Το χάσμα που χωρίζει τις μικρές λιανεμπορικές επιχειρήσεις από τους μεγάλους ανταγωνιστές τους διευρύνεται με εξαιρετικά ταχύ ρυθμό και ο τζίρος τους διαρκώς συρρικνώνεται προς όφελος των μεγάλων. Στο μεταξύ διευρύνονται οι σημαντικές διαφορές στις δομές των αγορών της πρωτεύουσας από τη μία και της υπόλοιπης χώρας από την άλλη. Αν στις μετρήσεις της η ΕΣΥΕ αποσπούσε από τη «λοιπή χώρα» ένα ή δύο μεγάλα αστικά κέντρα, τότε θα καθίστατο σαφές ότι οι διαφορές με την επαρχία είναι χαοτικές.

Το χάσμα που χωρίζει τις μικρές λιανεμπορικές επιχειρήσεις από τους μεγάλους ανταγωνιστές τους διευρύνεται με εξαιρετικά ταχύ ρυθμό: ο τζίρος τους διαρκώς συρρικνώνεται προς όφελος των μεγάλων. Στο μεταξύ οι σημαντικές διαφορές στις δομές των αγορών της πρωτεύουσας και της υπόλοιπης χώρας διευρύνονται. Αν στις μετρήσεις της η ΕΣΥΕ αποσπούσε από τη «λοιπή χώρα» ένα ή δύο μεγάλα αστικά κέντρα, τότε θα καθίστατο σαφές ότι οι διαφορές με την επαρχία είναι χαοτικές.

Την περασμένη εικοσιπενταετία σταθήκαμε όλοι μάρτυρες της γιγάντωσης ενός ασήμαντου αρχικά κλάδου, ο οποίος σήμερα όχι μόνο κυριαρχεί στην οικονομική ζωή της χώρας, αλλά μπορεί σε μεγάλο βαθμό και επιβάλλει από θέση ισχύος τους κανόνες του παιχνιδιού στους προμηθευτές του. Για τον κλάδο των σούπερ μάρκετ ο λόγος, που σήμερα υπολογίζεται ότι συγκεντρώνει το 90% του τζίρου στο λιανεμπόριο τροφίμων. Από την άλλη, είδαμε τα κλασικά παντοπωλεία να εξαφανίζονται από τις γειτονιές και στη θέση τους να ξεφυτρώνουν μίνι μάρκετ, τα οποία με όπλα ένα εξαιρετικά διευρυμένο ωράριο λειτουργίας και μεγάλη γκάμα προϊόντων (από εφημερίδες και τσιγάρα μέχρι ψιλικά και είδη σούπερ μάρκετ) προσπαθούν να επιβιώσουν υπό τη σκιά των μεγάλων σούπερ μάρκετ.

Τα πολυκαταστήματα εμφανίστηκαν λίγο αργότερα, αλλά και αυτά σήμερα κατέχουν σημαντικό μέρος του τζίρου ιδιαίτερα στα μεγάλα αστικά κέντρα, ενώ παράλληλα όλο και πιο δυσδιάκριτα γίνονται τα όρια ανάμεσα σε αυτά και στα σούπερ μάρκετ. Η εσωτερική αγορά βαδίζει ολοταχώς προς την ολοκλήρωσή της, η διεθνοποίηση επιταχύνει συνεχώς τις διαδικασίες συγκέντρωσης του λιανεμπορίου σε όλο και λιγότερα χέρια, οι πολυεθνικές εταιρείες πατούν ήδη γερά πόδι στη χώρα μας.

Σίγουρα ο 21ος αιώνας του ενιαίου νομίσματος και της παγκοσμιοποίησης δεν προοιωνίζεται τίποτε καλό για τον «μπακάλη» που ξέραμε πριν λίγες δεκαετίες. Όμως η πείρα δείχνει ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις είναι εξαιρετικά ευέλικτες και ως τέτοιες μπορούν να επιβιώσουν στο νέο περιβάλλον, εκσυγχρονιζόμενες, δίνοντας έμφαση στην ποιότητα και εκμεταλλευόμενες κάποια συγκριτικά πλεονεκτήματα που δεν μπορούν να έχουν οι μεγάλες εταιρείες (διευρυμένο ωράριο, προσωπική επαφή με τον πελάτη, μεγαλύτερη εξειδίκευση κλπ).

