Διπλή ανάγνωση έχει η φετινή διπλή εκλογική χρονιά, τόσο για το οικονομικό κλίμα όσο και για τις προσδοκίες της ελληνικής μεταποιητικής βιομηχανίας. Ενώ το τέλος του 2022 βρήκε
την ευρωπαϊκή μεταποίηση να ανακάμπτει, αν και σε μικρότερο βαθμό από τις αρχικές προβλέψεις, οι λειτουργικές συνθήκες στον κλάδο της μεταποίησης στην Ελλάδα επιδεινώθηκαν
με τον ταχύτερο ρυθμό των τελευταίων δύο χρόνων.

Aυτό είναι το εν μέρει απαισιόδοξο συμπέρασμα, που προκύπτει από τον ελληνικό Δείκτη Υπεύθυνων Προμηθειών (PMI Index) της S&P Global (πρώην Standard & Poors), o οποίος κινήθηκε σε αρνητικές ενδείξεις το τελευταίο τρίμηνο του 2022. Τον Δεκέμβριο έκλεισε στις 47,2 μονάδες –κάθε μονάδα κάτω από τις 50 αντιστοιχεί σε υφεσιακά αποτελέσματα. Μάλιστα οι οικονομολόγοι της S&P προβλέπουν συρρίκνωση της ελληνικής μεταποιητικής παραγωγής κατά 1,6% το 2023, καθώς συνεχίζονται οι δύσκολες συνθήκες στην παγκόσμια ζήτηση.

Στον αντίποδα των προβλέψεων της πολυεθνικής εταιρείας αναλυτών αγοράς, το ΙΟΒΕ καταγράφει βελτίωση του οικονομικού κλίματος στα τέλη του 2022, η οποία εκτιμά ότι θα συνεχιστεί ταχύτερα το πρώτο τρίμηνο του 2023, όσο εισερχόμαστε σε προεκλογικό περιβάλλον. Το ΙΟΒΕ υπενθυμίζει ότι σχεδόν σε όλες τις εκλογικές χρονιές από το 1981 καταγράφεται βελτίωση των προσδοκιών, τόσο για τα νοικοκυριά όσο και για τις επιχειρήσεις, καθώς «προεξοφλούν σειρά μέτρων που θα ευνοήσουν, πρόσκαιρα ή μετεκλογικά».

Ειδικά για τη βιομηχανία ο δείκτης επιχειρηματικών προσδοκιών βελτιώθηκε αισθητά, κλείνοντας στο τέλος του 2022 στις 100,4 μονάδες από 95,5 το Νοέμβριο. Η ανάλυση των επί μέρους μεταβλητών του δείκτη «σκιάζει» ελαφρώς την αισιοδοξία για τις αρχές του 2023, καθώς ναι μεν υποχώρησαν σημαντικά οι αρνητικές προσδοκίες για τις παραγγελίες και την τρέχουσα ζήτηση, ο δείκτης όμως συνέχισε να κινείται σε ενδείξεις συρρίκνωσης, στις -5 μονάδες. Αυτό σημαίνει ότι το ποσοστό των επιχειρήσεων που ανέφεραν χαμηλές για την εποχή παραγγελίες, είναι υψηλότερο από όσες ανέφεραν το αντίθετο (19% έναντι 14%). Ήπια ανοδικές είναι οι προβλέψεις για την εξέλιξη της βιομηχανικής παραγωγής, με το 34% των επιχειρήσεων να προβλέπει αύξηση της παραγωγής το πρώτο τρίμηνο του 2023 και το 24% μείωση. Σε θετικές ενδείξεις παραμένει το ισοζύγιο στα αποθέματα έτοιμων προϊόντων, καθώς το 23% των επιχειρήσεων δηλώνουν υψηλά για την εποχή αποθέματα και 10% το αντίθετο.

Ανάμικτα είναι τα στοιχεία από τις εξαγωγές της βιομηχανίας, καθώς ναι μεν καταγράφηκαν ανοδικές τάσεις στα τέλη του 2022, ωστόσο εξασθενούν οι θετικές προβλέψεις για τις εξαγωγές τους επόμενους μήνες. Παρόμοια είναι η εικόνα σχετικά με την εξέλιξη των πωλήσεων χονδρικής της βιομηχανίας, καθώς παρά τη βελτίωση στο τέλος του 2022 εξασθενούν οι θετικές προβλέψεις για το 2023, με το ποσοστό των επιχειρήσεων που αναμένει μείωση πωλήσεων να αυξάνεται ταχύτερα από όσες προσδοκούν το αντίθετο.

