Εγκαινιάστηκε το νέο υπερσύγχρονο εργοστάσιο της MISKO-BARILLA στον Ελαιώνα Βοιωτίας, δυναμικότητος παραγωγής 52.000 τόνων ζυμαρικών ετησίως -ποσότητας που αντιστοιχεί στα 2/3 της εγχώριας κατανάλωσης των προϊόντων της κατηγορίας. Η παραγωγή του, όπως εκτιμάται, θα διοχετεύεται κατά βάση στις αγορές των Βαλκανίων και της Αν. Ευρώπης, καθώς η ελληνική κατανάλωση ζυμαρικών έχει ήδη φτάσει στο ζενίθ της. Το μερίδιο της MISKO-BARILLA στην εγχώρια αγορά είναι περίπου 43%.

Εγκαινιάστηκε η νέα υπερσύγχρονη μονάδα παραγωγής ζυμαρικών της Misko-Barilla στον Ελαιώνα Βοιωτίας. Η συνολική επένδυση ανήλθε σε περίπου 10 δισ. δρχ. και αποτελεί τη μεγαλύτερη επένδυση που έγινε στο χώρο των ζυμαρικών στα Βαλκάνια και μία από τις μεγαλύτερες στην Ευρώπη. Το νέο εργοστάσιο έχει αρχική παραγωγική δυναμικότητα 52.000 τόνων ετησίως, ποσότητα που αντιστοιχεί στα 2/3 της εγχώριας κατανάλωσης ζυμαρικών.

Η παραγωγή εκτιμάται ότι θα κατευθυνθεί κατά κύριο λόγο προς τα Βαλκάνια και τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης, καθώς η ελληνική αγορά θεωρείται κορεσμένη: οι Έλληνες έχουν τη δεύτερη κατά κεφαλή κατανάλωση ζυμαρικών στον κόσμο, μετά τους Ιταλούς, με 10 κιλά ετησίως.

Το μερίδιο της Misko-Barilla στην εγχώρια αγορά αντιστοιχεί σε περίπου 43%, ενώ εκτιμάται ότι δεν υπάρχουν μεγάλα περιθώρια ανάπτυξης των πωλήσεων.

Η εταιρεία διακινεί και τα προϊόντα Mulino Bianco, που κατέχουν μερίδιο αγοράς περί το 5% και στόχος είναι να διπλασιαστεί μακροπρόθεσμα.

Η Barilla δημιουργήθηκε το 1877 στην Πάρμα από ένα εργοστάσιο άρτου και ζυμαρικών. Η επιχείρηση παραμένει εδώ και 120 χρόνια οικογενειακή και διοικείται σήμερα από τα αδέλφια Paolo, Guido και Luca Barilla. To μερίδιο που έχει στην Ιταλία ανέρχεται σε 85%. Σύμφωνα με τους αδελφούς Guido και Paolo Barilla, που παραβρέθηκαν στα εγκαίνια, η Ευρώπη παραμένει η αγορά με το κυριότερο ενδιαφέρον για την εταιρεία και ακολουθεί η αγορά των ΗΠΑ.

Η Misko ιδρύθηκε στον Πειραιά το 1925. Εξαγοράστηκε από τον όμιλο Barilla το 1991.

Αλλαγές στη διάρθρωση της εγχώριας αγοράς αναμένεται ότι θα φέρει η έναρξη λειτουργίας της βιομηχανικής μονάδας παραγωγής ζυμαρικών της BARILLA στη χώρα μας. Δεδομένου ότι οι εισαγωγές των ζυμαρικών της BARILLA αντιστοιχούν σήμερα περίπου στο 48% επί του συνόλου των εισαγωγών των προϊόντων της κατηγορίας, στο εξής αναμένεται όχι μόνο μια σημαντική μείωση των εισαγωγών, αλλά και αύξηση των εξαγωγών κυρίως προς τις αγορές της Βαλκανικής.

Η εγχώρια φαινομενική κατανάλωση των ζυμαρικών ακολούθησε σταθεροποιητική πορεία κατά την τριετία 1997-1999 εμφανίζοντας μικρές αυξητικές τάσεις, σύμφωνα με πρόσφατη σχετική μελέτη της ICAP. Ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης της ζήτησης κατά το 2001 εκτιμάται ότι θα είναι μεταξύ 1% και 2% (σε ποσότητες).

Η μικρή άνοδος της κατανάλωσης, σύμφωνα με τη μελέτη, προέρχεται από την αύξηση της συμμετοχής του catering στην αγορά των ζυμαρικών. Το μερίδιο του catering το 1999 ήταν περίπου 20%-21% επί του συνόλου της αγοράς των ζυμαρικών.

Αντίθετα, η οικιακή κατανάλωση των ζυμαρικών εκτιμάται ότι δεν έχει αξιοσημείωτα περιθώρια ανάπτυξης, καθώς ήδη βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα.