Σύμφωνα με το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, το Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό-Διαρθρωτικό Σχέδιο 2025-2028 (ΜΔΔΣ 2024) ως προϊόν αναμόρφωσης του Συμφώνου Σταθερότητας είναι εν ισχύ σε όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ, αποτελώντας έναν μηχανισμό ελέγχου των ελλειμμάτων και του δημόσιου χρέους. Βασικό εργαλείο ελέγχου είναι η τήρηση ή μη του κανόνα ορίου δαπανών, σύμφωνα με τον οποίο ο σχετικός δείκτης δαπανών δεν πρέπει να αυξάνεται ταχύτερα από έναν συγκεκριμένο ρυθμό μεταβολής, που προσδιορίζεται κατόπιν ανάλυσης της βιωσιμότητας κάθε χρέους. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης θα επιβάλλονται κυρώσεις στα κράτη-μέλη της ΕΕ.

Σύμφωνα με τις προβλέψεις του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2025-2028 (ΜΠΔΣ), το δημόσιο χρέος από 153,7% του ΑΕΠ το 2024 θα μειωθεί στο 133,4% του ΑΕΠ το 2028, ενώ το δημοσιονομικό έλλειμμα (με όριο 3% του ΑΕΠ) από 1% το 2024 θα διαμορφωθεί στο 0,6% το 2025, στο 0,8% το 2026, στο 1,1% το 2027 και στο 1,2% το 2028. Επιπλέον, το πρωτογενές πλεόνασμα στον προϋπολογισμό από 2,4% του ΑΕΠ το 2024 (έναντι αρχικής πρόβλεψης 2,1%) θα διαμορφωθεί στο 2,5% το 2025, στο 2,4% το 2026, στο 2,4% το 2027 και στο 2,4% το 2028, ενώ το ονομαστικό ΑΕΠ από 232 δισ. ευρώ το 2024 θα διαμορφωθεί στα 242 δισ. ευρώ το 2025, στα 253 δισ. ευρώ το 2026, στα 263 δισ. ευρώ το 2027 και στα 272 δισ. ευρώ το 2028 (τα στοιχεία αυτά πρόκειται να αναθεωρηθούν επί τω βελτίω μετά την αναθεώρηση της 17ης Οκτωβρίου 2024 της ΕΛΣΤΑΤ). Ακολούθως κατά τις προβλέψεις η ανεργία θα μειωθεί περαιτέρω στο 8,5 % το 2028 έναντι 17,9% το 2019 και 9,5 % τον Αύγουστο φέτος, ενώ οι μισθοί, τόσο ο κατώτατος όσο και ο μέσος, θα αυξηθούν περαιτέρω: Ο κατώτατος από 650 ευρώ το 2019 και 830 ευρώ σήμερα, στα 950 ευρώ το 2027 και ο μέσος μισθός από 1.046 ευρώ το 2019 και 1.258 ευρώ στα τέλη του 2023 προβλέπεται ότι το 2027 θα φθάσει στα 1.500 ευρώ. Τέλος, ο πληθωρισμός, βάσει του ΕνΔΤΚ, αναμένεται ότι θα αποκλιμακωθεί από 4,2% το 2023 σε 2,8% φέτος και σε 2,1% το 2025.

Οι επισημάνσεις του Ελληνικού Δημοσιονομικού Συμβουλίου
Σύμφωνα με το Υπουργείο Οικονομικών, οι στόχοι της μείωσης του χρέους, του περιορισμού της φοροδιαφυγής, της κάλυψης των αυξημένων αμυντικών δαπανών, της ενίσχυσης του κοινωνικού κράτους, της μείωσης της ανεργίας, της μείωσης των φόρων και της αύξησης των εισοδημάτων, προϋποθέτουν μια συνετή δημοσιονομική πολιτική σαν αυτή που εφαρμόζεται τα τελευταία χρόνια στη χώρα, με την παράλληλη προώθηση μιας σειράς διαρθρωτικών παρεμβάσεων. Οι παρεμβάσεις αυτές αναφέρονται στην εισαγωγή προγραμμάτων με σκοπό την ορθολογικότερη κατανομή των δαπανών, την επίλυση του δημογραφικού προβλήματος, την αντιμετώπιση της στεγαστικής κρίσης και των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής, την αναβάθμιση της υγείας και της παιδείας, τον περιορισμό της φοροδιαφυγής και την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας.

