγονται τα εξής:
- Η πώληση σε τιμές άνω του κόστους είναι πάντοτε θεμιτή πράξη ανταγωνισμού.
- Η πώληση σε τιμές κάτω μεν του τιμολογιακού κόστους αλλά άνω του πραγματικού δεν αντιβαίνει στο αρ. 24 παρ. 1 ν. 2941/2001.
- Η πώληση κάτω του πραγματικού κόστους δεν είναι άνευ ετέρου παράνομη πράξη, αλλά μόνον εφόσον συντρέχουν οι αναφερόμενες στο αρ. 24 παρ. 1 ν. 2941/2001 προϋποθέσεις.
- Οι δεσμεύσεις του ΣΕΒΤ και του ΣΕΣΜΕ πρέπει να προσαρμοστούν στα πλαίσια της σωστής ερμηνείας του αρ. 24 παρ. 1 ν. 2941/2001, η οποία θέτει ως βάση το πραγματικό και όχι το τιμολογιακό κόστος. Επιπλέον, και με βάση την ερμηνεία αυτή, η σύσταση του ΣΕΒΤ και του ΣΕΣΜΕ για αναγραφή όλων των εκπτώσεων στα τιμολόγια δεν είναι νόμιμη, διότι ενέχει έμμεση παρότρυνση για παράβαση της απαγόρευσης καθορισμού τιμών, πράξη η οποία αντιβαίνει στο αρ. 1 παρ. 1 στοιχ. α.ν. 703/1977.
* O κ. Ν.Κ.Ρόκας είναι καθηγητής Εμπορικού Δικαίου