Αυτό που συναρπάζει κάθε ενδιαφερόμενο μη ειδήμονα στα οικονομικά, είναι η ευκολία του οικονομικού συστήματος να λανσάρει σε χρόνο dt «αποτελεσματικά» πλαίσια διαχείρισης κρίσεων. Οι συστημικοί οικονομολόγοι ορθά παραστούν την πραγματικότητα με τη μορφή της διαδικασίας, της διαρκούς κίνησης, της μεταμόρφωσης και εξέλιξης κατά την εγελιανή διαλεκτική παράδοση. Αλλά σε αντίθεση με τον Έγελο αναγνωρίζουν την εσωτερική συνάρτηση αυτής της κίνησης συνήθως εκ των υστέρων, όταν τα συμπτώματα της νέας διαταραχής ήδη εκδηλώνονται.
Στις 10 Μαρτίου κατέρρευσε η αμερικανική τράπεζα Silikon Valley Bank (SVB), η 16η μεγαλύτερη τράπεζα των ΗΠΑ. Η εν λόγω τράπεζα αντλούσε καταθέσεις από επενδυτικά κεφάλαια (vc), χρηματοδοτούσε νεοφυείς εταιρείες τεχνολογίας, εταιρείες υγειονομικής περίθαλψης και εταιρείες κρυπτονομισμάτων και επένδυε τα χρήματα της σε ομόλογα του δημοσίου. Σύμφωνα με τα στοιχεία που η τράπεζα έδωσε στη δημοσιότητα, το προηγούμενο έτος παρείχε χρηματοδότηση στο 44% όλων των εταιρειών τεχνολογίας και υγειονομικής περίθαλψης που υποστηρίζονταν από vc και που ήταν δημόσια εισηγμένες σε χρηματιστήριο. H SVB δεχόταν βραχυπρόθεσμες καταθέσεις και τις χρησιμοποιούσε για μακροπρόθεσμες επενδύσεις (κυρίως ομόλογα), ενώ η κερδοφορία της προέκυπτε από τη διαφορά μεταξύ (μεγαλύτερων) αποδόσεων των επενδύσεων και (μικρότερων) τόκων από τις καταθέσεις. Η αύξηση των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων από την Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ, προκειμένου να αντιμετωπίσει τις πληθωριστικές τάσεις στην οικονομία, προκάλεσε στην τράπεζα ζημιές.
Η τράπεζα επιχείρησε να καλύψει τη ζημιά με αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου, κίνηση όμως που προκάλεσε πανικό μεταξύ των εταιρειών-καταθετών και bank run. Η μετοχή της κατέρρευσε, δεν έγινε δυνατό να αντληθούν κεφάλαια ή να βρεθεί αγοραστής και τελικά ο έλεγχός της κατέληξε στην Ομοσπονδιακή Εταιρεία Ασφάλισης Καταθέσεων των ΗΠΑ, η οποία θα ρευστοποιήσει τα περιουσιακά της στοιχεία για να αποπληρώσει τους πελάτες της. Στις 12 Μαρτίου έκλεισε η Signature Bank, ενώ μέσα σε μια εβδομάδα η μετοχή της αμερικάνικης First Republic Bank υποχώρησε κατά 36%. Στις 15 Μαρτίου η ελβετική Credit Suisse είδε τις μετοχές της να υποχωρούν κατά 31% και τις συναλλαγές της να αναστέλλονται και στις 24 Μαρτίου η μετοχή της Deutsche Bank σημείωσε πτώση κατά 10%. Και ενώ η ΕΕ και το Ηνωμένο Βασίλειο δηλώνουν πως επηρεάζονται λίγο από τα περιγραφόμενα, οι τραπεζικοί δείκτες βυθίζονται σε όλα τα χρηματιστήρια. Την ίδια ώρα στις ΗΠΑ οι οικονομικές αρχές προωθούν ένα νέο Πρόγραμμα Τραπεζικής Χρηματοδότησης, προκειμένου να αποσοβήσουν ένα νέο κύμα πανικού στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου.
