Σκληρή μάχη με σκοπό την τροποποίηση βασικών πλευρών του προωθούμενου κοινοτικού Κανονισμού, που περιορίζει στις τριάντα τις ημέρες της καθυστέρησης των πληρωμών των πάσης φύσεως εμπόρων προς τους προμηθευτές τους, δίνει ο κλάδος για να προλάβει τα χειρότερα. Το «καμπανάκι» για το ενδεχόμενο δημιουργίας μαύρης τρύπας περίπου 2 δισ. ευρώ στα ταμεία των αλυσίδων σούπερ μάρκετ έχουν ηχήσει εδώ και καιρό…
Aνώτατα στελέχη του κλάδου επισημαίνουν σε όλους τους τόνους ότι, εφόσον τεθεί σε ισχύ ο Κανονισμός με τη μορφή που έχει σήμερα το σχέδιό του, για αρκετές αλυσίδες σούπερ μάρκετ, ιδίως τις τοπικές μικρομεσαίες, θα τεθεί εκ των πραγμάτων ζήτημα επιβίωσης. Αν και γνωρίζουν ότι η πρόθεση των κοινοτικών αρχών είναι να υπάρξει μια διετής περίοδος προσαρμογής στο υπό διαμόρφωση καθεστώς, υπογραμμίζουν ότι η απόσταση που θα πρέπει να διανύσει η εγχώρια αγορά είναι πραγματικά τεράστια. Στην αγορά μας οι δονήσεις θα είναι, λένε, ισχυρότατες, θεωρώντας βέβαιο ότι πολλές από τις αλυσίδες σούπερ μάρκετ, ιδιαίτερα όσες σήμερα δεν έχουν «γερό» ταμείο, δεν θα αντέξουν…
Τι θα φέρει το επιθετικό «κούρεμα» του χρόνου πληρωμών
Όπως σημειώνουν, ο προωθούμενος Κανονισμός προβλέπει τον οριζόντιο περιορισμό του χρόνου εξόφλησης των τιμολογίων αγοράς στις τριάντα ημέρες (ανώτατο όριο), όταν στην Ελλάδα οι χρόνοι πληρωμών φθάνουν ή ξεπερνούν σε ορισμένες περιπτώσεις και τις 115 ημέρες. Αντίθετα, σε άλλες μεγάλες αγορές της Ευρώπης ο μέσος χρόνος πληρωμών υπολογίζεται στις εξήντα ημέρες. Όπως τονίζουν ανώτατοι παράγοντες του κλάδου, «είναι διαφορετικό να περιορίζεις τις καθυστερήσεις πληρωμών κατά τριάντα ημέρες από το να τις περιορίζεις κατά 85 ημέρες…».
Για τους εγχώριους λιανέμπορους του κλάδου ένα ψαλίδισμα των καθυστερήσεων στις πληρωμές τους κατά 85 ημέρες θα τους προξενήσει ένα μεγάλο κενό ρευστότητας. Αυτό το κενό κατά ένα μικρό μέρος του θα καλυφθεί από ίδιους πόρους, δηλαδή από τους υπάρχοντες πόρους των αλυσίδων, ενώ κατά το μεγαλύτερο μέρος θα καλυφθεί κατ’ ανάγκην από τραπεζικό δανεισμό, στον οποίο πρέπει να προσφύγουν οι περισσότερες αλυσίδες. Το ζητούμενο, λοιπόν, είναι πόσες εταιρείες θα έχουν μια τέτοια δυνατότητα, ενόσω αρκετές ήδη δεν έχουν πρόσβαση στην τραπεζική πίστωση. Μεταξύ των τελευταίων είναι ασφαλώς κατά πλειονότητα οι μικρές αλυσίδες, όπως και οι μικρομεσαίες που δεν έχουν ακίνητη περιουσία, ώστε να βάλουν κάποια ακίνητά τους εγγύηση, προκειμένου να δανειοδοτηθούν. Επίσης, οι αλυσίδες που ήδη σηκώνουν βαρύ δανειακό φορτίο δύσκολα θα σηκώσουν και τη διόγκωση του κόστους του χρήματος, η οποία σε κάθε περίπτωση συναρτάται με το ύψος των επιτοκίων, με τα οποία η τραπεζική αγορά θα προσφέρει τότε τα προϊόντα της.
