Τον μέσο νου συχνά τον παραπλανούν οι διαστάσεις του ιστορικού χρόνου: Τι σημαίνουν σαράντα έτη εξέλιξης για τις παραστάσεις της καθημερινής ζωής, που φαντάζουν σταθερές στο πέρασμα του χρόνου; Θα προσπαθήσουμε να «παραστήσουμε» την απάντηση σε ό,τι αφορά την εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας, από τη μια πλευρά, και της αντιπληθωριστικής πολιτικής από την άλλη, ως βάση των ιδιόρρυθμων σχέσεων κράτους-κλάδου των σούπερ μάρκετ.

Το σελφ σέρβις ιδρύθηκε το 1972, ήτοι ένα χρόνο πριν την εξέγερση του Πολυτεχνείου και δύο πριν την τραγωδία της Κύπρου και την κατάρρευση της δικτατορίας, δηλαδή η ηλικία του είναι κατά δύο χρόνια μεγαλύτερη του «κύκλου της μεταπολίτευσης»,
που τον έκλεισε επί των ημερών μας η οικονομική ύφεση –η μεγαλύτερη που έχει ποτέ καταγραφεί μεταπολεμικά σε δυτική οικονομία.

Ή, αλλιώς, ιδρύθηκε 23 χρόνια μετά τη λήξη του Εμφυλίου Πολέμου, δηλαδή σε ένα βάθος χρόνου ανάλογο με το όσο απέχουν οι ημέρες μας από το «βρόμικο ‘89». Επίσης, το πρώτο σελφ σέρβις κυκλοφόρησε μόλις εννιά χρόνια μετά την πρώτη προβολή του «Μπακαλόγατου» («Της κακομοίρας» / 1963),  με τον Χατζηχρήστο στον αμίμητο ρόλο του Ζήκου, δηλαδή ο γενέθλιος χρόνος του απείχε από την ταινία του Ντίνου Κατσουρίδη όσο απέχουν οι ημέρες μας από το έτος της πυρετώδους προετοιμασίας των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 –τόσο κοντά.

Ή, για να το πούμε πάλι κάπως αλλιώς, απέχουμε από τον χρόνο ίδρυσης του περιοδικού μας όσο ακριβώς απείχε το πρώτο τεύχος του από την προηγούμενη χρεοκοπία της χώρας, το 1932 –τόσο μακριά!

Μεταίχμιο
Η ταινία του Κατσουρίδη, πέρα από παρωδία των ηθών μιας εποχής, είναι ασφαλώς ένα παράθυρο για να κοιτάξει κανείς και να πάρει μια ιδέα για την αφετηρία της εποχής-μεταίχμιου στην πορεία ανάπτυξης σε ανώτερη μορφή του ελληνικού λιανεμπορίου. Σκεφτείτε ότι μόλις μια διετία πριν την προβολή της ταινίας εγκαινιάστηκε στο Κολωνάκι το πρώτο «Self Service Μαρινόπουλος», ένα διώροφο κατάστημα 200τμ, που έφερε στην Αθήνα το απείκασμα της Χρυσής Εποχής (1950-1971) του δυτικού μεταπολεμικού κόσμου…

Ενδεικτικά, στην έναρξη αυτής της «εποχής-μεταίχμιου», στις αρχές της δεκαετίας του ’60, το κατά κεφαλή ΑΕΠ της χώρας αντιστοιχούσε στο 29% του μέσου όρου του ΑΕΠ των χωρών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Περί τα τέλη της, ας πούμε το 1978, οπότε έγινε φανερό πως η Ελλάδα της σέσουλας και του βερεσέ θα παραχωρούσε σύντομα την κυριαρχία της στα καταστήματα των οργανωμένων δικτύων διανομής, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στη χώρα (2.599 δολάρια) αντιστοιχούσε στο 45,2% του μέσου όρου του ΑΕΠ των χωρών της ΕΟΚ.

Εκείνη τη χρονιά (1978) ο αγροτικός πληθυσμός της χώρας ως ποσοστό είχε πέσει στο 35,1% από 44,8% είκοσι χρόνια πριν, ενώ ο αστικός πληθυσμός είχε φτάσει στο 53,2% από 41,9% το 1958. Εν συντομία: μετά από μια κοινωνικοπολιτικά ανώμαλη περίοδο που κράτησε μια τριακονταετία, σημαδεμένη από τη διάλυση των δομών της οικονομίας εξαιτίας του πολέμου, τη βίαιη κι άναρχη αστικοποίηση, τη φτώχια και την «αστυνομοκρατούμενη δημοκρατία», τη μαζική μετανάστευση και τη δικτατορία η ελληνική κοινωνία για πρώτη φορά στα μεταπολεμικά χρόνια διαμόρφωνε αβίαστα τα χαρακτηριστικά της.

Οι ακτίνες της Χρυσής Εποχής ζέσταιναν τώρα τη μεταπολιτευτική Ελλάδα, που άρχιζε να βιώνει το όραμα της ευημερίας, υποστασιοποιημένο στο μοντέλο αγορών του σούπερ μάρκετ όχι πια ως απείκασμα της Δυτικής αγοράς, αλλά ως το αποτύπωμα ενός νέου επιχειρηματικού κλάδου που προοδευτικά την εξεικόνιζε στα αστικά κέντρα.

