Εδώ και δύο χρόνια παρακολουθούμε τις αλλεπάλληλες παρεμβάσεις και αλλαγές στο νομοθετικό πλαίσιο λειτουργίας της αγοράς, με στόχο την αντιμετώπιση της ακρίβειας. Έως τώρα η αντίδραση των στελεχών της αγοράς, είτε από θεσμικό σεβασμό είτε από τους περιορισμούς που επιβάλει το δίκαιο του ανταγωνισμού, δεν είχε εκφραστεί ολοκληρωμένα και δημόσια. Στο πλαίσιο του 14ου Food Retail Conference 2024, η Netrino Advisory έδωσε για πρώτη φορά κωδικοποιημένα τη γνώμη των στελεχών της αγοράς μας, με την έρευνα εμπορικής γνώμης Netrino’s Impact.
Ειδικότερα, η σχετική διαδικτυακή έρευνα βάσει 97 συνεντεύξεων ανώτερων και ανώτατων στελεχών, που διεξήχθη μεταξύ 11 Μαρτίου και 3 Απριλίου, αποτυπώνει με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια την υφισταμένη κατάσταση. Στην έρευνα συμμετείχαν στελέχη του λιανεμπορίου-χονδρεμπορίου και των προμηθευτών (τροφίμων και μη) από ένα ευρύ φάσμα τμημάτων των επιχειρήσεων (αγορές, πωλήσεις, marketing, γενική διοίκηση). Οι επιχειρήσεις που «ακούστηκαν» στην έρευνα δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα (περισσότερο στα τρόφιμα και τη λιανική) και στο εξωτερικό, ενώ με όρους τζίρου αντιπροσωπεύουν επαρκώς τους κλάδους τους.
Αξιολόγηση τιμών των FMCG
Από τα στελέχη ζητήθηκε να αξιολογήσουν τη μεταβολή των τιμών σε κατηγορίες προϊόντων FMCG, τις οποίες τιμές βλέπουν σταθερές ή μειωμένες εκείνοι που εργάζονται στο τμήμα των αγορών και τα στελέχη των επιχειρήσεων που δεν έχουν διεθνή παρουσία. Ειδικότερα, η κατηγορία που θεωρείται ότι ακρίβυνε περισσότερο είναι η Μαναβική με 77,3%. Ένας στους έξι εκτιμά ότι στα είδη φροντίδας και τα απορρυπαντικά έχουν μειωθεί. Τα στελέχη της βιομηχανίας έχουν μεγαλύτερη αισιοδοξία για την σταθερότητα των τιμών στα τρόφιμα.
Ελλάδα-Ευρώπη
Τα στελέχη της αγοράς μας θεωρούν ότι οι τιμές των αγαθών σχεδόν όλων των κατηγοριών στην Ελλάδα, συγκριτικά με τα ισχύοντα στην Ευρώπη, είναι «Πολύ Ακριβότερες ή Ακριβότερες». Μόνη εξαίρεση η Μαναβική για την οποία κατά το 40,2% θεωρούν ότι οι τιμές στη χώρα μας είναι «Φθηνότερες ή Πολύ Φθηνότερες». Ενώ οι απαντήσεις των στελεχών έχουν την ίδια γενική κατεύθυνση, διαφέρουν στην έντασή τους. Τα στελέχη των εγχώριων επιχειρήσεων θεωρούν την Ελλάδα πιο ακριβή από την Ευρώπη. Χαρακτηριστικά ένα στέλεχος δήλωσε: «Μην ξεχνάμε ότι στην Ελλάδα υπάρχει ένα νησιωτικό σύμπλεγμα κι ότι τα μεταφορικά στα νησιά επιμερίζονται σε όλη την πώληση, ώστε να μην είναι εξαιρετικά ακριβές οι τιμές στα νησιά».
Επίπεδο ανταγωνισμού
Από τις τρεις κατηγορίες που εξετάστηκαν, πιο ανταγωνιστική θεωρείται εκείνη των τροφίμων και ακολούθως του λιανεμπορίου, με την κατηγορία «μη τρόφιμα» να είναι τελευταία στη λίστα.
