Ημέρες εκλογών. Η κλαδική αγορά εν αμηχανία και σε αναστολή ειδήσεων. Στο μεταξύ, τα αποθαρρυντικά νέα από την οικονομία του κινεζικού δράκου εξακολουθούσαν να ηλεκτρίζουν αινιγματικά την εύθραυστη παγκόσμια οικονομία, ενώ οι εδώ ανησυχούντες δεν γνώριζαν αν ή πότε θα είχε νόημα να τρομάξουν. Συναντήσαμε, λοιπόν, τον κ. Κώστα Μελά, καθηγητή στο τμήμα Αστικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης του Παντείου Πανεπιστημίου, ειδικευμένο στα Διεθνή Νομισματικά και με πλούσιο συγγραφικό έργο σχετικά, και τον κ. Γιώργο Καπόπουλο, έγκριτο αναλυτή των εξελίξεων στη διεθνή πολιτική σκηνή, συνεργάτη των εφημερίδων Έθνος και Ημερησία, και τους ζητήσαμε για λογαριασμό του αναγνώστη μια περιεκτική οικονομική και γεωπολιτική θεώρηση του κινεζικού θαύματος, των προοπτικών του και των επιδράσεων της αιμορραγίας του στην Ευρώπη της λιτότητας,… με ποσοτική χαλάρωση!
Πιάνοντας προς τα πίσω την αλυσίδα των ερωτημάτων για τις φούσκες της κινεζικής οικονομίας και τις παγκόσμιες κι ευρωπαϊκές διαστάσεις των επιπτώσεών τους, φτάνει κανείς στον αρχικό κρίκο, όπου βρίσκεται η ερώτηση «τι δημιουργεί, γιατί και πώς» μια οικονομική φούσκα στη σύγχρονη οικονομική ζωή. Ήταν, άλλωστε, η πρώτη ερώτηση που απευθύναμε στον καθηγητή Κώστα Μελά, καθώς ήταν φανερό πως η απάντησή της προσφέρει χώρο εποπτικής θέασης για την κατανόηση των πραγμάτων…
Σύμφωνα με την επιστημονική θεώρηση του συνομιλητή μας, η παγκόσμια οικονομία εξελίσσεται δημιουργώντας φούσκες. Τούτο συμβαίνει επειδή, κυρίως την τελευταία εικοσαετία, η οικονομία προχωρά μέσω πιστωτικής επέκτασης, της οποίας οι πόροι, ωστόσο, αντί να επενδύονται στην πραγματική οικονομία, αυτονομούνται από αυτήν και κυκλοφορούν στη νομισματική σφαίρα, δημιουργώντας κέρδη εκ του μη όντος (κέρδη, με άλλα λόγια, που κατ’ ουδένα τρόπο αντιστοιχούν στα μεγέθη της πραγματικής οικονομίας ούτε την ενισχύουν καθαυτήν).
Η σχετική τάση στην οικονομία, που διαπιστώνεται στη διεθνή βιβλιογραφία ήδη από τη δεκαετία του ’70 οπότε άρχισε ν’ αποκτά διακριτό ίχνος, εξώθησε στρατηγικά από τη δεκαετία του ’90 στη λεγόμενη «χρηματιστικοποίηση» της οικονομίας, ήτοι στην απόδοση επενδυτικού πρωτείου στην κίνηση του χρήματος (νομισματική σφαίρα) έναντι της «ακινητοποίησής» του στην πραγματική οικονομία, στην οποία άλλωστε οι αποδόσεις κερδών είναι χαμηλότερες και μακροπρόθεσμες. Τούτο το τελευταίο εξηγεί ασφαλώς την έντονα κερδοσκοπική φύση της χρηματιστικοποίησης. Αλλά εκείνο που έχει μείζονα σημασία είναι ότι, όντας κυρίαρχη πλέον ως φαινόμενο η χρηματιστικοποίηση στην παγκόσμια ζωή, εξαναγκάζει τις επιχειρήσεις της πραγματικής οικονομίας να προσαρμόζονται στους δικούς της όρους, δηλαδή στη λογική του real time και των βραχυπρόθεσμων αποδόσεων.
Ως εκ τούτου οι επιχειρήσεις υποχρεώνονται σε υπερβολές χρήσης του outsourcing και σε αντικοινωνική διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού τους, μέσω της υιοθέτησης μέτρων όπως οι μειώσεις μισθών κι οι απολύσεις προσωπικού, οι περικοπές κοινωνικών παροχών κλπ, προκειμένου οι σχετικές «εξοικονομήσεις» τους να εμφανίζονται ως κέρδη, δελεαστικά για την προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων. Στο ίδιο πλαίσιο, οι απαράγραπτες προϋποθέσεις του επιχειρείν της πραγματικής οικονομίας (στρατηγικός σχεδιασμός, μακροπρόθεσμη πρόβλεψη ζήτησης/αποτελεσμάτων) παραβιάζονται και διαστρέφονται χάριν των βραχυπρόθεσμων αποδόσεων.