Ναι μεν, αλλά…
Το περιοδικό μας γεννήθηκε την εποχή που άρχισε να αμφισβητείται η ηγεμονία του ραδιοφώνου από την εμφάνιση της τηλεόρασης. Η μαζικοποίηση της απόλαυσης του τηλεοπτικού θεάματος στα επόμενα χρόνια θα άδειαζε τους κινηματογράφους, των οποίων οι πάμπολλες αίθουσες θα άλλαζαν χρήση.

Πλέον χωρίς οθόνες και καθίσματα, αλλά πλήρεις προϊόντων τοποθετημένων σε γόνδολες, θα υποδέχονταν το ανυπόμονο για μοντέρνες αγορές κοινό των σούπερ μάρκετ. Η τηλεόραση, άλλωστε, εξέπεμπε πολύ ελκυστικότερα απ’ ότι το ραδιόφωνο τα μηνύματα που εξήπταν τούτη την ανυπομονησία, ωθώντας τους τηλεθεατές στα σούπερ μάρκετ και τρέφοντας τους πιο τολμηρούς από τους «λιανέμπορους της ποδιάς» με τη φιλοδοξία να γίνουν «επιχειρηματίες της γραβάτας» –αν όχι οι ίδιοι, τουλάχιστον τα παιδιά τους.

Αν η τηλεοπτική διαφήμιση δημιουργούσε το όνειρο της σύγχρονης καταναλωτικής κοινωνίας, το σούπερ μάρκετ και τα brands πριμοδοτούσαν την ανανέωσή του. Η σχέση αυτή δημιουργούσε θεωρητικά τις ιδεώδεις προϋποθέσεις για την ταχεία ανάπτυξη των μοντέρνων δικτύων διανομής.

Κάτι τέτοιο αποτελούσε, άλλωστε, τον διακαή πόθο των brands, τα οποία –ελληνικά και όλο περισσότερα εισαγόμενα (διατιθέμενα μέσω αντιπροσώπων διανομέων)– αγκομαχούσαν να φτάνουν απρόσκοπτα στο τελευταίο ελληνικό νοικοκυριό, που μάθαινε γι’ αυτά ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’50, μέσα από τη ραδιοφωνική και την έντυπη ρεκλάμα. Φυσικά, οι πρακτικές προϋποθέσεις ήταν κάθε άλλο εκτός από ιδεώδεις…

Η μετεμφυλιακή κληρονομιά της ασφυκτικής αστυνόμευσης του εμπορίου –δηλαδή, ενός συνόλου κάθε λογής μεταπρατικών και παρασιτικών δραστηριοτήτων τοπικής εμβέλειας– είχε εμπεδώσει μακροπρόθεσμα την αντίληψη στη δημόσια διοίκηση ότι η μόνη ανεκτή οργάνωση της εμπορικής δραστηριότητας ήταν η χειραγωγούμενη από το κράτος, μ’ όλο που τούτο οδηγούσε σε τέλμα οικονομικού ανορθολογισμού. Διότι ο ασύλληπτος αριθμός των μικρών, διάσπαρτων χονδρεμπορικών και λιανεμπορικών δραστηριοτήτων ανέβαζε υπέρογκα το κόστος διάθεσης και διανομής, δημιουργώντας πληθωριστικές πιέσεις.

Επίσης, η εκ μέρους του κράτους στρατηγική εμμονή στην πριμοδότηση των επενδύσεων αποκλειστικά της βιομηχανίας και ο αποκλεισμός των εμπορικών δραστηριοτήτων από τα χρηματοδοτικά κίνητρα (ως «μη παραγωγικών» κατά την κρατούσα αιτιολόγηση) έκοβε τον δρόμο των τελευταίων προς την επιχειρηματικότητα μεγάλης κλίμακας. αναπαράγοντας τον κατακερματισμό, τη δομική πλαδαρότητα και την αδράνεια στον κλάδο. Και μ’ όλα ταύτα, τα εισαγόμενα πρότυπα τρόπου ζωής αναστάτωναν, δίνοντας ισχυρή ώθηση για την εμφάνιση των καταστημάτων αυτοεξυπηρέτησης.


Μεταπολιτευτικό χρονολόγιο
Δεν μπορεί παρά να επισημάνει κανείς τις δομικές ασυμμετρίες της ελληνικής εξέλιξης ως προς την αντίστοιχη του δυτικού κόσμου, από τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες και ένθεν, προκειμένου να εξηγήσει τις αντιφάσεις υπό τις οποίες η εγχώρια διάθεση των καθημερινών προϊόντων ευρείας διανομής, ενώ κατάφερε να εξελιχθεί από την κατάσταση της απαξίας στην περιωπή ενός οργανωμένου και ιδιαίτερα δυναμικού κλάδου επιχειρήσεων, με σημαντική συμβολή στην εγχώρια οικονομία, βρέθηκε πάντα σε σχέση αμοιβαίας καχυποψίας με το κράτος.