Το μήνυμα του υπουργού οικονομικών είναι πως τα προαναφερθέντα επίδικα αποτελούν τη συνέχεια της συνετής οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης και της υπεραπόδοσης του προϋπολογισμού και της οικονομίας. Ωστόσο, τα πολύ αισιόδοξα επικοινωνιακά μηνύματα που εκπέμπει το υπουργείο, χρήζουν αποκωδικοποίησης και τεκμηρίωσης πρώτα από το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο, που εγκρίνει ή απορρίπτει τις μακροοικονομικές προβλέψεις και παραδοχές του προγράμματος, αναδεικνύοντας τις αβεβαιότητες και τους κινδύνους που ελλοχεύουν, κυρίως διότι οι καθαρές πρωτογενείς δαπάνες πλέον αποτελούν τη μοναδική λειτουργική μεταβλητή παρακολούθησης της δημοσιονομικής κατάστασης της χώρας, σε μόνιμη και αυστηρή συμμόρφωση με τους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης της ΕΕ. Σύμφωνα λοιπόν με το Συμβούλιο, η συνέχιση των διεθνών γεωπολιτικών εντάσεων ενδεχομένως να προκαλέσει τη μείωση της ζήτησης των ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών εκ μέρους των εμπορικών μας εταίρων και να επιβαρύνει επιπλέον το ελλειμματικό μας εμπορικό ισοζύγιο. Επίσης, οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, όπως οι φυσικές καταστροφές, μπορεί να φρενάρουν τον αναπτυξιακό δυναμισμό της ελληνικής οικονομίας, αφού απαιτούν έκτακτες δαπάνες (βλ. Θεσσαλία). Ακόμα, η επιτάχυνση του ρυθμού των προγραμματισμένων μεταρρυθμίσεων σχετικά με τη μείωση του κατακερματισμού της αγοράς εργασίας και την ενίσχυση της παραγωγικότητας παραμένει πρόκληση. Η πιθανότητα επιβράδυνσης των μεσοπρόθεσμων και των μακροπρόθεσμων ρυθμών μεγέθυνσης αναδεικνύεται ως αποτέλεσμα των επιπτώσεων του δημογραφικού ζητήματος (γήρανση του πληθυσμού), αναδεικνύοντας ως αναγκαιότητα την αύξηση των κρατικών δαπανών ακόμα και πάνω από το όριο του ΜΔΔΣ.

Σύμφωνα με το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο, οι περισσότεροι οικονομικοί οργανισμοί ομονοούν στην προοπτική ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας με βασικό μοχλό τις επενδύσεις και την ιδιωτική κατανάλωση. Αλλά οι επενδύσεις χάνουν ένα μέρος της δυναμικής τους, ενώ, αν και ο πληθωρισμός σταθεροποιείται, φέτος ο ΕνΔΤΚ προβλέπεται υψηλότερος (2,8%) από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (2,5%), γεγονός που προκαλεί έντονα προβλήματα ανταγωνιστικότητας. Επίσης, επισημαίνεται ότι οι τιμές της ενέργειας, των υπηρεσιών και των τροφίμων παραμένουν ευμετάβλητες και μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά τη ζήτηση και να μειώσουν το πραγματικό εισόδημα, υπονομεύοντας την οικονομική ανάπτυξη. Επισημαίνεται ακόμα ότι οι προβλέψεις του ΜΔΔΣ για την αγορά εργασίας είναι μεν θετικές, αφού μιλούν για αύξηση της απασχόλησης, αν και με επιβραδυνόμενο ρυθμό 1,2% φέτος και 0,8% το 2025, και για μείωση της ανεργίας στο 8,5% το 2028, αλλά βασικοί τομείς της οικονομίας, όπως ο τουρισμός, οι κατασκευές και η γεωργία, έχουν αυξανόμενες ελλείψεις εργατικού δυναμικού, λόγω αναντιστοιχίας δεξιοτήτων, ενώ ο κατακερματισμός της αγοράς εξακολουθεί να αποτελεί τροχοπέδη στην μείωση της ανεργίας.