Η πραγματικότητα εκδικείται… τυραννούμενη
Αλλά η πραγματικότητα εκδικείται, εφόσον τα κριτήρια των επενδυτών αναφέρονται κατ’ ανάγκην σε αυτήν. Όντως, οσάκις η πραγματικότητα αποκαλύπτεται αίφνης θανάσιμα υπερτιμημένη, δηλαδή καταστροφικά κατώτερη των προσδοκιών απόδοσης των λογίς χρηματοπιστωτικών προϊόντων που προσέλκυσε, τα επενδυτικά κεφάλαια εξαφανίζονται, στρεφόμενα σε νέους προορισμούς, επίσης ευεπίφορους στην υπερτίμηση που φέρνει η έντονη ζήτηση, λόγω των υποσχέσεων γρήγορου κέρδους. Έτσι, εκεί που η μία οικονομική φούσκα έσκασε, βυθίζοντας μια περιοχή του πλανήτη στη χρεοκοπία και την ύφεση, μια νέα διογκώνεται σε άλλη περιοχή, για να σκάσει κι αυτή με τη σειρά της, δίνοντας τη θέση της σε άλλες κοκ.
Τάχα υπάρχει τρόπος να αποτραπεί θεσμικά η δημιουργία και το ανεξέλεγκτο «σκάσιμο» κάθε οικονομικής φούσκας; Η απάντηση του κ. Μελά είναι πως όχι, γιατί κάτι τέτοιο το αποκλείει η εξαιρετικά μεγάλη ευελιξία και το αεικίνητον του χρήματος, που στο πλαίσιο της δεδομένης αρχιτεκτονικής του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, καθιστούν την κίνησή του μη ελέγξιμη. Εξάλλου, τα χρηματοπιστωτικά εργαλεία και εν γένει τα προϊόντα του χρήματος έχουν την ιδιότητα είτε να φουσκώνουν είτε (όταν «σκάζουν») να καταρρέουν με εκθετική ταχύτητα, άπιαστη από τα θεσμικά εργαλεία. Για την παράκαμψη των σχετικών προβλημάτων και ελλείψει άλλων θεσμικών οχυρώσεων οι κεντρικές τράπεζες αντιδρούν αμυντικά, διοχετεύοντας χρήμα στην αγορά.
Όμως, και πάλι τίποτα δεν εγγυάται την αναζωογόνησή της, εφόσον το τραπεζικό σύστημα ως βασικός διαμεσολαβητής μεταξύ κεντρικής τράπεζας και πραγματικής οικονομίας άλλοτε κατακρατά το χρήμα στους ισολογισμούς του για την κάλυψη των δικών του ελλειμμάτων κι άλλοτε το επενδύει προνομιακά στη νομισματική σφαίρα, υπερσυσσωρεύοντάς το για λογαριασμό του. Και τα δύο, φυσικά, ανακυκλώνουν την οικονομική κρίση… «Όχι τυχαία, μετά το 1974 οι κρίσεις του χρηματοπιστωτικού συστήματος είναι βαθύτερες, συχνότερες, αλλά και συντομότερης διάρκειας. Μια τέτοια κρίση, λοιπόν, εμφανίζεται τώρα στην Κίνα…», τονίζει ο κ. Μελάς.
Γεωπολιτικά-οικονομικά αίτια της χρηματιστικοποίησης
σελφ σέρβις: Γιατί μετά το 1974 δόθηκε στο χρηματοπιστωτικό σύστημα ένας τόσο πρωτεύων ρόλος στην παγκόσμια οικονομία;
Κώστας Μελάς: Αντίθετα προς τις κυρίαρχες θεωρήσεις περί της ηγεμονίας των τραπεζιτών επί της πολιτικής στον σύγχρονο καπιταλισμό, η εξήγηση πιστεύω ότι εδράζεται σε οικονομικά και γεωπολιτικά αίτια. Στο πλαίσιο αυτό, υποστηρίζω ότι η δυτική –ουσιαστικά η αμερικανική– κυριαρχία στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα εκφράζει τη στρατηγική καθυπόταξης των χωρών του αναπτυσσόμενου κόσμου στη Δύση, αντισταθμιστικά προς τη μεταφορά σε αυτές της βιομηχανικής παραγωγής των δυτικών οικονομιών. Εξάλλου, δεν θα μπορούσε να μείνει αναξιοποίητο το ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι ένας τεράστιος ιστός αράχνης, στον οποίο όλοι είμαστε μπλεγμένοι –κράτη και άτομα, θέλοντας ή μη– και, ταυτόχρονα, είναι ένας μηχανισμός που επιβάλει σε όλους λίγο-πολύ κοινές κοινωνικοοικονομικές συμπεριφορές. Πράγματι, για τους λόγους που με ενδιαφέρει οι ασφαλιστικές μου εισφορές να έχουν αποδόσεις με τους όρους του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, συμβιβάζομαι με τους ίδιους αυτούς όρους ως μισθωτός, ελεύθερος επαγγελματίας ή επιχειρηματίας, εφόσον η τύχη μου υπόκειται στη λογική τους.