Σε πολύ γενικές γραμμές, λοιπόν, την περίοδο της Χρυσής Εποχής των Δυτικών οικονομιών, με τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, τη διεύρυνση του δημόσιου τομέα και την ανάπτυξη του κοινωνικού κράτους, η Ελλάδα την έζησε ως «Εποχή του Χαλκού»: Με άλμα μεν από το ναδίρ της φτώχειας, αλλά με στήριξη στην αγροτική παραδοσιακής διάρθρωσης οικονομία και την ισχνή βιομηχανία της, με οράματα βαριάς βιομηχανικής ανάπτυξης και καταφρόνια για την εμπορική επιχειρηματικότητα, με μικρό κράτος αλλά με αυταρχική διοίκηση και υποτυπώδεις κοινωνικές παροχές.

Όταν ήρθε η μεταπολιτευτική αλλαγή στη χώρα, ενώ οι ρυθμοί επέκτασης του Δυτικού κεϋνσιανικού κράτους επιβράδυναν υπό το βάρος της πετρελαϊκής κρίσης και του στασιμοπληθωρισμού, στην Ελλάδα ανέτειλε καθυστερημένα η Χρυσή Εποχή, με κρατικοποιήσεις και πατερναλιστικό κοινωνικό κράτος (κι ας έχουν λησμονηθεί οι μομφές περί «σοσιαλμανίας» κατά του Κωνσταντίνου Καραμανλή).

Μετά την είσοδο της χώρας στην ΕΟΚ και τη σοσιαλδημοκρατική στροφή στη διακυβέρνησή της, ενώ άρχιζε στη Δύση η δομική μετάλλαξη του κλασικού βιομηχανικού προτύπου και ενισχυόταν διεθνώς η τάση του New Government Management (μείωση του κράτους -φιλελευθεροποίηση της οικονομίας), στην Ελλάδα για πρώτη φορά συνέκλιναν βαθμηδόν οι κοινωνικές παροχές προς εκείνες των ευρωπαϊκών χωρών (δηλ. οι δημόσιες δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ, περίπου από 25% μεταξύ 1950-1974 στο 40% το 1989).

Ταυτόχρονα, διευρυνόταν η μεσαία τάξη, αλλά διαλυόταν η αναιμική ελληνική βιομηχανία, ενώ η αγροτική παραγωγή διατηρούσε τον παραδοσιακό της χαρακτήρα. Μόνο μετά την κατάρρευση των σοβιετικών καθεστώτων και τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, η χώρα μετασχημάτισε την οικονομία της, στο πλαίσιο της προσαρμογής της στον μετά Μάαστριχτ ευρωπαϊκό σχεδιασμό, οπότε την ιδιωτικοποίησε και την άνοιξε στο ανταγωνισμό, φέρνοντας στο επίκεντρό της τον χρηματοπιστωτικό τομέα και το χρηματιστήριο.

Το νέο πρόσωπο της χώρας, με την επέκταση στην Αν. Ευρώπη των τραπεζών, των κατασκευών και της τηλεφωνίας της, με την ανάπτυξη του τουρισμού και κυρίως της ναυτιλίας –εν παραλλήλω προς τη στρατηγική παραίτηση από την αγροτική και μεταποιητική της οικονομία και, ταυτόχρονα, την έκρηξη των εισαγωγών και του ιδιωτικού δανεισμού–, είναι προφανώς το πρόσωπο μιας άλλης, «άμοιαστης» Ελλάδας. Αυτή ήταν η Ελλάδα του «εκσυγχρονισμού».

Παραδόξως το σουλούπι της, όμως, έμεινε το ίδιο, εφόσον της οικονομικής μεταρρύθμισης δεν προηγήθηκε καμία μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης! Στο πλαίσιο μιας κομματικοκρατικής συγκρότησης ήδη από τη μεταπολίτευση, με υπερτροφική, δυσκίνητη και αναποτελεσματική διοίκηση, εργαλειακή για τις πελατειακές σχέσεις των κομμάτων εξουσίας, κάτι τέτοιο απεδείχθη εξόχως προβληματικό και ευεπίφορο στην ασυναρτησία και τη διαφθορά.

Το παράδοξο της «αντι-σούπερ μάρκετ» κουλτούρας
Δεν αρκούσαν ασφαλώς οι φιλελεύθερες διακηρύξεις των πρώτων μεταδικτατορικών κυβερνήσεων (1974 -1981) για να μυηθεί στις αρετές της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς μια δημόσια γραφειοκρατία μονταρισμένη κανονιστικά με αυταρχική κουλτούρα, έναντι οποιουδήποτε μη κρατικού επιχειρηματικού φορέα υπηρεσιών διεκδικούσε την αυτοδύναμη ανάπτυξή του.

Πολύ περισσότερο δεν αρκούσαν οι διακηρύξεις για τον εκδημοκρατισμό της αγοράς σε ένα περιβάλλον όπου οι πλείστες μικρής κλίμακας εμπορικές επιχειρήσεις είχαν εμπεδώσει υπαρκτικά την προσαρμογή τους στην αυταρχική βούληση του κράτους και στην προστατευτική του ανταπόδοση.

Έτσι, η πρώτη συνδικαλιστική κλαδική πρωτοβουλία το 1975, των παντοπωλειακών συνεταιρισμών (ΠΕΠΕΣΚΕ), εγκαινίασε έναν πολυετή πόλεμο εναντίον των «μεγάλων» του κλάδου, δηλαδή όσων ακριβώς διεκδικούσαν την αυτοδύναμη ανάπτυξη από θέση ελεύθερου σχεδιασμού της επέκτασής τους, πράγμα για το οποίο συνέστησαν δύο χρόνια αργότερα τον δικό τους σύνδεσμο, τον ΣΕΣΜΕ.