Άσχημο το 2002 για το μικρό λιανεμπόριο

Ο πρώτος χρόνος κυκλοφορίας του νέου νομίσματος θα πρέπει μάλλον να ήταν τραυματικός για τις μικρές λιανεμπορικές επιχειρήσεις, καθώς είδαν το χάσμα που τις χωρίζει από τους μεγάλους ανταγωνιστές τους να διευρύνεται με εξαιρετικά ταχύ ρυθμό. Ενδεικτικά προς τούτο είναι τα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας που αναφέρονται στις λιανικές πωλήσεις στο εντεκάμηνο Ιανουαρίου-Νοεμβρίου του 2002. Σύμφωνα με αυτά, το συγκεκριμένο διάστημα ο μέσος δείκτης αξίας λιανικών πωλήσεων αυξήθηκε κατά 9,3% σε σύγκριση με το αντίστοιχο εντεκάμηνο του 2001. Η επίδοση αυτή του λιανεμπορίου οφείλεται αποκλειστικά στην αύξηση των πωλήσεων των σούπερ μάρκετ και των πολυκαταστημάτων, των μόνων που σημείωσαν επιδόσεις υψηλότερες του μέσου όρου.

Πιο συγκεκριμένα, τα σούπερ μάρκετ αύξησαν τις πωλήσεις τους κατά 12,1% και τα πολυκαταστήματα κατά 10% σε τρέχουσες τιμές. Η χρονιά ήταν καταστροφική για τις πωλήσεις εκτός καταστημάτων (ηλεκτρονικό εμπόριο), που αυξήθηκαν μόνο κατά 2,6%, δηλαδή στην ουσία –σε σταθερές τιμές– υπέστησαν σοβαρή μείωση. Η εξήγηση εδώ είναι μάλλον εύκολη και έχει να κάνει με τον φόβο των καταναλωτών να εμπιστευτούν το pin των καρτών τους στις εταιρείες του διαδικτύου.

Άσχημο όμως ήταν το 2002 για τους περισσότερους κλάδους του λιανεμπορίου όπου κυριαρχούν τα μικρά καταστήματα. Τα στοιχεία της ΕΣΥΕ όχι μόνο δείχνουν σαφώς ότι ο τζίρος τους συρρικνώνεται προς όφελος των μεγάλων επιχειρήσεων, αλλά και «ζωγραφίζουν» με ευκρίνεια τις μεγάλες διαφορές στις δομές των αγορών της πρωτεύουσας από τη μία και της υπόλοιπης χώρας από την άλλη (βαθμός συγκέντρωσης, καταναλωτικά πρότυπα κλπ). Αν μάλιστα στις μετρήσεις της η ΕΣΥΕ αποσπούσε από τη «λοιπή χώρα» 1-2 μεγάλα αστικά κέντρα (Θεσσαλονίκη, Πάτρα κλπ), τότε θα καθίστατο σαφές ότι οι διαφορές με την επαρχία είναι χαοτικές.