Οι αιτίες
Κατά τα κυρίαρχα οικονομικά κέντρα η νέα απορρύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος οφείλεται είτε στη χαλάρωση του ρυθμιστικού πλαισίου από τον Ντόναλντ Τραμπ είτε στις γρήγορες αυξήσεις επιτοκίων, που πνίγουν τις επιχειρήσεις. Σύμφωνα με την πρώτη άποψη, το 2018 ο πρόεδρος των ΗΠΑ υπέγραψε νόμο (Ντοκ-Φρανκ), σύμφωνα με τον οποίο το όριο για την αυστηρή εποπτεία των τραπεζών ανέβηκε από τα 50 δισ. δολάρια ενεργητικού στα 250 δισ. δολάρια, με αποτέλεσμα μεγάλες τράπεζες να διαφεύγουν τους αυστηρούς ελέγχους. Σύμφωνα με τη δεύτερη δεξαμενή σκέψης, οι γρήγορες αυξήσεις των επιτοκίων από τη FED οδήγησαν τις εταιρείες επιχειρηματικών κεφαλαίων (vc) σε παύση της χρηματοδότησης των νεοφυών επιχειρήσεων τεχνολογίας, με αποτέλεσμα οι επιχειρήσεις αυτές να αποσύρουν τις καταθέσεις τους, προκειμένου να καλύπτουν τις υποχρεώσεις τους. Όμως, για να μπορέσει η τράπεζα να καλύψει τα σχετικά αιτήματα, αναγκάστηκε να πουλήσει ομόλογα μακράς διαρκείας με τεράστιες ζημιές.
Μια διαφορετική οπτική
Μια διαφορετική ανάγνωση φέρνει στον πυρήνα της νέας τραπεζικής κρίσης την παραγωγική διαδικασία και τη μακροχρόνια πτωτική τάση της κερδοφορίας των κεφαλαίων. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα πιέζεται κι αυτό από τη πτώση των κερδών και από την πτώση των τιμών των περιουσιακών του στοιχείων (των ομολόγων των τραπεζών), λόγω της αύξησης των επιτοκίων. Αναφορικά με την πτώση των κερδών, η JP Morgan πρόσφατα εκτίμησε ότι μετά την επανεκκίνηση της οικονομίας, που ακολούθησε την πανδημική κρίση, η συνολική κερδοφορία του οικονομικού συστήματος ξαναπήρε την κατιούσα, εξαιτίας των υπερσυσσωρευμένων κεφαλαίων και της αύξησης του κόστους παραγωγής. Παράλληλα οι τιμές των προϊόντων αυξήθηκαν ως αποτέλεσμα όχι μόνο της μεγέθυνσης της ζήτησης μετά την πανδημία, αλλά και της συστηματικής αύξησης του περιθωρίου κέρδους των επιχειρήσεων. Η κατάσταση αυτή ξέφυγε από κάθε έλεγχο αφενός εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία, δεδομένου ότι κατακερματίστηκαν οι αλυσίδες παραγωγής, και αφετέρου γιατί η δυσκολία εύρεσης εργατικού δυναμικού που παρατηρείται, δε βοήθησε στην αντιρρόπηση της πτώσης κερδοφορίας. Έτσι το σύστημα αντιμετώπισε και αντιμετωπίζει ταυτόχρονα το πρόβλημα της χαμηλής κερδοφορίας και του υψηλού πληθωρισμού. Η αύξηση των επιτοκίων αντιμετωπίζει τον πληθωρισμό, αλλά επιδεινώνει την κερδοφορία των επιχειρήσεων. Ταυτόχρονα, πλήττει τις τράπεζες τόσο άμεσα, αφού μειώνονται τα περιουσιακά τους στοιχεία, όσο και έμμεσα, αφού η κερδοφορία τους εξαρτάται από την κερδοφορία των παραγωγικών επιχειρήσεων.