Ήταν φύσει αδύνατο οι εγγενείς προϋποθέσεις του παντοπωλειακού κινήματος να το αφήσουν να προχωρήσει πέρα από τα όρια των χαλαρών ενώσεων προμήθειας ορισμένων ειδών, γι’ αυτό όπου και όποτε αποτολμήθηκε η φυγή του προς τα μπρος οι προϋποθέσεις αυτές αυτοακυρώθηκαν, καθώς τα παντοπωλεία μεταμορφώνονταν σε σούπερ μάρκετ (σε «ναούς του καπιταλισμού» κατά την αριστερή ρητορική της εποχής…).

Ωστόσο, η έχθρα του «μικρού» προς τον «μεγάλο», υποστασιοποιημένη στις επιπτώσεις της συγκέντρωσης του λιανεμπορίου εις βάρος των παντοπωλών, έγινε στοιχείο κουλτούρας «των κάτω». Ως τέτοιο, λοιπόν, συντηρήθηκε και χρησιμοποιήθηκε μακροπρόθεσμα σε λογής παραλλαγές και συγκυρίες, αλλά κυρίως από την κυβερνητική πολιτική επικοινωνία και των δύο κομμάτων εξουσίας ακόμα κι όταν κυριάρχησαν τα σούπερ μάρκετ –μεγάλα και μικρά, ελληνικά και ξένα. Θα επιχειρήσουμε να δείξουμε το «γιατί».


Το σαράκι της αντιπληθωριστικής πολιτικής
Εφόσον αρχικά η δομική καθυστέρηση του κλάδου και η αυταρχική συγκρότηση της δημόσιας διοίκησης αντέφασκαν προς το φιλελεύθερο πολιτικό πλαίσιο, η διακυβέρνηση εφηύρε ήδη από το 1978-79 τις άτυπες μορφές «συνεννόησης» με τους επιχειρηματίες της υπό διαμόρφωση οργανωμένης λιανικής, τις «συμφωνίες κυρίων» στη «μάχη κατά του πληθωρισμού».

Στις επόμενες δεκαετίες η υστερόβουλη χρήση της πολιτικής επικοινωνίας ως μέσο εκβιασμού των μεγάλων λιανεμπόρων, προκειμένου να ικανοποιείται ο στόχος της αντιπληθωριστικής πολιτικής, έμελλε να συστηματοποιηθεί εναλλακτικά προς τις «συμφωνίες κυρίων» μαζί τους.

Ο σκοπός πάντα ο ίδιος: ο έλεγχος των τιμών! Διότι ναι μεν η κρίση οικονομικής στρατηγικής της χώρας στην πρώτη μεταπολιτευτική δεκαπενταετία διασκεδάστηκε από την κοινοτική προστασία υπέρ του «φτωχόπαιδου» της ευρωπαϊκής οικογένειας, μέσω επιδοτήσεων που, πάντως, αξιοποιήθηκαν αντιπαραγωγικά, όμως η άνοδος του βιοτικού επιπέδου και του επιπέδου κοινωνικών παροχών, που προϋπέθεταν οι ευρωπαϊκές πολιτικές κοινωνικοοικονομικής σύγκλισης των εταίρων, σήμαινε ένα υψηλό επίπεδο δημόσιας και κυρίως ιδιωτικής κατανάλωσης, με επιπτώσεις την αύξηση των εισαγωγών, τη διεύρυνση των ελλειμμάτων και τον πληθωρισμό.

Και διότι ναι μεν η πολιτική του «σκληρού νομίσματος» από τη δεκαετία του ‘90, απέδωσε, στο πλαίσιο του ανοίγματος της οικονομίας και της απελευθέρωσης του ιδιωτικού δανεισμού, υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας και συμμετοχή της γενικής κατανάλωσης στην παραγωγή του ΑΕΠ κοντά στο 80% (περίπου το ¼ αυτού του ποσοστού αντιστοιχεί στον συνολικό λιανικό τζίρο της αγοράς), αλλά πάντα με τις ίδιες δυσμενείς επιπτώσεις, που έδιναν στην Ελλάδα τις αρνητικές σχετικές πρωτιές μεταξύ των Ευρωπαίων εταίρων της.  

Φυσικά, η συμμετοχή των προϊόντων-ειδών σούπερ μάρκετ στο σύνολο του λιανικού τζίρου στη χώρα (δηλ. ως κλάσμα κλάσματος της γενικής κατανάλωσης) ήταν μικρή και με την πάροδο των δεκαετιών σμικρύνθηκε ακόμα περισσότερο ως έκφραση προόδου της κοινωνικής ευημερίας (πχ τα είδη διατροφής ενώ το 1974 κάλυπταν το 31% των μηνιαίων αγορών του μέσου νοικοκυριού, το 2008 κάλυπταν μόλις το 16,4% ή μέχρι πρόσφατα χοντρικά περίπου το 5% του ΑΕΠ).