Η αισιοδοξία των Ελλήνων προμηθευτών
Το στοιχείο στο οποίο συγκλίνουν οι εκτιμήσεις της S&P με το ΙΟΒΕ, εντοπίζεται στην αισιόδοξη στάση των Ελλήνων προμηθευτών για το 2023, με το βαθμό επιχειρηματικής εμπιστοσύνης να ανέρχεται στο υψηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί από τον Μάιο. Αυτό σημαίνει ότι παρά το απογοητευτικό τέλος του 2022, οι ελληνικές βιομηχανίες μεταποίησης καταγράφουν εντονότερες προσδοκίες για την παραγωγή το 2023, ελπίζοντας σε ανάκαμψη της ζήτησης και σε αυξημένες επενδύσεις ως το τέλος του έτους. Θετικές είναι οι προσδοκίες του μεταποιητικού τομέα και για την εξέλιξη της απασχόλησης στον κλάδο, αφορώντας πρωτίστως τη δημιουργία εξειδικευμένων θέσεων εργασίας.

Τέλος, η υποχώρηση των πληθωριστικών πιέσεων σε όλο το εύρος του μεταποιητικού τομέα στο τέλος του 2022 βοήθησε προσωρινά τις επιχειρήσεις να συγκρατήσουν τις ανατιμήσεις τους, αξιοποιώντας τα υπάρχοντα αποθέματα, προκειμένου να ενισχυθεί το ενδιαφέρον για παραγγελίες. Σύμφωνα με την S&P, η τάση αυτή δεν προβλέπεται να συνεχιστεί το πρώτο τρίμηνο του 2023, καθώς ο πληθωρισμός θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα, επηρεάζοντας αρνητικά τις δαπάνες των πελατών της βιομηχανίας.

Η μεταποίηση «σώζει» την ελληνική βιομηχανία
Παρά τις αβεβαιότητες που περιβάλλουν τη διεθνή και την ελληνική οικονομία, σκιάζοντας τις μακροοικονομικές εξελίξεις, ο τομέας της μεταποίησης παραμένει σημαντικός μοχλός ανάπτυξης. Ενδεικτικά είναι τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τη βιομηχανική παραγωγή, η οποία, αν και μειώθηκε το τελευταίο τρίμηνο του 2022, κυρίως εξαιτίας της σημαντικής πτώσης στον κλάδο των εξορύξεων και της παροχής ηλεκτρικής ενέργειας, η μεταποίηση κινήθηκε με θετικό ρυθμό, με μέση ετήσια αύξηση της παραγωγής 4,3%. Σχεδόν στο ίδιο επίπεδο κινήθηκε ο κλάδος της βιομηχανίας τροφίμων, με αύξηση της παραγωγής 4,2% κατά μέσο όρο το 2022. Σύμφωνα πάντως με την έρευνα του ΙΟΒΕ, το 2023 είναι έτος «χαμηλής ορατότητας» για την πορεία της ελληνικής βιομηχανίας, με τις περισσότερες από τις μισές επιχειρήσεις να θεωρούν ότι είναι δύσκολο να προβλέψουν τη μελλοντική τους ανάπτυξη. Ειδικά στον τομέα των καταναλωτικών αγαθών ο δείκτης προσδοκιών στη βιομηχανία για το πρώτο τετράμηνο του 2023 εξασθενεί οριακά, καθώς υποχωρούν οι προβλέψεις για την παραγωγή, αλλά βελτιώνονται οι ήπια θετικές εκτιμήσεις για τις παραγγελίες και τη ζήτηση.

Για τους Έλληνες επιχειρηματίες του κλάδου της μεταποίησης, ειδικότερα για τους προμηθευτές καταναλωτικών αγαθών, η λέξη κλειδί είναι η «ανθεκτικότητα». Στις προκλήσεις του 2023 περιλαμβάνεται η συνέχιση των γεωπολιτικών εντάσεων, καθώς η εξέλιξη του πολέμου στην Ουκρανία παραμένει απρόβλεπτη, όπως και η μεταβλητότητα των τιμών στην ενέργεια παρά την αποκλιμάκωση των τιμών του φυσικού αερίου και του πετρελαίου το τελευταίο διάστημα εξαιτίας και της παρατεταμένης καλοκαιρίας. Ανοιχτό παραμένει το μέτωπο του πληθωρισμού το 2023, αφού παρά την επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή το τελευταίο τρίμηνο του 2022, οι μέσος πληθωρισμός «έκλεισε» με υψηλό ρεκόρ 28ετίας, στο 9,6% στο δωδεκάμηνο. Ειδικά στα τρόφιμα ο πληθωρισμός τρέχει με διπλάσιο ρυθμό από τον εθνικό τιμάριθμο, αγγίζοντας το 15,5% στο τέλος του 2022.