Η κινέζικη οικονομία σε σταυροδρόμι
σελφ σέρβις: Τι γεννά τις φούσκες στην κινεζική οικονομία και πώς προδιαγράφεται το μέλλον της;
Κώστας Μελάς: Η Κίνα όλα τα προηγούμενα χρόνια απέβη σε μια τεραστίων διαστάσεων πιστωτική επέκταση, προκειμένου να αναπτύσσεται το ΑΕΠ κι οι επιχειρήσεις της, ενόσω προσβλέπει και στην ένταξη ενός μεγάλου τμήματος του πληθυσμού της –γύρω στα 300 εκατ. ανθρώπους– στον διεθνή καταμερισμό εργασίας. Αλλά αυτή ακριβώς η επέκταση δημιούργησε πολύ μεγάλες «τρύπες» κι είναι γνωστό ότι ουδείς σήμερα μπορεί να σταθμίσει τα χρέη των περιφερειών της, όπως και την πιστοληπτική τους ικανότητα. Πέραν αυτού, όμως, για να κατανοήσουμε τι πραγματικά συμβαίνει σε αυτή τη γιγαντιαία χώρα, πρέπει να μελετήσουμε την «περίεργη» για τις δυτικές οικονομίες διάρθρωση του ΑΕΠ της: Την τελευταία δεκαετία, λοιπόν, η συμμετοχή των επενδύσεων στο κινεζικό ΑΕΠ κυμαίνεται άνω του ιλιγγιώδους 45%, ενώ οι κινεζικές εξαγωγές τείνουν σε απόλυτο ισοζύγιο με τις εισαγωγές της χώρας, διαμορφώνοντας έναν λόγο 25%/24% επί του ΑΕΠ της. Το εναπομείναν περίπου 30%-35% συμμετοχής στο ΑΕΠ ανήκει στην κινεζική κατανάλωση –για τη σύγκριση σημειώστε μόνο ότι κατά μέσο όρο η αντίστοιχη συμμετοχή στο ευρωπαϊκό ακαθάριστο προϊόν φτάνει το 63%…
Είναι προφανές ότι οι κινεζικές εξαγωγές δεν είναι δυνατόν να εξακολουθήσουν να είναι ο κατεξοχήν παράγων ανάπτυξης της κινεζικής οικονομίας –γενικά η αντίληψη ότι όλες οι χώρες μπορεί να ζουν μια χαρά, προσανατολισμένες κυρίως στις εξαγωγές, είναι μια ιδέα αβάσιμη. Διότι μόνο η ανάπτυξη της εγχώριας ζήτησης διαμορφώνει στέρεες προϋποθέσεις οικονομικής ευρωστίας –με κοινωνικοπολιτική αντιστοιχία την ανάπτυξη μεσαίας τάξης, με αιτήματα δημοκρατικής διακυβέρνησης… Μια τέτοια επιλογή μοντέλου ανάπτυξης κι όχι απλής μεγέθυνσης του ΑΕΠ από την ηγεσία του Πεκίνου πιθανώς βραχυπρόθεσμα θα επιβραδύνει κάμποσο την ανάπτυξη του κινεζικού ΑΕΠ. Όμως, ο αναπροσανατολισμός των επενδύσεων στην Κίνα, κυρίως σε τομείς της ζήτησης κοινωνικών αγαθών όπως η παιδεία, η υγεία, η κοινωνική ασφάλιση, η πράσινη ενέργεια κοκ, αλλά και καταναλωτικών αγαθών κάθε είδους, είναι εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για τη σταθεροποίηση της κινεζικής οικονομίας.