Αλλά η σημασία τους ήταν και παραμένει τεράστια από άποψη ευρύτερης πολιτικής κατανόησης των επιπτώσεων της ακρίβειας και της εισοδηματικής πολιτικής, δεδομένου ότι αφορά προϊόντα καθημερινής ανελαστικής ζήτησης. Κυρίως σε περιόδους εφαρμογής προγραμμάτων λιτότητας, οπότε πλήττεται συνολικά η βάση της κοινωνικής πυραμίδας, οι τιμές του σούπερ μάρκετ συμμετέχουν δραστικά στη διαμόρφωση των πολιτικών διαθέσεων της κοινωνίας.

Γι’ αυτό η κυβερνητική στρατηγική των άτυπων παρεμβάσεων, άλλοτε των «συμφωνιών κυρίων» με τους επιχειρηματίες του συγκεκριμένου κλάδου κι άλλοτε της αυθαίρετης δυσφήμισής τους, αποτέλεσε ανέκαθεν εργαλείο χειραγώγησης όχι απλώς του κλάδου, αλλά κυρίως της κοινής γνώμης!

Κρατική τέχνη στου κασίδη το κεφάλι…
Στην πρώτη διετία γενναίων παροχών της «πράσινης» διακυβέρνησης η νέα πολιτική ηγεσία, μη βρίσκοντας άκρη με την υφιστάμενη διοίκηση για τα της αγοράς, σήκωνε τα χέρια ψηλά. Στη συνέχεια, όμως, καθώς υποχρεώθηκε να «εκλογικεύει» μέχρι το τέλος της οκταετίας της τις παροχές των πρώτων ετών, πανικόβαλε τον κλάδο.

Τον έκανε να βιώσει τραυματικά το τι σημαίνει να υπόκειται σε μια γραφειοκρατία που, ενώ είχε απλώς αλλάξει προϊσταμένους και κάποιες επωνυμίες υπηρεσιών, επιχειρούσε με τον παλιό αυταρχισμό στο όνομα τώρα ενός αδιάλλακτου πολιτικού μοντερνισμού, που έδινε βάση στη λαϊκιστική νομιμοποίηση παρά στη θεσμική κοινωνική συναίνεση.

Σαράντα αγορανομικές διατάξεις με στόχο τον έλεγχο των τιμών για όλο το κύκλωμα της αγοράς –οι περισσότερες εξωπραγματικές και αστυνομικού χαρακτήρα – υπέγραψε σ’ ένα δίμηνο(!) το 1985 ο Β. Κεδίκογλου, ο επονομαζόμενος «Ροβεσπιέρος του εμπορίου» ένεκα του κλίματος φόβου που επέβαλε στον εμπορικό κόσμο. Μετά την αποτυχία του εγχειρήματος χειραγώγησης γενικά των διαδικασιών της αγοράς, το 1987 υπήρξε αλλαγή πολιτικής.

Στο πλαίσιό της, οι αγορανομικές διατάξεις ελέγχου των τιμών καταργήθηκαν, η αγορά απελευθερώθηκε από τις διοικητικές παρεμβάσεις, αποποινικοποιήθηκαν οι αγορανομικές παραβάσεις και καταργήθηκαν τα περισσότερα μέτρα που απαγόρευαν τις μόνιμες εκπτώσεις, αλλά οι ελαττωματικές δομές του εμπορικού κυκλώματος δεν εθίγησαν. Γιατί; Απλώς, διότι συνιστούσαν ένα βολικό modus vivendi, πάνω στο οποίο συναρθρώνονταν σε ισορροπία ετών μικρά και μεγαλύτερα συμφέροντα.

Στην ουσία κάθε παράτυπη πρωτοβουλία των εταίρων της αγοράς, εφόσον έλυνε πρακτικά προβλήματα, λειτουργώντας ως άτυπη ρύθμιση των σχέσεών τους εκεί που η πολυνομία κι η κρατική γραφειοκρατία έπλεκαν έναν γόρδιο δεσμό, ήταν ανεκτή από το κράτος αρκεί να μην το εξέθετε με δημόσια παράπονα.

Κάπως έτσι, για παράδειγμα, η μεταχρονολογημένη επιταγή κι οι επενδύσεις στα νέα καταστήματα των αλυσίδων με τις πιστώσεις των προμηθευτών, ελλείψει τραπεζικής χρηματοδότησης στις εμπορικές επιχειρήσεις, εμπεδώθηκαν σιωπηρά ως αυτορρυθμιστικές διαδικασίες της ίδιας της αγοράς για τον εκσυγχρονισμό των δομών της. Το κράτος απλώς επόπτευε δια της εν ύπνω ανοχής του –απειλώντας, φυσικά, με την εκλεκτική αφύπνιση των υπηρεσιών του…

Από την άλλη πλευρά, χάριν αυτού του ανορθολογικού μοντέλου οικονομικού φιλελευθερισμού, το κράτος έλυνε την αμηχανία στην οποία ερχόταν εξαιτίας του, με επαρχιώτικη καπατσοσύνη: Όταν οι κοινωνικές αντιδράσεις στη φιλελεύθερη απορρύθμιση των υφιστάμενων δομών δημιουργούσαν πολιτικό κόστος, αναλάμβαναν να την αναχαιτίσουν, εκφυλίζοντάς την, η μεταβίβαση των αρμοδιοτήτων ελέγχου της αγοράς στα διοικητικά όργανα της περιφέρειας και οι γόρδιοι δεσμοί της πολυδαίδαλης γραφειοκρατίας!