Προάγγελος νέων ανατιμήσεων το 2023, τόσο στις τιμές χονδρικής των καταναλωτικών αγαθών όσο και στο ποσοστό μετακύλισης των αυξήσεων στη λιανική, είναι η άνοδος του του δείκτη τιμών εισαγωγών στη βιομηχανία, η οποία κινήθηκε μεσοσταθμικά κοντά στο 30%. Εκτός από τον υπερδιπλασιασμό των τιμών χονδρικής στις εισαγωγές ενέργειας (αύξηση του δείκτη σχεδόν 300%) υψηλή ήταν η επιβάρυνση του κόστους των εισαγωγών χονδρικής στη βιομηχανία τροφίμων και στις χάρτινες συσκευσίες, με ετήσιες ανατιμήσεις 17,4% και 18,9% αντίστοιχα το τελευταίο τρίμηνο του 2022, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ.

Ένα μέρος των αυξήσεων στον «εισαγόμενο πληθωρισμό» στη βιομηχανία αποτυπώθηκε στις ανατιμήσεις του Ιανουαρίου, όπως προκύπτει από τους τιμοκαταλόγους που απέστειλαν οι προμηθευτές στην οργανωμένη λιανική, με μεσοσταθμικές αυξήσεις γύρω στο 10%, σύμφωνα με στελέχη της αγοράς. Νέο κύμα ανατιμήσεων στα τιμολόγια των προμηθευτών αναμένεται στο πρώτο τρίμηνο του 2023, καθώς οι επιχειρήσεις επιλέγουν να μεταφέρουν σε «δόσεις» το ποσοστό της επιβάρυνσης στο λειτουργικό κόστος, ώστε να μην αποθαρρύνονται οι παραγγελίες και να μετριάζονται οι επιπτώσεις στον όγκο της κατανάλωσης. Υπό αυτό το πρίσμα η εντυπωσιακή αύξηση του τζίρου της ελληνικής βιομηχανίας το 2022 (κατά 35,9% στο δωδεκάμηνο) οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις πληθωριστικές ανατιμήσεις, τάση που αναμένεται να συνεχιστεί φέτος.

Επιπλέον παράγοντας πίεσης φέτος, ειδικά για τις επιχειρήσεις του αγροδιατροφικού τομέα, είναι η συνεχιζόμενη αύξηση στο δείκτη τιμών εκροών στη γεωργία-κτηνοτροφία, η οποία κινήθηκε μεσοσταθμικά στο 14,3%. Οι αυξήσεις είναι υψηλότερες στη ζωική παραγωγή, αγγίζοντας σχεδόν το 24% το τελευταίο τρίμηνο του 2022, τάση που αποτυπώθηκε και στις υψηλές αυξήσεις των τιμών λιανικής στα ζωικά τρόφιμα (γάλα, αβγά, κρέας). Ο κίνδυνος της επισιστικής ανασφάλειας και της λεγόμενης «μονιμο-κρίσης» (perma-crisis) παραμένει και το 2023, καθώς σύμφωνα με την έκθεση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, η άνοδος των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων αναμένεται ότι θα συνεχιστεί τα επόμενα δύο χρόνια.

Κρίσιμο στοίχημα, η συνέχιση των επενδύσεων
Αν και η αβεβαιότητα «ψαλιδίζει» τη διάθεση των ελληνικών επιχειρήσεων για νέες επενδύσεις, όπως επιβεβαιώνει η πρόσφατη ετήσια έρευνα της Grant Thornton Greece, το ενδιαφέρον για τη συνέχιση του ψηφιακού μετασχηματισμού κινείται σε υψηλά επίπεδα. Μαζί με τη βελτιστοποίηση των λειτουργικών διαδικασιών η επιτάχυνση της ψηφιοποίησης αποτελεί τη βασική αναπτυξιακή στρατηγική για το 87% των ελληνικών επιχειρήσεων εντός του 2023. Περισσότερες επιχειρήσεις από πέρυσι θα δώσουν προτεραιότητα στην προσπάθεια μείωσης του κόστους και στην εξεύρεση χρηματοδότησης (είτε με νέες πηγές είτε με αναδιάρθρωση), ενώ ανοδικά προβλέπεται ότι θα κινηθούν οι επενδύσεις σε εξειδικευμένο προσωπικό και σε προσέλκυση ταλέντων.

Ωστόσο, παρά την εναγώνια αναζήτηση κεφαλαίων, αναπτυξιακά εργαλεία όπως το Ταμείο Ανάκαμψης και ο Αναπτυξιακός νόμος «φαίνεται να μην τυγχάνουν της προσοχής που αναμενόταν», σχολιάζει η έκθεση της Grant Thornton. Συγκεκριμένα, ενώ οι 6 στους 10 θεωρούν ότι η συμβολή του Ταμείου Ανάκαμψης θα είναι σημαντική για την ελληνική οικονομία, μόνο οι 3 στους 10 θεωρούν ότι θα έχει συμβολή στη δική τους επιχείρηση. Αντίστοιχα, λιγότεροι επιχειρηματίες από πέρυσι θεωρούν πιθανό να κάνουν χρήση των χρηματοδοτικών εργαλείων του Ταμείου, ενώ από όσους θα το χρησιμοποιήσουν μόνο οι 4 στους 10 είναι σε στάδιο προετοιμασίας του σχετικού πλάνου ή σε στάδιο υποβολής. Οι ανησυχίες για μη επαρκή και έγκαιρη απορρόφηση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας αναφέρονται και στην έκθεση του ΟΟΣΑ για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας το 2023. Ο ΟΟΣΑ αναγνωρίζει ως βασική προτεραιότητα την ενίσχυση των ιδιωτικών επενδύσεων, οι οποίες στην Ελλάδα παρέμειναν καθηλωμένες επί σειρά ετών.