Το 82,5% εκείνων που εργάζονται στο κλάδο των τροφίμων θεωρεί τον ανταγωνισμό στα τρόφιμα μεγάλο ή υπερβολικό. Πιο έντονα βιώνουν τον ανταγωνισμό στα τρόφιμα οι επιχειρήσεις τζίρου άνω των 25 εκατ. ευρώ ετησίως, εκείνες που αναπτύσσουν πολυεθνική δράση, καθώς και τα στελέχη των πωλήσεων.
Περισσότερα από τα 9 στα 10 στελέχη του λιανεμπορίου (92,3%) θεωρούν τον ανταγωνισμό στον κλάδο τους μεγάλο ή εξοντωτικό. Οι επιχειρήσεις τζίρου άνω των 250 εκατ. ευρώ με αποκλειστική δραστηριότητα στην Ελλάδα αναφέρονται πιο έντονα στον ανταγωνισμό του λιανεμπορίου. Λιγότερα από 6 στα 10 στελέχη του κλάδου «Μη τρόφιμα» θεωρούν τον ανταγωνισμό μεγάλο.
Παράγοντες διαμόρφωσης τιμών
Η διαμόρφωση των τιμών είναι πολυπαραγοντικό φαινόμενο. Από τους παράγοντες που αξιολογήθηκαν προς αξιολόγηση οι πέντε πιο σημαντικοί είναι το ύψος φορολογίας, το κόστος πρώτων υλών και υλικών συσκευασίας, το κόστος ενέργειας, τα διάφορα κόστη παραγωγής και λιανικής πώλησης.
Την πολυπλοκότητα της γεωγραφίας της χώρας αναφέρουν περισσότερο εκείνοι που εργάζονται στα τρόφιμα και το λιανεμπόριο, προσθέτοντας και το κόστος των εσωτερικών μεταφορών.
Την απόσταση της χώρας από τα παραγωγικά κέντρα της Ευρώπης αναδεικνύουν οι επιχειρήσεις τζίρου μεταξύ 25 και 50 εκατ. ευρώ, ενώ το κόστος των εσωτερικών μεταφορών υποδεικνύουν τα στελέχη εταιρειών τζίρου μεταξύ 50 και 250 εκατ. ευρώ. Διαφορετική είναι η ιεράρχηση των πολύ μεγάλων επιχειρήσεων, οι οποίες αναγνωρίζουν ως επιβαρυντικό παράγοντα για τις τιμές τις φυσικές καταστροφές, λόγω κλιματικής αλλαγής, και την πολυπλοκότητα της γεωγραφίας της χώρας.
Τα στελέχη των πολυεθνικών εταιρειών δεν διαφοροποιούνται από την γενική τάση. Τα στελέχη των εταιρειών εθνικής εμβέλειας νιώθουν ότι τις επηρεάζει το κόστος των εσωτερικών μεταφορών.
Αποτελεσματικότητα ρυθμίσεων για τη μείωση των τιμών
Χαμηλής έως πολύ χαμηλής αποτελεσματικότητας κρίνονται οι ρυθμίσεις που έγιναν στην αγορά για τη μείωση των τιμών, με μόνη αποτελεσματική τη ρύθμιση που αφορά το πλαφόν στο περιθώριο «καθαρού» κέρδους. Ως πιο αποτελεσματικά αποτιμούν τα μέτρα τα στελέχη των εταιρειών που έχουν αποκλειστικά εγχώρια δραστηριότητα.
Από πλευράς λιανεμπορίου η αποδοκιμασία των μέτρων περιγράφεται έντονα. Η «Έκπτωση 5%» αποτιμάται αρνητικά (89,7%). Ανάλογης αναποτελεσματικότητας θεωρείται η ρύθμιση σχετικά με την «Αύξηση του μεγέθους της τιμής μονάδας μέτρησης στο ταμπελάκι στα ράφια» (79,5%).
Το μέτρο «Χωρίς προωθητικές ενέργειες ένα τρίμηνο μετά την αύξηση τιμής» διχάζει, ενώ μόνον το «πλαφόν στο περιθώριο «καθαρού» κέρδους» (όπως στο βρεφικό γάλα) θεωρείται αποτελεσματικό (56,4%).
Θεσμική συμβολή στην αποκλιμάκωση των τιμών
Μικρή αποτελεσματικότητα στην αποκλιμάκωση των τιμών αποδίδεται στη δράση της πολιτείας και της κοινωνίας των πολιτών. Οι άνθρωποι της αγοράς πιστεύουν ότι η αγορά μόνη της μπορεί να μειώσει τις τιμές. Μάλιστα θεωρούν ότι προς αυτή την κατεύθυνση μπορούν να συμβάλλουν περισσότερο οι προμηθευτές.