Το γαϊτανάκι του ωραρίου λειτουργίας των καταστημάτων είναι ένα ιδεοτυπικό παράδειγμα: Ξεκίνησε πρώιμα ως σύγκρουση κοινωνικών συμφερόντων, στη συνέχεια διαμεσολαβήθηκε από τοπικές πολιτικές δεσμεύσεις, για να ωριμάσει τελικώς ως διεύρυνση ωραρίου που δεν την άντεχαν οι πλείστοι των θιασωτών του, ώστε να επικυρωθεί στην ουσία όχι από τον καθολικό νόμο, αλλά από τις τοπικές συνήθειες σε συνθήκες που και η ίδια η κοινωνία είχε αρχίσει ν’ αλλάζει δομικά…

Αλλά και η πολιτική κάλυψη της παροιμιώδους προχειρότητας των λογής υπηρεσιακών φορέων στην προετοιμασία και προώθηση κρίσιμων ρυθμίσεων (από την εφαρμογή του ΦΠΑ και των ταμιακών μηχανών στη λιανική, που τελικώς επιβλήθηκαν ως «φορολογικές μηχανές», μέχρι τον ΚΒΣ) έγραφαν τη δική τους ιστορία, πάντα εις βάρος των επιχειρήσεων και τελικά του καταναλωτή, που φορτωνόταν το κόστος κάθε τσαπατσουλιάς.

Πρόκειται ασφαλώς για την ιστορία του πώς η κρατική ρύθμιση, αναπαράγοντας τις παθογένειες της δημόσιας διοίκησης, τις αξιοποίησε για την αναβολή των σοκ, τα οποία θα συνεπαγόταν η ανατροπή κατεστημένων συμπεριφορών και τρόπων οικονομικής λειτουργίας. Αλλά, έτσι, το τίμημα ήταν η αργή αποσύνθεση και της δημόσιας διοίκησης και της κοινωνίας…

Στην παγίδα του οικονομικού φιλελευθερισμού
Αυτή η αναχρονιστική κι απεχθής στην έκφρασή της στάση της κρατικής πολιτικής επιβίωσε ως «συμπεριφορά ανάγκης» πολύ περισσότερο από τα εκάστοτε κυβερνητικά και επιχειρηματικά στελέχη, που «έδωσαν τα χέρια» στο όνομα της αντιπληθωριστικής πολιτικής ή κοντραρίστηκαν για την υποκινούμενη πρόγκα των ΜΜΕ κατά των σούπερ μάρκετ (με την κατηγορία της κερδοσκοπίας), στο πλαίσιο πάντα των άτυπων σχέσεων που επέβαλε ο κρατισμός στον κλάδο.

Διότι στην ουσία, μέσω αυτής της στάσης, παρακαμπτόταν η μόνιμη ανακολουθία του ελληνικού κράτους να υπονομεύει, χωρίς να αρνείται, τις δεσμεύσεις του ως προς την προώθηση φιλελεύθερων οικονομικών μεταρρυθμίσεων. Στη βάση αυτής της αντίφασης, άλλωστε, αιτιολογείται η σταθερή στα χρόνια σχιζοειδής στάση απαξίωσης και, ταυτόχρονα, λιβανωτού για τον επιχειρηματία και το επιχειρηματικό κέρδος…

Τούτα συνέβαιναν γιατί μια συνεπής προς το φιλελεύθερο οικονομικό πρόγραμμα άμεση προσαρμογή της αγοράς, εξαιτίας ακριβώς του ασθενούς κι ελλειμματικού υποβάθρου της οικονομίας και της απουσίας (ή αποτυχίας) αξιόλογων ιδιωτικών παραγωγικών επενδύσεων, θα κλόνιζε μια έντονα κινητική κοινωνία πολυαπασχόλησης, ταυτόχρονης σε Δημόσιο και μικροεπιχειρηματικές οικογενειακές δραστηριότητες κάθε είδους (εμποροβιοτεχνικές, αγροτικές, τουριστικές κλπ), με ικανό μερίδιο προσόδων από την παραοικονομία, η οποία ψήφιζε συνήθως εκείνον που άνοιγε καλύτερα για τα παιδιά της «την πόρτα του Δημοσίου» και κατανάλωνε εισαγόμενα είδη.

Ενδεικτικά, στα μέσα της δεκαετίας του ’80 τα «ξένα» προϊόντα (δηλ. τα εισαγόμενα και εγχωρίως παραγόμενα από ξένους κολοσσούς) είχαν κυρίαρχη θέση σε 35 από τις συνολικά 80 κατηγορίες προϊόντων του σούπερ μάρκετ. Το 1999 επί συνόλου 30 κατηγοριών τροφίμων οι ξένες μάρκες κυριαρχούσαν στις 14, ενώ στα είδη περιποίησης σώματος και προσώπου, στα απορρυπαντικά και στα οικιακά είδη οι ξένες μάρκες είχαν τη συντριπτική υπεροχή στις πωλήσεις…

Συνεπώς η ανεμπόδιστα επεκτατική «ανοιχτή» εμπορική επιχειρηματικότητα, η οποία σαρώνει τα οχυρά προστασίας των κοινωνικοοικονομικών συμφερόντων μικρής κλίμακας, δεν ήταν επιθυμητή.  Δεν είναι τυχαίο ότι οι ουσιώδεις για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς θεσμικές αλλαγές προωθήθηκαν στη χώρα με τον στανιό, μετά τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, δηλαδή ως ανελαστική υποχρέωση του κράτους να ενσωματώνει στην ελληνική νομοθεσία τις ρυθμίσεις της αντίστοιχης ευρωπαϊκής.