Αυτά, μάλιστα, ισχύουν κατά την άποψή μου για ένα πρόσθετο λόγο: Το κινεζικό πρόβλημα στο εξής δεν θα σχετίζεται τόσο με την κάμψη των εξαγωγών (καίτοι από τα μέσα του Ιουνίου φέτος σχετίζεται ασφαλώς με το σκάσιμο της κινεζικής χρηματιστηριακής φούσκας) ή με την κάμψη του ρυθμού ανάπτυξης του ΑΕΠ (μολονότι φέτος θα είναι ίσως ο μικρότερος της τελευταίας εικοσαετίας), όσο με τη μείωση των επενδύσεων –δημόσιων και ιδιωτικών, ξένων κι εγχώριων–, κάτι που διαπιστώνεται με σχετική ένταση πρώτη φορά φέτος! Πράγματι, αίφνης οι επενδυτές στην αγορά της Κίνας είτε την εγκαταλείπουν είτε δείχνουν χλιαρές προσδοκίες για τομείς της οικονομίας της επί μακρόν ελκυστικούς –κυρίως την υπερκορεσμένη αγορά ακινήτων και των συναφών κλάδων. Επισημαίνω, πάντως, ότι η κινεζική ηγεσία ήδη έχει προνοήσει στα πλάνα της για μια μεγάλη στροφή στην ανάπτυξη της χώρας, με έμφαση στην παραγωγή προϊόντων προωθημένης τεχνολογίας. Αν και είναι πολύ νωρίς να αποτιμηθεί η απόδοση αυτής της στροφής, εντούτοις δεν μπορώ να φανταστώ την επιτυχία της χωρίς την επικουρία γενναίων επενδύσεων στην εκπαίδευση κι αλλού, σε τομείς, δηλαδή, που προάγουν την ανάπτυξη, αναπτυσσόμενοι οι ίδιοι.
Το γουάν, οι αναπτυσσόμενες οικονομίες και το δολάριο
σελφ σέρβις: Η παγκόσμια αγορά θορυβήθηκε από την απόφαση του Πεκίνου να υποτιμήσει το γουάν, προκαλώντας διακυμάνσεις κυρίως στις αναδυόμενες αγορές. Ποια είναι τα κίνητρα, όπως και οι επιπτώσεις της υποτίμησης του κινέζικου νομίσματος;
Κώστας Μελάς: Το γουάν κατά την άποψή μου υποτιμήθηκε όχι τόσο χάριν της άμεσης ενίσχυσης των σινικών εξαγωγών όσο προκειμένου η Κίνα να εντάξει το νόμισμά της σε μια «πιο πραγματική» ισοτιμία στον διεθνή καταμερισμό των νομισματικών ισοτιμιών. Η Κίνα, βλέπετε, θέλει να διευρύνει τη χρήση του γουάν στις παγκόσμιες χρηματοοικονομικές συναλλαγές με τους εμπορικούς της εταίρους και ει δυνατόν κάποτε να ενταχθεί στην ομάδα των κύριων αποθεματικών νομισμάτων. Επίσης, διεκδικεί τώρα πιο ενεργό ρόλο στους νομισματικούς πολέμους που μαίνονται από την έναρξη της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, με χαρακτηριστικό τις υποτιμήσεις διαφόρων νομισμάτων. Δηλαδή, ειδικά τώρα που η κινέζικη οικονομία βρίσκεται σε κάμψη, το Πεκίνο έπαψε να αρκείται στη συγκράτηση μόνο των ανατιμητικών τάσεων του γουάν.
Ποιος, όμως, ανησυχεί περισσότερο από την υποτίμηση του γουάν; Οι αναδυόμενες αγορές, όπως είπατε, κι ασφαλώς τα νομίσματά τους που στηρίζονται στην πραγματική οικονομία καθεμιάς τους. Οι ΗΠΑ, για παράδειγμα, δεν ανησυχούν, διότι η υποτίμηση του γουάν, στη σχέση του με το δολάριο (η οποία επικαθορίζεται ουσιωδώς από το ότι το 60% των κινεζικών εξαγωγών απορροφώνται από τις ΗΠΑ), ενδυνάμωσε το αμερικανικό νόμισμα. Άρα οι διεθνείς επενδυτές σε χρηματοπιστωτικά προϊόντα στην Κίνα, βλέποντας τις απώλειές τους λόγω αλλαγής στη νομισματική ισοτιμία, αρχίζουν να εγκαταλείπουν το γουάν κατευθυνόμενοι προς το δολάριο. Αλλά η ανατίμηση του δολαρίου, επειδή ακριβώς πρόκειται για παγκόσμιο αποθετικό νόμισμα, δεν συμβαίνει μόνο στη συνάρτησή του με το γουάν, αλλά και με το βραζιλιάνικο νόμισμα, το τουρκικό, το νοτιοαφρικάνικο, το ινδικό κοκ, έτσι ώστε δημιουργείται ένα κύμα φυγής κεφαλαίων απ’ όλες τις αναδυόμενες οικονομίες προς το αμερικανικό νόμισμα…