Σε διαρκή τιμωρία
Εκτός των σοβαρότατων ενστάσεων του Συμβουλίου, το ΜΔΔΣ δέχεται κριτική από οικονομικές σχολές που προτάσσουν τα συμφέροντα των νοικοκυριών. Σύμφωνα με αυτές, τα φορολογικά έσοδα (ΦΠΑ, φόροι εισοδήματος) θα συνεχίσουν όλη την πενταετία να αυξάνουν με φρενήρη ρυθμό σε βάρος των εισοδημάτων των νοικοκυριών, με σκοπό το μεγαλύτερο μέρος τους να εξυπηρετήσει το δημόσιο χρέος κι όχι τις δαπάνες κοινωνικής αναπαραγωγής. Σημειώνεται ότι ο εκτιμώμενος ρυθμός αύξησης των αποδοχών των εργαζομένων (6% το 2023, 5,2% το 2024 και 3,4% το 2025) θα είναι μικρότερος της αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ (6,6%, 5,3% και 4,5% αντίστοιχα), πράγμα που σημαίνει πως όλο και μικρότερο ποσοστό της αύξησης του ΑΕΠ θα πηγαίνει στους εργαζόμενους. Αξίζει να αναφερθεί ότι ο μέσος σημερινός μισθός (1.258 ευρώ στο τέλος του 2023) είναι κατά 14,8% μικρότερος του αντίστοιχου το 2011, ενώ το 2027 θα είναι λίγο μεγαλύτερος, αλλά με μικρότερη αγοραστική δύναμη.

Αναφορικά με το επίπεδο των κοινωνικών δαπανών και την αδυναμία τους να καλύψουν τις σημερινές ανάγκες, το ΜΔΔΣ προβλέπει ρυθμό ετήσιας μεταβολής τους λίγο πάνω από τον πληθωρισμό, δηλαδή 3,7% το 2025, 3,6% το 2026, 3,1% για το 2027 και 3% για το 2028. Μεσοσταθμικά η ετήσια αύξηση θα είναι της τάξης των 3,5 δισ. ευρώ και από το όριο αυτό ο προϋπολογισμός θα μπορεί να ξοδέψει 1 δισ. ευρώ για τα λειτουργικά κόστη του δημοσίου, 0,74 δισ. για μέτρα στήριξης της οικονομίας, 0,86 δισ. ευρώ για τα εξοπλιστικά προγράμματα και 1 δισ. ευρώ για τις συντάξεις. Από αυτό το 1 δισ. ευρώ τα 400 εκατ. είναι η εκτιμώμενη ετήσια δαπάνη για την αύξηση των συντάξεων και 600 εκατ. ευρώ το κόστος των νέων συνταξιοδοτήσεων. Βεβαίως η εκτίμηση αυτή θεωρεί πως κάθε χρόνο βγαίνουν στη σύνταξη περίπου 80.000 άνθρωποι μέσης σύνταξης 700 ευρώ. Όμως την τελευταία πενταετία, όπως επισημαίνεται, οι αιτήσεις φτάνουν τις 180.000 με 200.000 τον χρόνο, με αποτέλεσμα το απαιτούμενο κονδύλι να είναι κατά πολύ μεγαλύτερο των 600 εκατ. ευρώ. Με δεδομένο πως το οκτάμηνο του 2024 οι νέες αιτήσεις ξεπερνούν τις 120.000, είναι φανερό πως υπό τον κίνδυνο αναθεώρησης του ΜΔΔΣ θα επιχειρηθεί να μπει φρένο στις αιτήσεις, με πρώτο μέτρο την αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης…

Είναι φανερό πως οι κοινωνικές δαπάνες στην ΕΕ αξιολογούνται ως βαρίδι, η δε μη συμμόρφωση προς τις σχετικές υποδείξεις τιμωρείται αναλόγως. Οι τιμωρούμενοι από τους κόφτες δαπανών, όμως, δεν είναι πια καθόλου σίγουρο ότι δεν σκέφτονται την τιμωρία των τιμωρών τους…