Οι ανακλάσεις του Κανονισμού στα στοκ των εμπόρων
Παράγοντες του κλάδου, περιγράφοντας το μέγεθος του προβλήματος που θα φέρει η έλλειψη ρευστότητας, υπογραμμίζουν ότι στο λιανεμπόριο υπάρχουν προϊόντα των οποίων το στοκ δεν «γυρίζει» ούτε σε εκατό ημέρες, ενώ για αρκετά αγαθά συνάπτονται συμφωνίες με την πρόβλεψη ακριβώς της διατήρησης του αποθέματός τους έως και 150 ημέρες για λόγους ανταγωνιστικότητας. Για περιπτώσεις, λοιπόν, όπως αυτές, θα υπάρξουν σοβαρότατα προβλήματα, για την υπέρβαση των οποίων οι αλυσίδες θα υποχρεωθούν είτε να μειώνουν τα αποθέματά τους είτε να περιορίζουν τις παραγγελίες τους (αυτό, άλλωστε, είναι το …αντίτιμο που θα «πληρώσουν» οι προμηθευτές για την προσαρμογή των συνεργατών τους εμπόρων…). Έτσι, όμως, θα αγοράζουν τα εμπορεύματα σε υψηλότερες τιμές έναντι των προνομιακών τιμών που τους εξασφαλίζουν οι μαζικές παραγγελίες, τις οποίες αξιοποιούν σήμερα. Συνέπεια αυτού, όπως επισημαίνεται, θα είναι η περαιτέρω μείωση της ανταγωνιστικότητας των μικρότερων «παικτών» του κλάδου έναντι των μεγάλων, όπως και η μεταφορά των νέων επιβαρύνσεών τους στις τιμές ραφιού, δηλαδή στην τελική ζήτηση.
Πλήρης η ανατροπή των συναλλακτικών ηθών
«Στο βαθμό που τελικά θεσπιστεί ο κοινοτικός Κανονισμός στη μορφή που ήδη συζητείται, η ρευστότητα με την οποία κινείται σήμερα η οργανωμένη λιανική, θα ελαττωθεί υπέρ της ενίσχυσης της ρευστότητας των προμηθευτών, όταν μέχρι σήμερα συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο», επισημαίνει ένας από τους συνομιλητές μας. Όπως σχολιάζει, «είναι κοινό μυστικό ότι με τις μεγάλες χρονοκαθυστερήσεις στις πληρωμές, το εμπόριο είναι αυτό που διασφαλίζει τη ρευστότητά του, έχοντας μια άτυπη γραμμή πίστωσης από τους προμηθευτές του». Κατά συνέπεια θα υπάρξει μια πλήρης ανατροπή στα συναλλακτικά ήθη της αγοράς.
Στο πλαίσιο αυτό, εφόσον ο υπό θέσπιση Κανονισμός έχει οριζόντια εφαρμογή, θα μεταβάλλει τις συναλλακτικές σχέσεις της εγχώριας οργανωμένης λιανικής και με διεθνείς προμηθευτές, που ήδη λειτουργούν από θέση ισχύος έναντι των μεγάλων πελατών τους-εταιρειών σούπερ μάρκετ και cash & carry, ισχυροποιώντας τους ακόμα περισσότερο.