Όπως τονίζεται στην έκθεσή του, μία από τις προκλήσεις για την επίτευξη των στόχων του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης-Ελλάδα 2.0, είναι «να διασφαλιστεί ότι τα κονδύλια θα διανεμηθούν εντός του χρονοδιαγράμματος, ενισχύοντας κι όχι υποκαθιστώντας άλλες πηγές χρηματοδότησης και ότι θα διατεθούν σε επενδύσεις με εμπορικά λελογισμένο ρίσκο». Υπογραμμίζεται ότι οι στόχοι απορρόφησης των κονδυλίων είναι εξαιρετικά φιλόδοξοι, καθώς «η πλήρης αξιοποίησή τους ισοδυναμεί με διάθεση τουλάχιστον 6,4 δισ. ευρώ το χρόνο (3,4% του ΑΕΠ) από το 2022 ως το 2026 μόνο για τις νέες ιδιωτικές επενδύσεις στις περιοχές προτεραιότητας του Ταμείου Ανάκαμψης, ποσό που υπερβαίνει το 50% του ετήσιου μέσου όρου των ιδιωτικών επενδύσεων, που πραγματοποιήθηκαν την τριετία 2017-2019». Επιπλέον επισημαίνεται ότι ο κίνδυνος της μη αποπληρωμής των δανείων του Ταμείου από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις θα επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό, με τη σύσταση να υπάρχει ενισχυμένη εποπτεία της εφαρμογής του προγράμματος για τη μείωση του δημοσιονομικού και χρηματοπιστωτικού ρίσκου. Ενδεικτική των επιφυλάξεων του ΟΟΣΑ είναι η πρόταση «να υπάρχει ετοιμότητα για προληπτική αναδιάρθρωση της στρατηγικής του προγράμματος, αν προκύψουν αδυναμίες, ακόμα και αν αυτό σημαίνει ότι δεν θα διατεθεί το σύνολο των κονδυλίων».

Χαμηλή διάθεση για επενδύσεις
Στο ίδιο κλίμα με την έρευνα της Grant Thornton, κινείται η εκτίμηση του ΟΟΣΑ ότι «η διάθεση των ιδιωτικών επιχειρήσεων για επενδύσεις παραμένει σε χαμηλά επίπεδα». Τα βασικά εμπόδια που αναφέρουν οι επιχειρήσεις για την ανάπτυξή τους το 2023 είναι ο πληθωρισμός, η αύξηση των τιμών και η μείωση της αγοραστικής δύναμης, παράγοντες που προβληματίζουν το 93% των ελληνικών επιχειρήσεων. Αντίστοιχα οι 9 στις 10 επιχειρήσεις προεξοφλούν αύξηση του κόστους παραγωγής το επόμενο διάστημα, με τις μισές να προβλέπουν σημαντική επιβάρυνση άνω του 10% ως και άνω του 20%. Σε ό,τι αφορά την τιμολογιακή πολιτική που θα ακολουθήσουν το 2023, αν και οι 2 στις 10 επιχειρήσεις δηλώνουν διατεθειμένες να απορροφήσουν το σημαντικότερο κομμάτι της αύξησης του κόστους παραγωγής, στην πλειονότητά τους θα μεταφέρουν το μεγαλύτερο ποσοστό στις τιμές λιανικής.

Μειωμένη σε σύγκριση με το 2022 είναι η πρόθεση για επενδύσεις έντασης κεφαλαίου (σε κτίρια-γη, εγκαταστάσεις και μηχανολογικό εξοπλισμό). Αντίθετα, σημαντικά ενισχυμένη είναι η πρόθεση επενδύσεων σε τεχνολογία-ψηφιακό μετασχηματισμό. Κατά το 61% οι επιχειρήσεις σκοπεύουν να αυξήσουν τις επενδύσεις τους σε αυτή την κατεύθυνση φέτος και κατά το 37% να τις διατηρήσουν. Οριακά ανοδικά κινούνται οι επενδύσεις για έρευνα-ανάπτυξη, με το 39% των επιχειρήσεων να δηλώνουν ότι θα τις αυξήσουν.