Και με όλα τούτα ο ελληνικός γρίφος της ταυτόχρονης ισχύος φιλελεύθερων ρυθμίσεων και παρωχημένου κανονιστικού και διοικητικού πλαισίου παρέμεινε, για να «λύνεται» κατά περίπτωση στο εξής με το μαγικό ραβδί της διαφθοράς… 

Αυτά συνδέονται ασφαλώς άμεσα και με το γεγονός ότι ο μετασχηματισμός και το άνοιγμα της ελληνικής οικονομίας, στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού σχεδασμού τη δεκαετία του ’90, αφορούσε μόνο εξ αντανακλάσεως τις εγχώριες εμπορικές επιχειρήσεις. Τις αφορούσε, δηλαδή, από την άποψη των κατ’ ανάγκην συνεπειών της παγκοσμιοποίησης και της απελευθέρωσης του τραπεζικού συστήματος κι όχι γιατί κρίθηκαν ως πλεονεκτικός κλάδος ανάπτυξης για την εθνική οικονομία.

Στο πλαίσιο αυτό, πράγματι, από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’90 εισέβαλαν στην ελληνική αγορά πλήθος διεθνών αλυσίδων λιανεμπορίου, μεταξύ αυτών και σούπερ μάρκετ, που ενεργοποίησαν ένα ντόμινο συγχωνεύσεων και εξαγορών, ενώ για πρώτη φορά οι ελληνικές εμπορικές επιχειρήσεις απέκτησαν πρόσβαση στο χαμηλότοκο τραπεζικό δανεισμό.


Τίποτα ανεξήγητο!
Τις δύο τελευταίες δεκαετίες, ενόσω η οικονομία μας άνοιξε και επιταχύνθηκε ο βαθμός συγκέντρωσης του οργανωμένου λιανεμπορίου, αυξάνοντας το ειδικό βάρος της παραγωγής πλούτου εκ μέρους του στην οικονομία, οι σχέσεις εμπορικής κοινότητας-κράτους αντί να αμβλυνθούν οξύνθηκαν κι ύστερα βάλτωσαν. Τούτο φαντάζει παράδοξο, αλλά δεν είναι, αν συνδεθεί με το φιάσκο της αντιπληθωριστικής πολιτικής. Πώς;

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή: Πρώτον, δεδομένου του μονόπλευρου προσανατολισμού της οικονομίας μας στη μεγέθυνση των συναλλαγματοφόρων υπηρεσιών, όχι μόνο οι μεγαλοεπενδυτές αλλά και τα μεσαία στρώματα που ασχολούνταν με παραγωγικές δραστηριότητες, προσανατολίστηκαν στις υπηρεσίες και τις κατασκευές, με αποτέλεσμα την περαιτέρω συρρίκνωση της παραγωγικής μας βάσης και την εκρηκτική αύξηση των εισαγωγών.

Δεύτερον, σε μια μικρή μη παραγωγική χώρα, στην οποία η μεγέθυνση της ιδιωτικής κατανάλωσης στηρίζεται στις εισαγωγές, η αντίσταση στη δημιουργία προμηθευτικών ολιγοπωλίων στις περισσότερες επί μέρους αγορές είναι περίπου μηδενική, πράγμα που φάνηκε ήδη πολύ νωρίς.

Τρίτον, η συνάρτηση του πρώτου και του δεύτερου παράγοντα καθιστά το πλαίσιο ελέγχου της «υγείας» του ανταγωνισμού μόνο κατά τον τύπο συνεπές με την αποστολή του. Κι αυτό γιατί, στο μεταξύ, έχει χαθεί το ουσιώδες περιεχόμενο της ευρωστίας του ανταγωνισμού –το ικανό πλήθος ανταγωνιστών εν ισορροπία–, αφού εξέλειπαν οι στοιχειώδεις όροι και τα κίνητρα μιας φυσιολογικής επιβίωσης των μικρομεσαίας κλίμακας ανταγωνιστών.

Τέταρτον, κι αυτό ακόμα το μικρό, το ηρωικό κομμάτι της ελληνικής μεταποιητικής βιομηχανίας του κλάδου τροφίμων-ποτών που έμεινε όρθιο, είτε επιβιώνει απορφανισμένο από την πρωτογενή εθνική παραγωγή πρώτων υλών είτε, θέλοντας ή μη, την οδηγεί σε ασφυξία για να μην υποκύψει άμεσα το ίδιο από την πίεση των ξένων ανταγωνιστών του, είτε εν είδει case study προσπαθεί να της δώσει το φιλί της ζωής, θέτοντάς την υπό την προστασία του.