Συνεπώς η πρόθεση της FED να περιορίσει το φθινόπωρο φέτος την πιστωτική επέκταση, μέσω της αύξησης της τιμής του δολαρίου (μέσω, δηλαδή, της τόνωσης της ελκυστικότητάς του για τους διεθνείς επενδυτές, ώστε να «τραβήξει» τα κεφάλαιά τους, προκειμένου να καλύπτονται πλέον από αυτά οι χρηματοδοτικές ανάγκες της αμερικάνικης αγοράς), δεν πραγματώνεται, εφόσον τα σκοπούμενά της ικανοποιούνται από τη συγκυρία του ντόμινο νομισματικών υποτιμήσεων, που ξεκίνησε στο Πεκίνο. Μένει να δούμε, αν η FED θα ανακοινώσει άμεσα ή όχι την αύξηση των επιτοκίων του δολαρίου…
Κουβάρι αλληλεπιδράσεων
σελφ σέρβις: Τίθεται ζήτημα αρνητικών επιδράσεων στο ευρώ;
Κώστας Μελάς: Το θέμα περιπλέκεται εξαιτίας του ίδιου του ευρώ. Για παράδειγμα, η ποσοτική χαλάρωση του Ντράγκι υποτίμησε κατά τι το ευρώ προς ενίσχυση των ευρωπαϊκών εξαγωγών, αλλά η υποτίμηση του γουάν, επειδή η Κίνα είναι μεγάλος εμπορικός «παίκτης» και για την Ευρώπη, ήδη εξάγει τρόπον τινά τον κινεζικό αποπληθωρισμό στην ευρωπαϊκή αγορά. Άρα η ΕΚΤ πιέζεται από την υποτίμηση του γουάν, εφόσον κι αυτή υπονομεύει από την πλευρά της το σχέδιο-Ντράγκι για ευρωπαϊκό πληθωρισμό της τάξης του 2% το 2016. Η σχετική με το γουάν ανισορροπία στο παγκόσμιο σκηνικό έχει ασφαλώς τη συμμετοχή της στον εξαναγκασμό της ΕΚΤ να επεκτείνει την ποσοτική χαλάρωση πέραν του Σεπτεμβρίου του 2016.
Η επίδραση των προβλημάτων της κινεζικής οικονομίας στην Ευρώπη είναι πολυπαραγοντικό θέμα, με την έννοια λχ ότι οι αποπληθωριστικές τάσεις στην ΕΕ ενισχύονται από τη μείωση της παγκόσμιας ζήτησης πετρελαίου, λόγω επιβράδυνσης της βιομηχανικής παραγωγής στην Κίνα αλλά και της κάμψης τόσο της κινεζικής ζήτησης όσο, όμως, και της ευρωπαϊκής για κινεζικά προϊόντα ένεκα της ύφεσης,… πράγμα που επιδρά με τη σειρά του στη μείωση των τιμών πρώτων υλών που αγοράζει η Κίνα κλπ κλπ. Εν προκειμένω απλώς υπαινίσσομαι ένα ολόκληρο κουβάρι αλληλεπιδράσεων…
Η ΕΕ κινδυνεύει από τις δικές της φούσκες
σελφ σέρβις: Δημιουργούν κινδύνους στον παρόντα χρόνο οι κινεζικές φούσκες για τη σχιζοφρενική ΕΕ της ποσοτικής χαλάρωσης με… δημοσιονομική σταθερότητα;
Κώστας Μελάς: Ενταγμένη στο καθεστώς της παγκόσμιας οικονομίας της αγοράς, που το χαρακτηρίζει εγγενώς το διαρκές φούσκωμα και σκάσιμο των αγορών, η οικονομία της ΕΕ κινδυνεύει κυρίως από φούσκες που δημιουργεί η ίδια. Οι φοβισμένες αντιδράσεις των ευρωπαϊκών χρηματιστηρίων στην κινέζικη χρηματιστηριακή φούσκα και στην υποτίμηση του γουάν προδίδει περισσότερο την ενδοευρωπαϊκή ευπάθεια παρά εξωγενή επίδραση. Όταν η ηγεσία της ΕΕ κηρύττει την επενδυτική αργία χάριν δημοσιονομικής σταθερότητας, ευελπιστώντας ότι μπορεί να κινηθεί η ευρωπαϊκή οικονομία με… μοχλευμένα κεφάλαια στη νομισματική σφαίρα κι όταν η Γερμανία είναι η τελευταία χώρα του ΟΟΣΑ στις δημόσιες επενδύσεις(!), οι ανησυχίες για τις επιδράσεις των οικονομικών προβλημάτων της Κίνας –προς το παρόν τουλάχιστον– περισσεύουν. Κι αυτό δεδομένης κυρίως της θέλησης των συγκεντροποιημένων πολιτικών δομών της Κίνας να μην ξεφεύγουν τα πράγματα από τον έλεγχό τους…