  • Τα σούπερ μάρκετ και τα καταστήματα εμφανίζονται ιδιαίτερα ισχυρά στην πρωτεύουσα, όπου οι επιδόσεις τους είναι πολύ υψηλότερες από ό,τι στην υπόλοιπη χώρα.
  • Αντίθετα, τα μικρά καταστήματα τροφίμων, ποτών και καπνού πραγματοποίησαν καλύτερες επιδόσεις στην υπόλοιπη χώρα σε σχέση με την πρωτεύουσα, χωρίς όμως αυτό να βελτιώνει και πολύ την δυσχερή θέση στην οποία φαίνεται ότι έχουν περιέλθει. Στο σύνολο της χώρας η αύξηση του τζίρου τους μόλις έφτασε το μισό του ποσοστού αύξησης των κύριων ανταγωνιστών τους. Στην περιοχή της πρωτεύουσας μάλιστα, όπου ο κλάδος των σούπερ μάρκετ εμφανίζεται ιδιαίτερα ισχυρός, ο ρυθμός αύξησης του τζίρου των τελευταίων ήταν δυόμισι φορές ταχύτερος από εκείνου των μικρών καταστημάτων. Πάντως τα στοιχεία της ΕΣΥΕ δείχνουν ότι η ταχεία επέκταση των σούπερ μάρκετ σε κάθε γωνιά της χώρας τα τελευταία χρόνια έχει αποδώσει καρπούς, αφού και στην επαρχία επιταχύνονται πλέον οι διαδικασίες συγκέντρωσης του τζίρου σε λιγότερα χέρια. Ενδεικτικό αυτής της τάσης είναι το γεγονός ότι κατά το εξεταζόμενο διάστημα οι επιδόσεις των σούπερ μάρκετ και στη λοιπή χώρα είναι πολύ καλύτερες από τις επιδόσεις των μικρών καταστημάτων του κλάδου.
  • Ο κλάδος των φαρμακευτικών ειδών και καλλυντικών παρουσιάζει ιδιαιτερότητες, αφού ένα μεγάλο τμήμα του (φάρμακα) δεν λειτουργεί σε συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού, ενώ και η ζήτηση σε αυτό τον τομέα καθορίζεται σε σημαντικό βαθμό από εξωγενείς αιτίες (ασθένειες κλπ). Σε αυτές τις ιδιαιτερότητες οφείλεται η ομοιόμορφη ανάπτυξη της αγοράς σε όλη τη χώρα. Ο τζίρος του κλάδου κατά το εξεταζόμενο διάστημα αυξήθηκε σε ποσοστά παραπλήσια του μέσου όρου, ενώ η αύξηση ήταν σχεδόν η ίδια στην Αθήνα και στην επαρχία.
  • Για τα καταστήματα ένδυσης και υπόδησης της Αθήνας, το 2002 θα πρέπει να ήταν μία από τις χειρότερες χρονιές των τελευταίων δεκαετιών. Ο τζίρος τους αυξήθηκε μόλις κατά 4,8% (η χαμηλότερη αύξηση μεταξύ όλων των κλάδων με εξαίρεση τις πωλήσεις εκτός καταστημάτων), ενώ στην υπόλοιπη χώρα, όπου η παρουσία των πολυκαταστημάτων είναι ακόμη σχετικά περιορισμένη, το ποσοστό αύξησης ξεπέρασε το 7%.
  • Κάτι ανάλογο συνέβη και με τα καταστήματα επίπλων, ηλεκτρικών συσκευών και οικιακού εξοπλισμού. Η μικρή διείσδυση των πολυκαταστημάτων στην επαρχία είχε ως αποτέλεσμα ο κλάδος να είναι ο μόνος που σημείωσε διψήφιο ποσοστό αύξησης στη λοιπή χώρα. Όμως οι ισχνές επιδόσεις του στην πρωτεύουσα, λόγω βεβαίως της ισχυρότατης παρουσίας των ανταγωνιστικών πολυκαταστημάτων, καθήλωσε τον κλάδο στην προτελευταία θέση σε ό,τι αφορά την αύξηση του τζίρου του στο σύνολο της χώρας.
  • Τα βιβλία και τα χαρτικά δεν βρίσκονται ακόμη στις προτεραιότητες των πολυκαταστημάτων. Έτσι οι επιχειρήσεις του κλάδου σε όλη τη χώρα αύξησαν τον τζίρο τους κατά ποσοστά παραπλήσια του γενικού μέσου όρου.

Επιταχύνεται η συγκέντρωση του λιανεμπορίου

Οι σαρωτικές αλλαγές που σημειώθηκαν τις τελευταίες δεκαετίας στην ελληνική αγορά, δεν επηρέασαν ομοιόμορφα όλους τους κλάδους του λιανεμπορίου. Το μεγαλύτερο πλήγμα φαίνεται ότι δέχθηκαν τα καταστήματα τροφίμων, από τα οποία περίπου τα μισά έκλεισαν από το 1977 και μετά. Ορισμένοι κλάδοι, όπως τα παραδοσιακά γαλακτοπωλεία, φαίνεται ότι βρίσκονται μόλις ένα βήμα πριν την ολοκληρωτική εξαφάνισή τους, ενώ άλλοι, όπως τα ψιλικατζίδικα, αποκτούν κάποιες ελπίδες επιβίωσης μόνο στον βαθμό που κατορθώνουν να διευρύνουν την γκάμα των προϊόντων που διακινούν και να μετατρέπονται σε μίνι μάρκετ ειδών διατροφής και νοικοκυριού.

Υπάρχουν όμως και κλάδοι που όχι μόνο δεν επηρεάστηκαν αρνητικά, αλλά –για διάφορους λόγους ο καθένας– γιγαντώθηκαν, εκμεταλλευόμενοι την απελευθέρωση των αγορών, την κατάργηση των ασφυκτικών ελέγχων και κρατικών παρεμβάσεων, τον ανταγωνισμό που προκάλεσε η απελευθέρωση των τιμών. Ο λόγος φυσικά για τα σούπερ μάρκετ, ο αριθμός των οποίων υπεροκταπλασιάστηκε την τελευταία εικοσιπενταετία. Επίσης, αυξημένος εμφανίζεται ο αριθμός των αρτοπωλείων, ως αποτέλεσμα της απελευθέρωσης του επαγγέλματος και της ανάπτυξης πρατηρίων άρτου ιδιαίτερα στα μεγάλα αστικά κέντρα. Το ίδιο διάστημα τριπλασιάστηκαν τα φαρμακεία, εξέλιξη που οφείλεται κυρίως στην ανάπτυξη των αστικών κέντρων της χώρας, η οποία όμως έχει προκαλέσει ήδη οξύτατα προβλήματα υπερεπαγγελματισμού στον κλάδο. Την τελευταία πενταετία αυξημένος εμφανίζεται και ο αριθμός των ψιλικατζίδικων, τα οποία στην ουσία έχουν μετατραπεί σε μικρά καταστήματα τροφίμων, αλλά και των περίπτερων, πράγμα που αποδίδεται στην ανάπτυξη των αστικών κέντρων της χώρας.

