Σύμφωνα με την Γερμανική Ένωση Εμπορίου Φρούτων και Λαχανικών, το τελευταίο διάστημα οι πολίτες στην Γερμανία καταναλώνουν λιγότερα φρέσκα φρούτα και λαχανικά εξαιτίας, των αυξημένων τιμών. Η κατανάλωση βρίσκεται μάλιστα κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, με την κατά κεφαλήν κατανάλωση 287 γραμμαρίων οπωροκηπευτικών ημερησίως ν’ απέχει και από την σχετική σύσταση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για τουλάχιστον 400 γραμμάρια ημερησίως. Όπως επισημαίνει ο διευθύνων σύμβουλος της ένωσης, κ. Αντρέας Μπρούγκερ, οι καταναλωτές έχουν στη διάθεσή τους λιγότερα χρήματα, με αποτέλεσμα να κάνουν οικονομία στα τρόφιμα. Ο πληθωρισμός στην Γερμανία μειώθηκε τον Ιανουάριο στο 2,9%, αλλά οι τιμές των τροφίμων αυξήθηκαν και πάλι με ρυθμό 3,8% σε σχέση με την περσινή περίοδο.
Σύμφωνα με την Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία, ο δείκτης τιμών των τροφίμων έχει αυξηθεί από το 2022 περίπου κατά 30%. Όμως, οι μεταποιητικές εταιρείες του κλάδου δεν έχουν να αντιμετωπίσουν μόνο τον υψηλό πληθωρισμό, αλλά και την γραφειοκρατία. Όπως εξηγεί ο κ. Μπρούγκερ, οι εταιρείες «πνίγονται στη γραφειοκρατία και στις απαιτήσεις τεκμηρίωσης ποιότητας. Αυτό κάνει τα προϊόντα πιο ακριβά, δεν βελτιώνει την ποιότητά τους». Και προσθέτει ότι πέρυσι παρήχθησαν στην Γερμανία 5,2 εκατ. τόνοι φρούτων και λαχανικών, αλλά τα δύο τρίτα των φρέσκων οπωροκηπευτικών προέρχονται από εισαγωγές. Από την πλευρά της ένωσης, είναι απολύτως κατανοητό που οι αγρότες εκφράζουν την δυσαρέσκειά τους για την αγροτική πολιτική, καθώς ο κλάδος τους αντιμετωπίζει «απεριόριστες απαιτήσεις». Η μείωση των επιδοτήσεων για το αγροτικό ντίζελ ήταν η αιτία για τις διαμαρτυρίες, αλλά τα προβλήματα είναι πιο εκτεταμένα. Ο κ. Μπρούγκερ πιστεύει, για παράδειγμα, ότι κάθε σκέψη για απαγόρευση της συσκευασίας των φρέσκων φρούτων και λαχανικών είναι λανθασμένη. Θεωρεί ότι είναι απολύτως απαραίτητη για την κατάλληλη παρουσίαση των προϊόντων, για μεγαλύτερη διάρκεια ζωής και για λιγότερα απορρίμματα τροφίμων.