Απαρχή γενικότερης κρίσης;
Οι επιτελείς της παγκόσμιας οικονομίας ανησυχούν πολύ και καλούνται να διερευνήσουν, αν η χρεοκοπία των εν λόγω τραπεζών είναι η απαρχή μιας νέας μεγάλης και γενικευμένης τραπεζικής κρίσης. Η αλήθεια είναι πως κανείς τους δε γνωρίζει. Πολλοί συνηγορούν πως πρόκειται για μεμονωμένο περιστατικό, με δεδομένο πως μετά το 2008 οι τράπεζες σε Ευρώπη και ΗΠΑ «έχουν πάρει το μάθημά τους» και, όπως ισχυρίζονται, κατέχουν τα εργαλεία από το πρόσφατο παρελθόν, αφού εποπτεύονται από ρυθμιστικά πλαίσια και έχουν διασφαλίσει κεφαλαιακή επάρκεια και ρευστότητα. Η Ελλάδα προς το παρόν δε βρίσκεται στο κέντρο της κρίσης μιας και δεν έχει άμεση ή έμμεση σχέση με τα αμερικάνικα ιδρύματα. Επιπλέον, τα βασικά μεγέθη του τραπεζικού μας συστήματος βρίσκονται σε καλή θέση και οι μηχανισμοί εποπτείας και ελέγχου της ΕΚΤ, καθώς και τα εργαλεία που έχει αναπτύξει, παρέχουν ένα επιπρόσθετο δίχτυ προστασίας. Επίσης, σύμφωνα με τις δηλώσεις των οικονομικών ταγών της χώρας, η Ελλάδα ούτως ή άλλως πρέπει ν’ αλλάξει σελίδα και να επικεντρωθεί στην επίτευξη πλεονασμάτων, προκειμένου να καταστεί έτοιμη για την αντιμετώπιση του χρέους της το 2032. Όπως χαρακτηριστικά ειπώθηκε, πρέπει να σταματήσει ο κόσμος να περιμένει κρατικές επιχορηγήσεις, όπως συνέβαινε τα τελευταία χρόνια. Άρα η επιλογή της περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής είναι αποφασισμένη. Τα αποτελέσματα όμως είναι αμφιλεγόμενα, ειδικά εφόσον ο πληθωρισμός στα τρόφιμα εξακολουθεί να κυμαίνεται κοντά στο 15%.
Οι επιλογές λύσεων
Μόλις ξέσπασε η κρίση η FED πάγωσε τη διαδικασία αύξησης των επιτοκίων και χορήγησε δάνεια αξίας 152 δισ. δολαρίων. Αντίθετα, την ώρα που οι διαπραγματεύσεις με την κρατική UBS για τη σωτηρία της Credit Suisse δεν είχαν τελειώσει, η ΕΚΤ ανακοίνωνε αύξηση των επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης, με το επιχείρημα να μη διαταράξει την κανονικότητα και προκαλέσει αναστάτωση, ενώ σύμφωνα με την έρευνα της Consensus Economics και τις εκτιμήσεις του ΕΚΠΑ αναμένεται συνέχιση των ήδη σηματοδοτημένων αυξήσεων των επιτοκίων. Οι παραπάνω διαφορετικές πολιτικές αντιμετώπισης της κρίσης φέρνουν στον νου το δημώδες «μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα»: Όταν οι κεντρικές τράπεζες ανεβάζουν τα επιτόκια, συγκρατείται ο πληθωρισμός αλλά αυξάνουν οι πιθανότητες νέων χρεοκοπιών τραπεζών. Όταν αντίθετα διατηρούν τα επιτόκια χαμηλά, ο πληθωρισμός εκτινάσσεται. Άρα, προκειμένου να αποφευχθεί η μετακύλιση της κρίσης, πρέπει να γίνονται και τα δύο: και υψηλά επιτόκια και έκτακτη ρευστότητα, όταν και όπου χρειαστεί.
Σύμφωνα με τους συστημικούς οικονομολόγους, πρέπει να μειωθεί εκείνο το μερίδιο του πληθωρισμού που οφείλεται σε άλλες αιτίες έκτος της ρευστότητας της οικονομίας, δηλαδή σε αιτίες σχετικές με την αποκατάσταση των γεωπολιτικών ανισορροπιών που διαταράσσουν την παγκόσμια οικονομία, προκαλώντας προβλήματα στις αλυσίδες εφοδιασμού και άνοδο του κόστους των εμπορευμάτων. Απ’ ό,τι φαίνεται, στο μυαλό των οικονομικών ταγών η ελπίδα βρίσκεται στη διπλωματία, δηλαδή στον τερματισμό του ρωσο-ουκρανικού πολέμου και στην άμβλυνση των εντάσεων μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας! Δε ζει κι ο Έγελος να μας διδάξει τις εσωτερικές συναρτήσεις των φαινομένων, δηλαδή διαλεκτική!