Όπως έδειξε πρόσφατη έρευνα της AC Nielsen, ο αριθμός των λιανεμπορικών καταστημάτων που διακινούν ταχυκίνητα καταναλωτικά αγαθά, μειώθηκε πάνω από 25% την τελευταία 25ετία. Το διάστημα αυτό σβήστηκαν από τον επιχειρηματικό χάρτη της χώρας 25.800 καταστήματα, εκ των οποίων τα 13.900 ήταν παντοπωλεία (το 51,4% του συνόλου). Στη θέση τους δημιουργήθηκαν 7.900 νέα καταστήματα, εκ των οποίων πάνω από 2.000 ήταν σούπερ μάρκετ και 5.200 φαρμακεία.

Η τάση συρρίκνωσης του αριθμού των καταστημάτων και της συγκέντρωσης του τζίρου σε ολοένα λιγότερες επιχειρήσεις όχι μόνο δεν έχει σταματήσει, αλλά επιταχύνεται στις ημέρες μας. Σύμφωνα με στοιχεία της IRI που αναφέρονται στην ηπειρωτική Ελλάδα, την Κρήτη και την Εύβοια, τα σούπερ μάρκετ αύξησαν το μερίδιό τους στην αγορά τροφίμων από 85,8% το 1997 σε 90,3% το 2001. Αντίθετα, τα παντοπωλεία και τα καταστήματα σελφ σέρβις όχι μόνο υπέστησαν μείωση του μεριδίου τους από 14,2% σε 9,7%, αλλά είδαν και τον τζίρο τους να μειώνεται σε τρέχουσες τιμές κατά 14,3%, τη στιγμή που οι πωλήσεις των σούπερ μάρκετ παρουσίασαν αύξηση το ίδιο διάστημα κατά 32,4%.

Ο «πόλεμος για την «πίτα» όμως δεν μαίνεται μόνο ανάμεσα στα σούπερ μάρκετ και στα μικρά καταστήματα. Εξίσου αδυσώπητος είναι και ο «εμφύλιος πόλεμος» ανάμεσα στις αλυσίδες. Σύμφωνα με το «ΠΑΝΟΡΑΜΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΡΚΕΤ», μόνο μία αλυσίδα πραγματοποιεί το 23% του συνολικού τζίρου των 62 μεγαλύτερων αλυσίδων της χώρας, που το 2001 ξεπέρασε τα 5,7 δισεκατομμύρια ευρώ. Δύο αλυσίδες κατέχουν το 40% του συνολικού τζίρου και τέσσερις το 59%. Συνολικά, οι 19 μεγαλύτερες αλυσίδες κάλυψαν το 85% του τζίρου και οι υπόλοιπες 43 μόλις το 15%.

Σε πλήρη εξέλιξη η απόσπαση μεριδίων από τους μικρούς

Με την επέκτασή τους σε νέες δραστηριότητες οι αλυσίδες φέρνουν σε δυσχερή θέση ολοένα περισσότερες μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Ο πόλεμος σούπερ μάρκετ-αρτοποιών για τις «ζεστές γωνιές» βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, ενώ οι αλυσίδες ανταγωνίζονται ήδη επί ίσοις όροις τα οπωροπωλεία και τις λαϊκές αγορές, έχουν αποσπάσει σημαντικά μερίδια από τα κρεοπωλεία, διεισδύουν στις αγορές των ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών ειδών, διεκδικούν μερίδια στην αγορά κινητής τηλεφωνίας. Δεν είναι μακριά η ημέρα που στα σούπερ μάρκετ θα εκτελούνται ακόμη και τραπεζικές εργασίες, ενώ οι νέοι κανονισμοί της Κομισιόν φέρνουν πιο κοντά τις αλυσίδες και στην αγορά αυτοκινήτου. Η επεκτατική αυτή πολιτική δεν αφήνει έξω ούτε τα φαρμακεία, καθώς έχουν γίνει εισηγήσεις και σε κυβερνητικό επίπεδο να επιτραπεί η πώληση φαρμάκων και στα σούπερ μάρκετ.