Οι συνομιλητές μας επισημαίνουν ότι οι αρμόδιες κοινοτικές αρχές παρεμβαίνουν ρυθμιστικά, λαμβάνοντας υπόψη τους τα ισχύοντα κατά μέσον όρο στην ευρωπαϊκή αγορά, από τον οποίο το ελληνικό λιανεμπόριο υπολείπεται σημαντικά. «Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο υπάρχει ο κίνδυνος της δημιουργίας σοβαρών δυσλειτουργιών στις αλυσίδες σούπερ μάρκετ, που θα αφορούν κυρίως το ταμείο τους», δηλώνουν με έμφαση, προσθέτοντας ότι ο Κανονισμός, εφόσον θα ισχύσει και για τα τρόφιμα και για τα μη τρόφιμα, θα επηρεάσει κάθε εμπορική συναλλαγή της χώρας. Δεδομένου ότι στο νέο πλαίσιο θα υπαχθεί το σύνολο των εμπορικών δραστηριοτήτων, δηλαδή όλοι οι κλάδοι της λιανικής, κατά πάσα πιθανότητα το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα του εμπορίου αύριο για πλείστες εταιρείες διαφορετικής ειδίκευσης θα είναι η έγκαιρη χρηματοδότησή τους.
Νομοθέτηση ερήμην των εθνικών ιδιομορφιών
Ανώτατα στελέχη του κλάδου επισημαίνουν, επίσης, ότι τόσο τα αρμόδια υπουργεία της χώρας μας όσο και οι κοινοτικοί παράγοντες θα έπρεπε, πριν κινηθούν νομοθετικά, να μελετήσουν τις πραγματικές διαστάσεις του προβλήματος, βάσει των εθνικών ιδιομορφιών, ώστε να φτάσουν στις επιθυμητές λύσεις με τους λιγότερους δυνατούς κραδασμούς. Αντί αυτού ο τρόπος που προσέγγισαν το θέμα ήταν εντελώς άλλος, λαθεμένος από τη βάση του, εφόσον προτάσσουν έναν ομοιόμορφα ολιστικό τρόπο ρύθμισης των συναλλαγών σε όλη την ευρωπαϊκή επικράτεια, είτε αγνοώντας είτε αδιαφορώντας για τα προβλήματα που θα προκληθούν ανά χώρα και κλάδο του εμπορίου.
Πάντως, τα ίδια στελέχη αναγνωρίζουν πως «ένα μέρος των προμηθευτών των σούπερ μάρκετ και cash & carry, ιδιαίτερα οι μικροί και μικρομεσαίοι, όντως δέχονται αφόρητες πιέσεις από τις αλυσίδες για επιμήκυνση των καθυστερήσεων στην αποπληρωμή τους. Ωστόσο, το πρόβλημα αυτό στην Ελλάδα, αλλά και γενικότερα στην Ευρώπη, δεν είναι γενικευμένο, πράγμα που οφείλουν να λάβουν υπόψιν τους οι αρμόδιες κοινοτικές αρχές πριν πουν νομοθετικά την τελευταία τους λέξη…».
Εξάλλου, οι συνομιλητές μας επισημαίνουν ότι, εφόσον ο Κανονισμός τεθεί σε ισχύ, είναι βέβαιο ότι θα επηρεάσει και τον ανταγωνισμό μεταξύ των αλυσίδων του κλάδου. Όπως εξηγούν, όσες από αυτές ήδη εξοφλούν ταχύτερα τους προμηθευτές τους, θα προσαρμοστούν στο νέο καθεστώς πιο γρήγορα και με περιορισμένες συνέπειες, πλεονεκτώντας έναντι των ανταγωνιστών τους. Μεταγενέστερα όμως, εφόσον όλη η κλαδική αγορά προσαρμοστεί στα νέα όρια του χρόνου πληρωμών, οι έχοντες σήμερα την εύνοια των προμηθευτών τους ως «καλύτεροι» πελάτες, θα τη χάσουν ή εν πάση περιπτώσει αυτή θα δοκιμαστεί. Ο λόγος θα είναι ασφαλώς η έναρξη ενός νέου κύκλου διαγκωνισμού των αλυσίδων μεταξύ τους στην ακόμα μεγαλύτερη μείωση του ήδη μειωμένου χρόνου των πληρωμών προς προμηθευτές, με επίδικο το καπάρωμα των ευκαιριών που θα δίνουν και πάλι τα προνόμια, με τα οποία οι προμηθευτές θα χορηγούν τους «καλύτερους» πελάτες τους…