Αλλού είναι το πρόβλημα: Η ακινητοποίηση των επενδύσεων στην πραγματική οικονομία ως δραστικό αντίδοτο στην ευκολία των κρίσεων του χρηματοπιστωτικού συστήματος και των κοινωνικών συνεπειών τους, όπου εκδηλώνονται στον πλανήτη, απαιτεί ένα άλλο υπόδειγμα οικονομικής ανάπτυξης από το ισχύον νεοφιλελεύθερο, για το οποίο πιστεύω ότι πιθανότατα ήδη ζούμε τη δύση του…
Το πρωτείο και τα ρίσκα των πολιτικών κινήτρων
Όπως τονίζει ο διεθνολόγος ειδικός αναλυτής κ. Γιώργος Καπόπουλος, στην Κίνα όλες οι αποφάσεις λαμβάνονται με γνώμονα τις πολιτικές προτεραιότητες της ηγεσίας του Πεκίνου. «Στο πλαίσιο αυτό, πίσω από τη στήριξη της ζήτησης στις αναπτυσσόμενες περιοχές της, που αφορά ένα σημαντικό τμήμα του κινέζικου πληθυσμού, υπάρχει ένα σαφές πολιτικό κίνητρο, διαμορφωμένο από την κινέζικη ηγεσία στη βάση ενός ζητουμένου εκατέρωθεν δεσμεύσεων: «Εμείς παρέχουμε ανάπτυξη κι ευημερία, εσείς αποδέχεστε τον πολιτικό αυταρχισμό»… Σε κάθε περίπτωση, όμως, το ρίσκο της κινεζικής ηγεσίας παραμένει, ακόμα κι αν εξυγιανθεί το συγκεκριμένο μοντέλο ανάπτυξης –πχ μέσω της οριοθέτησης σε νέο πλαίσιο του ανεξέλεγκτου ακόμα σήμερα δανεισμού επιχειρήσεων και φυσικών προσώπων, που δημιουργεί τις οικονομικές φούσκες.
Κι αυτό διότι, αφενός, με την πάροδο του χρόνου εντείνεται η ανισόμετρη ανάπτυξη στην Κίνα προς όφελος των παράκτιων βιομηχανικών περιφερειών της και εις βάρος της αγροτικής της ενδοχώρας. Ιστορικά, ας μην λησμονείται, η ίδια ακριβώς όξυνση των αντιθέσεων γέννησε τον κινεζικό εμφύλιο πόλεμο ως αγροτική επανάσταση. Αφετέρου, η διεκδίκηση περισσότερης δημοκρατίας ως αναπόδραστη συνέπεια της ανάδυσης μεσαίων στρωμάτων προσαυξάνει το πολιτικό ρίσκο, όπως άλλωστε και τα σοβαρά μειονοτικά προβλήματα στο Θιβέτ, τα αντίστοιχα με τους μουσουλμάνους Ιουγούρους στα δυτικά της χώρας και την εξωτερική Μογγολία στα βόρεια».
Το γεωπολιτικό περιβάλλον της Ανατολικής Ασίας
σελφ σέρβις: Πώς αλληλεπιδρά το εγγύτερο γεωπολιτικό περιβάλλον της Κίνας στην πορεία της ανάπτυξής της, δεδομένης της βούλησης των ΗΠΑ να ελέγξουν τις αξιώσεις της;
Γιώργος Καπόπουλος: Στο μεταπολεμικό σύστημα η ιδιομορφία της περιοχής Ασίας-Ειρηνικού, σε αντίθεση προς τα ισχύοντα στην Ευρώπη της Συμφωνίας της Γιάλτας και του Ψυχρού Πολέμου, έγκειται στο ότι δεν ετέθησαν σαφείς και κοινά αποδεκτές διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των αντιτιθέμενων συμφερόντων. Έτσι, λχ η Βόρεια Κορέα εξακολουθεί ακόμα σήμερα να είναι ο «τρελός» στη σκακιέρα της περιοχής, που τον κινεί η ηγεσία του Πεκίνου όποτε δέχεται πιέσεις. Επίσης, οι εδαφικές διεκδικήσεις της Κίνας στα νησιωτικά συμπλέγματα της Νότιας Σινικής Θάλασσας τη φέρνουν σε αντίθεση άμεσα κι έμμεσα με όλες τις χώρες της περιοχής –κυρίως με το Βιετνάμ και τις Φιλιππίνες.
Όλα αυτά καθιστούν εξαιρετικά δύσκολες τις ισορροπίες των ΗΠΑ ως επιδιαιτητικής πλανητικής υπερδύναμης: Από τη μια πλευρά η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος αγοραστής του δημόσιου χρέους τους κι οι ΗΠΑ ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Κίνας, πράγμα που υποχρεώνει τις δύο χώρες σε αμοιβαιότητα κατανόησης. Από την άλλη πλευρά, όμως, αν οι ΗΠΑ δεν επιβεβαιώνουν διαρκώς σε όλες τις χώρες της περιοχής τον ρόλο τους ως ισχυρού παράγοντα ανάσχεσης του κινεζικού επεκτατισμού, διακινδυνεύουν την απώλεια του ηγεμονικού τους status.