Υπάρχει, βέβαια, και η καλή περίπτωση των βιομηχανιών που εξάγουν ένα μέρος της παραγωγής τους στη διεθνή αγορά ή που κατάφεραν να δημιουργήσουν παραγωγικές εγκαταστάσεις στην αλλοδαπή. Πάντως, η συνήθης περίπτωση είναι ότι αναπτύσσουν όλο και περισσότερο ανισόβαρα το παραπληρωματικό κομμάτι της παραγωγής τους: τη διάθεση δηλαδή των προϊόντων τους με τις φίρμες των μεγάλων πελατών τους…

Παρεμπιπτόντως, το ετήσιο συνολικό εισόδημα της αγροτικής μας παραγωγής είναι ζήτημα αν υπερβαίνει πια το αντίστοιχο των εγχώριων υπηρεσιών ενσύρματης κι ασύρματης τηλεφωνίας, πράγμα λογικό, αφού η διεθνής αγορά κυρίως της γεωργικής παραγωγής κυριαρχείται από το φτηνό προϊόν των αναπτυσσόμενων χωρών.

Ούτως εχόντων των πραγμάτων, ενόσω τα νομοτεχνικά εργαλεία της αντιπληθωριστικής πολιτικής υπόκειτο στον έλεγχο των νεοφιλελεύθερων ρυθμίσεων (υπερεθνικών και εθνικών) και η εφαρμογή προγραμμάτων λιτότητας αντέφασκε στον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας, το σύστημα διακυβέρνησης βραχυκυκλώθηκε εγκλωβισμένο. Πού;

Στην αναποτελεσματικότητά του να ελέγχει τις τιμές, στριμωγμένο μεταξύ μεγάλων επιχειρηματικών μεγεθών, που αξίωναν την ελεύθερη διαμόρφωση των τιμών (του λιανεμπορίου και της βιομηχανίας) και των επαγγελματικών ομάδων τις οποίες περιθωριοποιούσε η πλήρης φιλελευθεροποίηση της αγοράς.

Ούτε η λάσπη στο γόητρο του κλάδου, ένεκα της επικοινωνιακής στοχοποίησής του, ούτε η ευθέως άσκηση πολιτικών πιέσεων στα στελέχη της αγοράς μπορούσαν να πείσουν τις επιχειρήσεις να αποποιηθούν των δικαιωμάτων τους στη διαμόρφωση του επιχειρηματικού κέρδους! Και οι τιμές ανέβαιναν πιο γρήγορα απ’ ότι τα εισοδήματα, πολύ περισσότερο εφόσον τα ξένα προμηθευτικά ολιγοπώλια εξαντλούσαν σχετικά κάθε περιθώριο αντοχής της ζήτησης.

Στο μεταξύ, εξαντλείτο και η κινητικότητα της κοινωνίας, ενώ η δυσφορία της για το πολιτικό σύστημα, που υποσχόταν πελατειακά την κοινωνική άνοδο, προσλάμβανε όλο και περισσότερο χαρακτηριστικά κυνισμού…


Η απώλεια ψυχραιμίας
Ήταν η εποχή που κάθε αυτορρυθμιστικό εγχείρημα  των εταίρων της αγοράς (με όρους ανταγωνισμού, διακλαδικού και ομοειδών εταιρειών) όχι απλώς «ενοχλούσε» το κράτος, αλλά το εξέθετε αποκαλύπτοντας τον εσωτερικό διχασμό του, τα όριά του σε ό,τι αφορά τις σχέσεις του με την αγορά: οι φιλελεύθεροι θεσμοί που είχε το ίδιο προωθήσει αντέφασκαν στην προδιάθεσή του για εξωθεσμικά κουκουλώματα των συνεπειών τους.

Στο πλαίσιο αυτό, η προσχηματική επίκληση της διαφάνειας δεν μπορούσε να κρύψει την υστερόβουλη επικοινωνιακή διάσταση της πολιτικής πυγμής κατά των επιχειρήσεων του κλάδου ούτε, άλλωστε, την πελατειακή πολιτική διαχείριση των αντικρουόμενων συμφερόντων των εταίρων της αγοράς, ανάλογα με την επιρροή καθενός ή και καθεμιάς επιχείρησης στους κυβερνώντες…

Κι είναι, εκ των υστέρων θωρώντας την, κάμποσο φαιδρή η σύμπτωση της ιδεολογικής χρήσης της κουλτούρας «των κάτω» κατά των σούπερ μάρκετ από πούρους φιλελεύθερους, ανώτατα κυβερνητικά στελέχη, στα οποία χρεώνεται ιστορικά η διάλυση του ΣΕΣΜΕ, του συνδέσμου εκπροσώπησης των συμφερόντων ενός από τους πιο δυναμικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας! Κι όχι πως κάτι άλλαξε μετά το 2004-05… Όλα εξελίχθηκαν σε πορεία βήματος σημειωτόν.

Μέχρι τη μεγάλη αλλαγή: την Κρίση με το «Κ» κεφαλαίο, οπότε η ρύθμιση των τιμών ανατίθεται πλέον στην κοινωνική φτώχεια μέχρι νεοτέρας… Νέμεση; Η Ιστορία θα καταγράψει τις ποινές που θα επιδικαστούν συνολικά για τον τρόπο που μάθαμε να ζούμε τα τελευταία σαράντα χρόνια…