Οταν ο εκπρόσωπος κορυφαίας επιχείρησης του εγχώριου κλάδου των logistics ομολογεί στο δημόσιο διάλογο ότι οι εργαζόμενοι προτιμούν ν’ αναζητήσουν μεροκάματο στην εποχιακή τουριστική αγορά ή να δουλέψουν σαν delivery boys παρά στην εταιρεία του, ποιο είναι το συμπέρασμα;
Μα ασφαλώς ότι οι μισθοί που δίνει είναι χαμηλότεροι από εκείνους του σερβιτόρου, που ο κυνισμός του εργοδότη και το κίνητρο του φιλοδωρήματος τον μεταλλάσσουν σε …αμφίβιο, ή του «παιδιού» που λιώνει πάνω στο τιμόνι χειμώνα-καλοκαίρι κάνοντας διανομές, με την ελπίδα να γίνει κάποτε κανονικός εργαζόμενος, με μισθό κι ασφάλιση, ή με το φόβο μην τον «γυρίσουν» σε freelancer. Κι όταν διακεκριμένη προσωπικότητα του επιχειρηματικού μας κόσμου προτείνει στο δημόσιο διάλογο σαν λύση στο πρόβλημα της έλλειψης φτηνών εργατικών χεριών αφενός την περαιτέρω ευελιξία στην απογυμνωμένη από δικαιώματα κι ελέγχους αγορά εργασίας και αφετέρου την επέκταση του πρόσφατα νομοθετημένου μέτρου της περιοδικής εισαγωγής φτηνών εργατικών χεριών από τον αναπτυσσόμενο κόσμο, ποιο είναι το συμπέρασμα;
Παρακάμπτοντας τις ηθικο-ιδεολογικές κρίσεις, θα συμπεράνουμε απλώς ότι και άνευ της ενοχλητικής συλλογικής αντίδρασης των εργαζομένων το οικονομικό σύστημα τα βρίσκει πλέον μπαστούνια με τη διαχείριση της ηγεμονίας του: Μολονότι η θεσμισμένη ιερότητα των επιχειρηματικών κερδών επί τη βάσει του περιορισμού των δικαιωμάτων της εργασίας εγγυάται την απρόσκοπτη συσσώρευσή τους –και δη με θαυμαστή ροπή σε συνθήκες πληθωρισμού, ενεργειακής κρίσης και ανόδου του κόστους του χρήματος σε σύγκριση με την πρότερη περίοδο της σχετικής νομισματικής σταθερότητας και της ποσοτικής χαλάρωσης–, ο ανταγωνισμός εξακολουθεί να πιέζει αδιάκοπα τις επιχειρήσεις να μειώνουν το μισθολογικό τους κόστος. Αυτό κατά το αναμενόμενο τις κάνει φύσει αντεργατικές (και «θέσει» αντεργατικές, εκεί όπου η ανταγωνιστικότητά τους βασίζεται στη φτηνή εργασία μεγάλης κλίμακας), την ίδια στιγμή που όλες τους τρέμουν την απίσχναση της ζήτησης εξαιτίας της μείωσης των εισοδημάτων, δηλαδή τρέμουν την ύφεση. Προϊόν της αντίφασης αυτής είναι η περαιτέρω ενίσχυση της τάσης συγκεντροποίησης των επιχειρήσεων, αλλά και του ψηφιακού μετασχηματισμού τους στη βάσει των προσδοκιών μιας ταχείας εισαγωγής και γενίκευσης των ρομποτικών εφαρμογών ως μοχλού δραστικής συμπίεσης του μισθολογικού κόστους…
Η απορία είναι η εξής: Όταν ο παγκόσμιος συλλογικός εκπρόσωπος των συμφερόντων του οικονομικού συστήματος, το ΔΝΤ, βγαίνει και αποφαίνεται απερίφραστα ότι ο πληθωρισμός της Ευρωζώνης από τις αρχές του 2022 οφείλεται κατά 45% στα υψηλότερα επιχειρηματικά κέρδη και κατά 40% στις τιμές εισαγωγών, πράγμα που συμμερίζεται και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, κι όταν η αναβαπτισμένη στις πρόσφατες κάλπες κυβέρνησή μας –η πλέον φιλοεπιχειρηματική λόγω και έργω– παροτρύνει τις επιχειρήσεις να αυξήσουν τις αποδοχές του προσωπικού τους, οι επιχειρηματίες γιατί εκτίθενται τόσο απερίσκεπτα;
Την μειωμένων προσδοκιών ανασφαλή κοινωνία, που χρυσοπληρώνει τις ανατιμήσεις στα απολύτως χρειώδη για τη ζωή εδώ και εικοσιπέντε μήνες, εκ των οποίων τους τελευταίους δεκαπέντε με διψήφια ποσοστά (12,2% τον Ιούνιο) και δη αντιστρόφως της πορείας του γενικού δείκτη του πληθωρισμού (1,8% τον Ιούνιο), όχι, αυτή την κοινωνία δεν την προκαλούν! Είναι λάθος ανάγνωση να ερμηνεύεται η συντηρητικοποίησή της με συλλογισμούς του τύπου «τι να κάνει ο κόσμος; Συμβιβάστηκε…!». Το τελευταίο Ευρωβαρόμετρο της Eurostat έδειξε ότι μόλις το 18% των Ελλήνων περιγράφει την οικονομική κατάσταση της χώρας ως «καλή» εν αντιθέσει προς το υπόλοιπο 81%, που λέει ότι είναι «κακή». Κι αυτό το «κακή» το χρεώνονται λίγο-πολύ οι επιχειρηματικές ελίτ, ιδίως όταν δεν κρύβουν ότι το δίκιο τους κοστίζει κοινωνικά. Η κοινωνία, βέβαια, προτιμάει να τζογάρει σε ποικιλώνυμες ηλεκτρονικές πλατφόρμες μπας και γυρίσει η τύχη της. Όντως, το πρώτο τετράμηνο του 2023 οι Έλληνες τζόγαραν 11,5 δισ. ευρώ, δηλαδή 30% περισσότερα συγκριτικά με το αντίστοιχο τετράμηνο 2022, σε μια «αγορά» που ετησίως «μασάει» περί τα 35 δισ. ευρώ. Κι όμως, αυτό μαρτυράει πολύ περισσότερα απ’ ό,τι τα εκλογικά ποσοστά για τους ανθρώπους μια χώρας που το ΑΕΠ της κυμαίνεται στα 215 δισ. ευρώ και που το 72% των καταθετών της έχουν λογαριασμούς στις τράπεζες μέχρι 1.000 ευρώ…