Από μια άλλη σκοπιά, η διπλωματία της στρατιωτικής περικύκλωσης της Κίνας από τις ΗΠΑ, με αποκορύφωμα τον επανεξοπλισμό της Ιαπωνίας, έχει όρια αποτελεσματικότητας πιο στενά της συνήθους άνεσης των ΗΠΑ να χειρίζονται κατά το δοκούν τα αιτήματα των συμμάχων τους. Διότι κάποιες πλευρές της στρατηγικής του Πεκίνου είναι πολύ πιο συμφέρουσες για τους συμμάχους των ΗΠΑ στην περιοχή απ’ ό,τι οι αμερικανικές θέσεις. Για παράδειγμα, στην περίπτωση του κορεατικού αυτό που διαμηνύει η κινέζικη ηγεσία στη Νότια Κορέα είναι μια σταδιακή κι αμοιβαία επικερδής για τη Βόρεια και τη Νότια Κορέα πορεία προς την επανένωσή τους, μέσω της εγκατάλειψης του οικονομικού σχεδιασμού από τη βορειοκορεατική ηγεσία και της υιοθέτησης του κινεζικού μοντέλου ανάπτυξης.
Αυτό συμφέρει τη Νότια Κορέα πολύ περισσότερο από την πολιτική διαιώνισης του καθεστώτος έντασης και διαίρεσης της Κορέας που επιδιώκουν οι ΗΠΑ. Επίσης, η κινεζική πρόταση για την ειρηνική ενσωμάτωση της Ταϊβάν, όπως συνέβη με το Χονγκ Κονγκ το 1997, στο πλαίσιο μιας στρατηγικής συμμαχίας μεταξύ τους στην εξωτερική πολιτική και την άμυνα, είναι ασφαλώς πιο πειστική από τις αναβολές επίλυσης του προβλήματος.
Ένας επιπλέον εξόχως σημαντικός παράγων στη διαμόρφωση των ισορροπιών συμφερόντων στην περιοχή, που συνήθως δεν είναι τόσο ορατός στους δυτικούς αναλυτές, είναι η οικονομική ισχύς κι επιρροή των τεράστιων κινεζικών κοινοτήτων σε όλες τις χώρες της ΝΑ Ασίας. Πράγματι, σε μεγάλο βαθμό η επιχειρηματική κίνηση στο Βιετνάμ, τη Μαλαισία, την Ινδονησία ή και τις Φιλιππίνες ελέγχεται από τις κινεζικές μειονότητες, οι οποίες ανέκαθεν διατηρούσαν ισορροπημένες σχέσεις σε όλα τα πεδία και με το Πεκίνο και με την Ταϊβάν. Συνεπώς είναι ποικίλοι οι πολιτικοί παράγοντες που αλληλεπιδρούν, επηρεάζοντας την πορεία ανάπτυξης της Κίνας, η οποία είναι λάθος να συναρτάται στην σκέψη των αναλυτών αποκλειστικά με οικονομικά κριτήρια.
Διαίρει και βασίλευε
σελφ σέρβις: Με βάση τους σύγχρονους συσχετισμούς ισχύος μεταξύ των τριών παλαιών υπερδυνάμεων (ΗΠΑ, Ρωσίας, Κίνας), κατά πόσο δημιουργούνται γεωπολιτικές αβεβαιότητες οι οποίες πιθανώς, με άξονα την Κίνα, θα επαναπροσδιόριζαν τους όρους του πλανητικού παιχνιδιού, οικονομικού και στρατιωτικού;
Γιώργος Καπόπουλος: Ο παράγων της γεωπολιτικής αβεβαιότητας προβάλει συνεπεία των ερωτημάτων που γεννούν οι εξελίξεις σε δύο κρίσιμα μέτωπα: Αφενός των σινοϊαπωνικών σχέσεων, όπου το ερώτημα είναι αν ο αμερικανικός σχεδιασμός στρατικοποίησης της Ιαπωνίας αποτελεί προοίμιο σταθεροποίησης στην περιοχή ή προεόρτιο ασύντακτων κι ανεξέλεγκτων τοπικών συγκρούσεων. Αφετέρου των αμφίθυμων κι αντιφατικών σχέσεων Λευκού Οίκου-Κρεμλίνου, όπου το ερώτημα είναι αν η έντασή τους θα εξωθήσει σε σύσφιξη τις σινορωσικές σχέσεις ή η άμβλυνσή τους θα συντηρεί την αμοιβαία καχυποψία των δύο εταίρων στα BRICS ως στοιχείο, το οποίο θα περιορίζει τη μεταξύ τους προσέγγιση στην εκδήλωση μόνο της δυσαρέσκειάς τους έναντι των ΗΠΑ.