Τη συμβολή των προμηθευτών θεωρούν καθοριστική για τις τιμές οι εταιρείες τζίρου 50-250 εκατ. ευρώ (75,8%), τα στελέχη του λιανεμπορίου (71,8%), οι εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην εγχώρια αγορά (68,1%) και τα στελέχη των Τμημάτων Αγορών (66,7%).
Μόλις ο 1 στους 4 (24,7%) θεωρεί ότι η κυβέρνηση μπορεί να έχει επίδραση στην πτώση των τιμών. Οι ενώσεις καταναλωτών και οι κοινωνικοί εταίροι ενδεχομένως πρέπει να επαναπροσδιορίσουν το ρόλο τους στο συγκεκριμένο θέμα.
Δαπανηρές και αντιπαραγωγικές μέθοδοι παροχών
Οι δύο πιο δαπανηρές μέθοδοι παροχών για τις εταιρείες θεωρούνται η «έκδοση πιστωτικών σημειωμάτων» (52,6%) και η «παροχή υπηρεσιών μέσω πιστωτικού τιμολογίου» (51,6%). Ως παραγωγική μέθοδος θεωρείται η «έκπτωση επί του τιμολογίου» (61,9%).
Συνεργασία προμηθευτών-λιανεμπορίου
Η συνεργασία προμηθευτών-λιανεμπορίου μπορεί να χαρακτηριστεί «αγαστή», καθώς περισσότεροι από 6 στους 10 την χαρακτηρίζουν «πολύ» ή «αρκετά» καλή (η ικανοποίηση φτάνει το 67%). Ως καλύτερες συνεργασίες αποτιμώνται η «εφαρμογή πιστωτικών σημειωμάτων» (67%) και η «έκδοση Τιμολογίων Παροχής Υπηρεσιών» (64%).
Το επίπεδο ικανοποίησης των στελεχών του λιανεμπορίου ανεβαίνει στο 74,4%, με πιο καλή συνεργασία την «εφαρμογή πιστωτικών σημειωμάτων» και την «τήρηση συμβατικών υποχρεώσεων».
Σε ό,τι αφορά τα κριτήρια συνεργασίας λιανεμπορίου-προμηθευτών, η αξιολόγηση των στελεχών τα κατατάσσει σε τρεις κατηγορίες. Σε εκείνα που αποτιμώνται ως «καθολικώς σημαντικά» (άνω του 80%) και είναι η παρουσία στο ράφι, οι προβολές, οι ημέρες πίστωσης, οι προωθητικές ενέργειες, το merchandising και οι κοινές διαφημιστικές ενέργειες. Σε εκείνα που αποτιμώνται ως «πολύ σημαντικά» από σχεδόν 3 στα 4 στελέχη και είναι η συμμετοχή σε φυλλάδια, οι παραδόσεις σε κεντρική αποθήκη ή υποκαταστήματα, το marketing plan και η έρευνα αγοραστών, το category management, η ανάπτυξη δικτύου καταστημάτων, τα tailor events και οι δείκτες αποδοτικότητας αλυσίδας τροφοδοσίας. Στα «λιγότερο σημαντικά» αναφέρθηκαν η πολιτική επιστροφών κατεστραμμένων προϊόντων ή ληγμένων, οι στόχοι τζίρου και η κλίμακα κιβωτίων/ μέγεθος παραγγελίας.
Η έρευνα απεικονίζει τις αυξήσεις στις τιμές των προϊόντων FMCG στην ελληνική αγορά, καταγράφει την εντύπωση πως οι τιμές στην Ελλάδα είναι πιο ακριβές συγκριτικά με την Ευρώπη και αξιολογεί τόσο τις εμπορικές τάσεις και συνεργασίες, όπως και τις παρεμβάσεις της πολιτείας. Στην έρευνα παρατηρείται, μεταξύ άλλων, ο θόρυβος που δημιουργείται στην ελληνική αγορά από τις φιλόδοξες παρεμβάσεις της κυβέρνησης και διαπιστώνεται η διάσταση απόψεων των βασικών «παικτών» ως προς την αποτελεσματικότητα των μέτρων περιορισμού των τιμών.