Προάγγελος γενικότερων αλλαγών στον κλάδο της γαλακτοβιομηχανίας είναι ο «γάμος» μεταξύ ΜΕΒΓΑΛ και Δέλτα Τροφίμων. Με συνδυασμένες πωλήσεις περίπου 650 εκατ. ευρώ -περίπου τα 140-150 εκατ. ευρώ προέρχονται από τις εξαγωγές- το υπό συγχώνευση σε μία εταιρεία επιχειρηματικό σχήμα, έχει ικανό μέγεθος για διεθνείς πρωτοβουλίες, ιδιαίτερα στα Βαλκάνια και τη ΝΑ Ευρώπη.

Οι εκτιμήσεις, βάσει των οποίων επιχειρείται να εξηγηθούν οι αιτίες που οδήγησαν τώρα στη σύμπραξη Δέλτα Τροφίμων και ΜΕΒΓΑΛ, ποικίλουν και σχεδόν όλες λαμβάνουν υπόψη ότι οι πωλήσεις υποχωρούν, τα μερίδια συρρικνώνονται κι η προοπτική της ανάκαμψης δεν φαίνεται ακόμη.

Η κρίση, λοιπόν, φαίνεται ότι έδρασε ως καταλύτης για την υπογραφή της συμφωνίας, καθώς κατέστησε επιχειρηματικά συμφέρουσα την επίτευξη οικονομιών κλίμακας για τις δύο εταιρείες, οι οποίες στο πλαίσιο αυτό θα εξοικονομήσουν σχεδόν 70 εκατ. ευρώ εντός τριετίας.

Επίσης, οι συνθήκες ευνόησαν τη σύμπραξη των μετόχων της ΜΕΒΓΑΛ με τη Vivartia Συμμετοχών του κ. Ανδρέα Βγενόπουλου, πράγμα που είχαν αρνηθεί στον πάλαι ιδιοκτήτη της Δέλτα, κ. Δημήτρη Δασκαλόπουλο. Το δεδομένο είναι πως η «κερκόπορτα» του καταστατικού της ΜΕΒΓΑΛ, που δεν επέτρεπε την είσοδο νέων μετόχων στην εταιρεία, άνοιξε με ομόφωνη απόφαση όλων των ιδιοκτητών της.

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως μία εκ των θυγατέρων του ενός εκ των δύο ιδρυτών της ΜΕΒΓΑΛ, του Κ. Χατζάκου, δεν πώλησε καθόλου από το ποσοστό της και το διατηρεί ακέραιο και στο νέο σχήμα. Βέβαια, αυτό δεν μεταβάλλει τις ισορροπίες, καθώς η Δέλτα Τροφίμων έχει το «πάνω χέρι», αλλά αποδεικνύει πως δεν ήθελαν όλοι οι μέτοχοι της ΜΕΒΓΑΛ να πωλήσουν το ποσοστό τους στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή.

Περισσότερο ή λιγότερο προφανής αιτία για την ένωση των δύο εταιρειών εκτιμάται ότι η ενοποίηση του δυναμικού τους προσφέρει την «κρίσιμη μάζα», που θα προσέλκυε τυχόν μεγάλους στρατηγικούς επενδυτές από το εξωτερικό. Άλλωστε, η ΜΕΒΓΑΛ από μόνη της τα τελευταία χρόνια αποτελούσε την «πολύφερνη νύφη» του κλάδου, καθώς εκτός από τη Δέλτα, δέχτηκε κρούσεις εξαγοράς και από άλλες βιομηχανίες, όπως η FrieslandCampina.

Εκτός από την ηγεμονική πρωτοκαθεδρία της στην εγχώρια αγορά, η νέα πλέον εταιρεία πραγματοποιεί αξιοσημείωτο όγκο πωλήσεων σε πολλές ξένες αγορές. Εφόσον, μάλιστα, υλοποιηθούν και πρόσθετες επενδύσεις, έχει πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες να κατακτήσει μερίδια αγοράς ιδιαίτερα σε γειτονικές χώρες.

Σημειώνουμε ότι το νέο σχήμα, που τελεί υπό την έγκριση της Επιτροπής Ανταγωνισμού, έχει μερίδιο περίπου 32% στην εγχώρια αγορά λευκού γάλακτος και περίπου 24%-25% στην αγορά προϊόντων γιαούρτης.

Όσον αφορά στο ζήτημα της πρώτης ύλης, η παρουσία της ΜΕΒΓΑΛ στην αγορά γαλακτοκομικών θεωρείται στρατηγική, καθώς βρίσκεται στο κέντρο παραγωγής της πρώτης ύλης. Πράγματι, στα βοσκοτόπια της Μακεδονίας παράγεται το 67% του ελληνικού γάλακτος. Αυτό της επιτρέπει να καλύπτει πλήρως τις ανάγκες της με ελληνικό γάλα υψηλής ποιότητας από 1.400 φάρμες, που βρίσκονται πολύ κοντά στις εγκαταστάσεις της. Έτσι τα προϊόντα της έχουν ως βάση την εγχώρια πρώτη ύλη και όχι το εισαγόμενο γάλα από διάφορες χώρες της ΕΕ.

Οι κτηνοτρόφοι μιλούν για «ολιγοπώλιο»
Ωστόσο οι κτηνοτρόφοι από την πλευρά τους εμφανίζονται προβληματισμένοι για το εάν το νέο σχήμα θα επηρεάσει θετικά τις σχέσεις τους με τη βιομηχανία. Σύμφωνα με τον κ. Δ. Καμπούρη, πρόεδρο της Πανελλήνιας Ένωσης Κτηνοτρόφων, «η συμφωνία αποτελεί αρνητική εξέλιξη, καθώς οδηγεί σε ολιγοπωλιακές καταστάσεις. Ως εκ τούτου αναμένουμε εκ νέου πιέσεις στις τιμές παραγωγού, οι οποίες παραμένουν καθηλωμένες την τελευταία 15ετία, παρά το γεγονός ότι στο μεσοδιάστημα έχουν αυξηθεί οι τιμές των ζωοτροφών κά. Εάν έτσι εννοούν ότι θα εξοικονομήσουν πόρους, πρέπει να σκεφτούν ότι ένα μέρος αυτών των πόρων οφείλουν να το δώσουν στους κτηνοτρόφους-παραγωγούς».