Για την πρώτη περίπτωση είναι μάλλον νωρίς να υποθέσουμε το οτιδήποτε. Σε ό,τι αφορά, όμως, στις σχέσεις Ρωσίας-ΗΠΑ βλέπουμε το παράδοξο οι δυο τους ν’ αναμετρώνται δια αντιπροσώπων στην Ουκρανία και την ίδια ώρα να συνεργάζονται στη Μ. Ανατολή κατά του ISIS! Η ισορροπία μεταξύ τους κατά πάσα πιθανότητα θα βρεθεί, όχι μόνο διότι είναι ακατανόητο η μεν Ρωσία να εξακολουθεί να θεωρεί επαρχίες της τις πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες της ΕΣΣΔ η δε ΗΠΑ να αξιώνουν από τη Ρωσία το ίδιο δικαίωμα λόγου πχ στη Λευκορωσία με εκείνο που έχει στη Βολιβία, αλλά για έναν ακόμα λόγο: Θα ήταν καταστροφικό για τους Αμερικανούς να σπρώξουν Ρωσία και Κίνα τη μία στην αγκαλιά της άλλης, κάνοντας τη γεωπολιτική τους προσέγγιση κάτι περισσότερο από «μέτωπο δυσαρεστημένων» απέναντί τους.
Ευρωπαϊκοί παραλογισμοί
σελφ σέρβις: Πώς κρίνετε το αποτύπωμα των οικονομικών προβλημάτων της Κίνας πάνω στην ΕΕ;
Γιώργος Καπόπουλος: Τα προβλήματα της κινεζικής οικονομίας ανακλώνται μεγεθυμένα πάνω στην εγγενή προβληματικότητα της ευρωζώνης, οπότε οι επιπτώσεις τους στην ευρωπαϊκή οικονομία παίρνουν διαστάσεις, που δεν θα υφίσταντο, αν υπήρχε αμοιβαιοποίηση των εγγυήσεων δανεισμού των κρατών-μελών της ευρωζώνης, αν γινόταν μεταφορά πόρων από τον βορά προς τον νότο της ΕΕ κοκ, αν δηλαδή ίσχυαν όσα ακριβώς αρνείται η Γερμανία! Θυμηθείτε το πνεύμα της γερμανικής εμμονής στην απαρέγκλιτη τήρηση του Δημοσιονομικού Συμφώνου μερικά χρόνια πριν: «Τι κι αν συρρικνωθούν οι εξαγωγές μας στους εταίρους μας στον ευρωπαϊκό νότο, λόγω λιτότητας, οι εξαγωγές μας σε Ρωσία και Κίνα αποβαίνουν σωτήριες!». Όμως, με την έκρηξη του ουκρανικού η πόρτα της Ρωσίας έκλεισε κατ’ επιταγή των Αμερικανών –μια υπόθεση την οποία άνοιξε η άμετρη γερμανική επιπολαιότητα, αλλά σήμερα την πληρώνει όλη η ευρωπαϊκή οικονομία και προπάντων η γερμανική!
Αλλά ούτε το όνειρο μιας σταθερά αναπτυσσόμενης εναλλακτικής αγοράς για τις βορειοευρωπαϊκές εξαγωγές βγαίνει τώρα της Γερμανίας, δεδομένης της κάμψης της ζήτησης στην Κίνα, όπως και στις άλλες αναπτυσσόμενες οικονομίες. Είναι προφανές ότι χωρίς ισχυρή εσωτερική ζήτηση στην ευρωζώνη ούτε οι πιο προηγμένες εξαγωγικές οικονομίες του ευρώ θα βγουν αλώβητες από την ύφεση. Σημειώνω προσθετικά ότι άρκεσε η κρίση του προσφυγικού, για να νιώσει η Γερμανία ότι δεν έχει όσο «δεμένες» θα ‘θελε τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, προκειμένου να γυρνά αγέρωχα την πλάτη της στον τιμωρούμενο από το Δημοσιονομικό Σύμφωνο ευρωπαϊκό νότο…
Η Ευρώπη σήμερα ζει σήμερα τον εξής παραλογισμό: Η ρευστότητα των 60 δισ. ευρώ μηνιαίως του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ αντί να επενδύεται στην πραγματική οικονομία –κάτι τέτοιο το αποτρέπει το Δημοσιονομικό Σύμφωνο–, κατευθύνεται ως ασφαλής τραπεζική επένδυση στο δημόσιο χρέος! Έτσι πέφτουν, βέβαια, τα επιτόκια δανεισμού της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ισπανίας, όχι όμως ως εγγύηση εξόδου από την ύφεση, αλλά ως πιστοποιητικό μακροημέρευσής της!! Για το μόνο που σίγουρα δεν ευθύνονται τα προβλήματα της κινεζικής οικονομίας, είναι οι ευρωπαϊκοί παραλογισμοί…